Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Υπήρξε ο Καραϊσκάκης προδότης της επανάστασης;


Γράφει ο Γιάννης Παπαθανασίου


Ο Καραϊσκάκης αποτελεί, αναμφίβολα, μία απ’ τις σπουδαιότερες μορφές του ’21. Χωρίς αυτόν η επιτυχής έκβαση της Επανάστασης στην Στερεά Ελλάδα μόνο βέβαιη δεν είναι. Ειδικά από το 1825 και μετά ο Καραϊσκάκης μεταβλήθηκε στην ψυχή της Επανάστασης στην Ρούμελη και ήταν αυτός που ουσιαστικά την ανέστησε μετά την πτώση του Μεσολογγίου.

Ωστόσο, κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης βρέθηκαν αρκετοί, που με ιθύνοντα νου τον Μαυροκορδάτο, του πρόσαψαν την κατηγορία του προδότη. Ακόμα και σήμερα, ευτυχώς περιορισμένα, κυκλοφορούν στο διαδίκτυο άρθρα που αμφισβητούν τον πατριωτισμό του Καραϊσκάκη στην αρχή της εξέγερσης. Και είναι γεγονός ότι κάποιος που δεν έχει εμβαθύνει στην μελέτη του ’21 μπορεί ακόμα και καλοπροαίρετα να πέσει σε αυτή την πλάνη.

Πριν μιλήσουμε για την δράση του Καραϊσκάκη στην Επανάσταση πρέπει να δούμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο έδρασε, αλλά και την προγενέστερη δράση του. Ο Καραϊσκάκης βρέθηκε από πολύ μικρή ηλικία μέσα στο τοξικό περιβάλλον της αυλής του Αλή Πασά. Αργότερα, κινήθηκε μέσα σε ένα δίκτυο οπλαρχηγών που δρούσε στην ορεινή Αιτωλοακαρνανία, στα Άγραφα, στην Άρτα, στην Πρέβεζα. Η πλειοψηφία από αυτούς ( Βαρνακιώτης, Ίσκος, Σαδήμας, Μπακόλας, Τσόγκας, Σιαφάκας, Γρίβας, Ράγκος, Βλαχόπουλος, Στράτος, κ.λ.π.), συνδεδεμένη και με δεσμούς συγγένειας, χάραξε παράλληλους δρόμους και επέδειξε μια συμπεριφορά αρκετά διαφορετική από τους αγωνιστές άλλων περιοχών. Από τα λημέρια του Κατσαντώνη, την μεγάλη σχολή των κλεφτών, βρέθηκαν στην αυλή του Αλή Πασά, από εκεί πέρασαν στον αρματολισμό, μέχρι να ξανανοίξουν τον πόλεμο ως κλέφτες. Με λίγα λόγια άλλαζαν διαρκώς στρατόπεδα προσπαθώντας να ισορροπήσουν μεταξύ ανυποταγής και επιβίωσης. Η σχολή του Αλή Πασά τους είχε διδάξει, άλλωστε, στον μέγιστο βαθμό τους ελιγμούς, αλλά και την ραδιουργία, που χρειάζονταν για να τα καταφέρουν. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση βλέπουμε πολλούς απ’ αυτούς, αν και μέλη της Φιλικής, να διστάζουν να προσχωρήσουν άμεσα. Η παρουσία του τουρκικού στρατού που μάχονταν στην περιοχή με τον Αλή Πασά, αλλά και η απογοήτευσή τους από προηγούμενα κινήματα ίσως τους οδήγησε στην στάση αναμονής. Το καλοκαίρι του ’21, πάντως, εισέρχεται δυναμικά η Δυτική Ελλάδα στον πόλεμο. Οι παραπάνω οπλαρχηγοί αναδεικνύουν κατ’ ευθείαν τις στρατιωτικές τους ικανότητες, ενισχυμένες από την παρουσία εμπειροπόλεμων ντόπιων παλικαριών, και πετυχαίνουν περιφανείς νίκες. Στην συνέχεια η παρουσία του Μαυροκορδάτου, ειδικού στις μηχανορραφίες, προκαλεί συγκρούσεις και διχόνοια. Οι οπλαρχηγοί συγκρούονται μεταξύ τους και ορισμένοι καταφεύγουν μέχρι και στο τουρκικό στρατόπεδο. Παλιές διαμάχες επανέρχονται και νέες προκύπτουν. Κατόπιν, ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης τους οδηγούν στην Πελοπόννησο για να πρωταγωνιστήσουν στους Εμφυλίους. Εκεί, συνεπικουρούμενοι και από Σουλιώτες, κατανικούν τους Μωραΐτες και λαφυραγωγούν. Αργότερα ορισμένοι θα ξεπλύνουν τα σφάλματά τους με μεγάλες ηρωικές πράξεις και θα πρωταγωνιστήσουν στις εκστρατείες του Καραϊσκάκη, ενώ άλλοι θα θυσιαστούν στο Μεσολόγγι. Μερικοί, βέβαια, θα συνεχίσουν να παλινδρομούν μεταξύ ελληνικού και τουρκικού στρατοπέδου. Τελικά ο Καποδίστριας, και ιδιαίτερα ο αδερφός του Αυγουστίνος, θα καταφύγουν και πάλι σε αυτόν τον κύκλο των οπλαρχηγών για να εκκαθαρίσουν την Δυτική Ελλάδα και να δώσουν την δυνατότητα ευμενέστερης οριοθέτησης των συνόρων του νεοσύστατου κράτους. Έχοντας ανάγκη τις πολεμικές τους αρετές, αλλά και τις γνωριμίες τους με τους υποχωρούντες Τούρκους, ο κυβερνήτης τους απένειμε τίτλους και σε κάποιους συγχώρησε μεγάλα πρότερα αμαρτήματα. Τα μετέπειτα χρόνια οι περισσότεροι βρέθηκαν σε υψηλές πολιτικοστρατιωτικές θέσεις και απέκτησαν σημαντικά πλούτη. 
Συμπερασματικά, στην περιοχή που αποτέλεσε αφετηρία του Καραϊσκάκη έδρασαν πολλοί οπλαρχηγοί που συνδύαζαν την ικανότητα του Κατσαντώνη με την πονηριά του Αλή Πασά. Κατά την διάρκεια του Αγώνα πάλεψαν ταυτόχρονα για τον εθνικό σκοπό, αλλά και για προσωπικά κέρδη (αρματολίκια, πλούτη, αξιώματα), συνεχίζοντας εν πολλοίς την προεπαναστατική τακτική τους. Στις καλές τους στιγμές λύτρωναν την Επανάσταση, ενώ στις κακές τους την καταβαράθρωναν. Γι’ αυτό δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι ο Καραϊσκάκης έπρεπε να επιβιώσει μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα. Και όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα κατάφερε χωρίς να καταφύγει σε πραγματικά φιλοτουρκικές ενέργειες.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο ίδιος κύκλος ανέδειξε και οπλαρχηγούς αμέμπτου ηθικής, με προεξέχοντα τον Δ. Μακρή, ενώ απ’ την ίδια περιοχή προέρχονταν και χιλιάδες απλοί αγωνιστές που ανιδιοτελώς πολέμησαν σε όλη την Επανάσταση.

Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε καθώς αναφερόμαστε στον Γιό της Καλογριάς είναι το ότι η επαναστατική δράση του χωρίζεται σε δύο περιόδους. Μέχρι το 1824 πολιτεύεται περισσότερο σαν ένας τοπικός οπλαρχηγός. Ξεκινά την επανάσταση στα Τζουμέρκα, όταν άλλοι καπετάνιοι διστάζουν, συγκρούεται με τους Τούρκους κυρίως σε μικρομεσαίες μάχες, αγωνίζεται για το αρματολίκι των Αγράφων, καταφεύγει στην προεπαναστατική τακτική των καπακιών, συμμετέχει σε εμφύλιες συγκρούσεις. Από το 1825 και εντεύθεν μετατρέπεται σε πραγματικό ηγέτη της Επανάστασης. Από εκεί που διοικούσε μερικές δεκάδες άνδρες γίνεται αρχιστράτηγος και έχει υπό τις οδηγίες του πολλές χιλιάδες. Το ταπεινό όνειρο ενός αξιώματος στα Άγραφα δίνει την θέση του στην αυτοθυσία με μοναδικό σκοπό την Απελευθέρωση.

Οι όποιες κατηγορίες εναντίον του αφορούν αποκλειστικά προφανώς το αρχικό διάστημα της δράσης του και συγκεκριμένα δύο περιπτώσεις. Η πρώτη τα καπάκια που έκανε με τους Τούρκους σαν αρματολός των Αγράφων και η δεύτερη την κατηγορία του Μαυροκορδάτου στην δίκη του Αιτωλικού για συνεννόηση με τον Ομέρ Βρυώνη.

Τα καπάκια αποτελούσαν ιστορική πρακτική των κλεφτών στην Τουρκοκρατία, ιδιαίτερα στην Στερεά Ελλάδα. Οι κλέφτες συμφωνούσαν να αναγνωρίσουν τους κατακτητές με αντάλλαγμα αυτοί να σταματήσουν να τους καταδιώκουν και να τους αμνηστεύσουν. Συχνά οι συμφωνίες περιείχαν και οικονομικές συναλλαγές, ενώ συνάπτονταν με επίσημη παρουσία του οπλαρχηγού σε κάποιο τουρκικό διοικητικό κέντρο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα καπάκια αποτελούσαν μια διπλωματική προέκταση του κλεφτοπολέμου. Στην ουσία ήταν μια ιδιόμορφη μορφή εκεχειρίας, παρά μια πράξη υποταγής. Μέσω αυτών οι κλέφτες κέρδιζαν χρόνο και αναδιοργανώνονταν, ενώ συχνά η συμφωνία εξασφάλιζε και τον ανεφοδιασμό τους. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι πολεμούσαν διαρκώς και διαβιούσαν υπό αντίξοες συνθήκες και γι’ αυτό σε οριακές καταστάσεις τα καπάκια αποτελούσαν μονόδρομο για την επιβίωση. Ήταν, έπειτα, ένας τρόπος να αποκατασταθεί η ειρήνη σε εμπόλεμες περιοχές προς όφελος των κατοίκων. Επίσης, τα καπάκια ενίοτε χρησιμοποιούνταν εκατέρωθεν με σκοπό η αιφνίδια καταπάτησή τους να παράσχει στην συνέχεια πλεονέκτημα στον καταπατούντα. Στην Τουρκοκρατία, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πολλοί κλέφτες εξουδετερώθηκαν ενώ βρίσκονταν σε καπάκια, ενώ και πολλοί Τούρκοι εξαπατήθηκαν αντίστοιχα από Έλληνες. Προφανώς, από ένα σημείο και μετά οι Οθωμανοί δεν πείθονταν για την αγαθή διάθεση των κλεφτών να τους προσκυνήσουν. Ωστόσο, η σημαντική φθορά που τους προκαλούσε ο κλεφτοπόλεμος και η αδυναμία καταστολής του τους υποχρέωναν να δεχθούν τα καπάκια. Και για τις δύο πλευρές, δηλαδή, επρόκειτο για ένα αναγκαίο κακό και κάποιες φορές για στρατήγημα. Πολλοί ονομαστοί οπλαρχηγοί, έτσι, πριν την Επανάσταση, αλλά και κατά την διάρκειά της, κατέφυγαν στα καπάκια. Καπάκια γίνονταν, ακόμη, και κατόπιν εντολής της επαναστατικής διοίκησης.
Σε αυτό το πλαίσιο και ο Καραϊσκάκης ήρθε σε μια τέτοια <<συμφωνία>> με τους Τούρκους όταν κατείχε το αρματολίκι των Αγράφων. Αρχικά ως καπετάνιος των Αγράφων συγκρούστηκε ανοιχτά με τους Τούρκους. Στην συνέχεια, όμως, σύναψε καπάκια. Οι πασάδες της Λάρισας αποδέχθηκαν την προσποιητή υποταγή του καθώς οι επιδρομές του στους πρόποδες των Αγράφων, όπου διέμεναν Τούρκοι, ήταν ιδιαίτερα επιβλαβείς για αυτούς. Επίσης, ήθελαν να κλείσουν, έστω και έτσι, αυτό το μέτωπο για να επικεντρωθούν σε άλλα μεγαλύτερα. Για αυτό και στην συνέχεια, όταν ο Καραϊσκάκης έσπασε την συμφωνία, οι Τούρκοι για ένα διάστημα έκαναν τα στραβά μάτια, θέλοντας να αποφύγουν την σύγκρουση μαζί του.

Ο Σαρακατσάνος καπετάνιος, απ’ την άλλη, φαίνεται πως με τα καπάκια επιθυμούσε να κερδίσει χρόνο για να εδραιώσει ανεμπόδιστος την κυριαρχία του στα Άγραφα. Σύμφωνα με τον Δ. Αινιάν, βέβαια, οι ίδιοι οι κάτοικοι της επαρχίας ζήτησαν απ’ τον Καραϊσκάκη να προσποιηθεί υποταγή, καθώς οι επιθέσεις των Τούρκων προκαλούσαν λεηλασίες των περιουσιών τους. Το σίγουρο είναι πως ο Καραϊσκάκης με αυτήν του κίνηση κατέστησε τα Άγραφα de facto ελεύθερα, καθώς η συμφωνία περιελάμβανε απαγόρευση εισόδου τουρκικών στρατευμάτων στην περιοχή. Ταυτόχρονα, επίσης, συνέχισε να έχει επαφή με τους επαναστατημένους οπλαρχηγούς και έστελνε άντρες απ’ το σώμα του σε όλες τις μάχες της Στερεάς Ελλάδας. Τελικά, ο ίδιος ο Καραϊσκάκης έσπασε τα καπάκια όταν στις 15 Ιανουαρίου 1823, επιτέθηκε στον Άγιο Βλάση σε ένα σώμα Τουρκαλβανών που προέρχονταν από την διαλυμένη στρατιά της Α’ Πολιορκίας του Μεσολογγίου. Η περιφανής νίκη του Καραϊσκάκη στην συγκεκριμένη μάχη (μάχη της Κορομηλιάς) προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, την οργή των Τούρκων.

Αν ο Έλληνας ήρωας δεν πίστευε στην ιδέα της Επανάστασης και είχε συνειδητά συνθηκολογήσει είναι σίγουρο πως δεν θα πολεμούσε στην συγκεκριμένη μάχη. Ούτως ή άλλως το στράτευμα του Ισμαήλ Πλιασά και του Χατζή Μπέντο, τον οποίο λέγεται πως σκότωσε ο ίδιος ο Καραϊσκάκης, είχε ήδη ηττηθεί και σκόπευε απλά να διέλθει απ’ τα Άγραφα υποχωρώντας. Ακόμα και οι Έλληνες πιθανότατα δεν θα τον κατηγορούσαν αν δεν έδινε αυτή την μάχη. Θα μπορούσε ακόμα να αφήσει άλλα κλέφτικα σώματα να πολεμήσουν αντί για τον ίδιο, ώστε να μην διαρραγούν οι σχέσεις του με τους πασάδες. Παρ’ όλα αυτά μάχεται αυτοπροσώπως στην πρώτη γραμμή και κρατάει την θέση του ακόμα και όταν άλλοι υποχωρούν, με αποτέλεσμα και αυτοί να φιλοτιμηθούν και να επιστρέψουν. Τελικά μετά από πολύωρη σκληρή μάχη, νικά και υποχρεώνει τους Τουρκαλβανούς να περάσουν από το πλημμυρισμένο ποτάμι του Αχελώου, όπου οι περισσότεροι πνίγηκαν. Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο πως ο Καραϊσκάκης, ακόμα και την περίοδο των καπακιών, δεν άλλαξε στρατόπεδο και δεν λησμόνησε τον Αγώνα.

Ο Κασομούλης περιγράφει την παρουσία του Καραϊσκάκη σε μια διαπραγμάτευση με απεσταλμένους των Τούρκων για σύναψη καπακιών, στην οποία συμμετείχαν, επίσης, ο Στορνάρης και άλλοι οπλαρχηγοί. Από την συμπεριφορά του γίνεται κατανοητό ότι δεν έπαιρνε την όλη διαδικασία στα σοβαρά. Μιλάει περιπαικτικά για την επικείμενη συμφωνία, βρίζει χυδαία τους απεσταλμένους των Τούρκων και στο τέλος αποχωρεί, αφήνοντας τους άλλους οπλαρχηγούς να κανονίσουν τα διαδικαστικά.

Η δεύτερη κατηγορία που απευθύνθηκε στον Καραϊσκάκη έλαβε χώρα στο Αιτωλικό στις 27 Μαρτίου 1824, στην περίφημη δίκη, που μάλλον ήταν σε μεγάλο βαθμό στημένη. Συγκεκριμένα ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη πως ήρθε σε επαφή με τον Ομέρ Βρυώνη και του ζήτησε βοήθεια για να πάρει πίσω το αρματολίκι των Αγράφων με αντάλλαγμα να παραδώσει στους Τούρκους την Ναύπακτο και το Μεσολόγγι, αλλά και να περάσει στο τουρκικό στρατόπεδο μαζί με χιλιάδες στρατιώτες.

Πάμε, όμως, να εξετάσουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Μετά την μάχη της Κορομηλιάς ο Καραϊσκάκης καταβεβλημένος απ’ την φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε καταφεύγει στην Ιθάκη. Εκεί οι γιατροί του δίνουν λίγες πιθανότητες επιβίωσης, αλλά αυτός αποφασίζει να επιστρέψει στη επαναστατημένη Στερεά. Τότε, ωστόσο, τον περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη. Την αρχηγία των Αγράφων η ελληνική διοίκηση είχε δώσει στον Γιαννάκη Ράγκο, ο οποίος, μάλιστα, δεν δέχθηκε καν τον προκάτοχό του στην επαρχία. Τότε, ο τελευταίος μεταβαίνει στο Μεσολόγγι για να διεκδικήσει το δίκιο του. Έρχεται σε επαφή με πολλούς, μέχρι και με τον Κολοκοτρώνη, αλλά δεν βρίσκει υποστήριξη. Τελικά, στο Μεσολόγγι και στο γειτονικό Αιτωλικό δημιουργούνται εντάσεις και οι αντίπαλοί του συσπειρώνονται γύρω από τον Μαυροκορδάτο. Σε αυτό το σημείο ο Φαναριώτης πολιτικός παραπέμπει τον Σαρακατσάνο οπλαρχηγό στην δίκη.

Εκείνες τις ημέρες είχε εμφανιστεί κάποιος Βουλπιώτης, ο οποίος υποστήριζε ότι ήταν σύνδεσμος μεταξύ Καραϊσκάκη και Ομέρ Βρυώνη. Η αλήθεια είναι πως στην δίκη άλλαξε αρκετές φορές την κατάθεσή του, καθώς οι δικαστές δεν πείθονταν για την ενοχή του Καραϊσκάκη, με αποτέλεσμα ο Κίτσος Τζαβέλλας, φίλος τότε του Καραϊσκάκη, να τον χαρακτηρίσει <<ψευδοβουλπιώτη>>. Πρόκειται για μια σκοτεινή φυσιογνωμία, συγγενή μάλλον του Ράγκου, που δεν τιμωρήθηκε για το ότι μπαινόβγαινε ουσιαστικά ανενόχλητος και στα δύο στρατόπεδα, κάτι που ενισχύει την εκδοχή του ψευδομάρτυρα. Τα επόμενα χρόνια πολέμησε με το σώμα του Δήμου Σκαλτσά. Ορισμένες πηγές αναφέρουν πως ο Μαυροκορδάτος είχε στα χέρια του ενοχοποιητικές επιστολές, που μαρτυρούσαν την επικείμενη προδοσία. Πουθενά, όμως, δεν δημοσιεύτηκε κάτι τέτοιο, ενώ και το αποτέλεσμα της δίκης δεν καταμαρτυρά την ύπαρξη τόσο βαρύνουσας σημασίας στοιχείου. Πιθανότατα, θα είχε απλή αλληλογραφία του Καραϊσκάκη με τον Ομέρ Βρυώνη, στοιχείο διόλου επιβαρυντικό.

Τελικά, παρότι η σύνθεση του ακροατηρίου ήταν προκατειλημμένη ενάντια στον Καραϊσκάκη, δεν φαίνεται να βγήκε καταδικαστική απόφαση. Κυκλοφόρησε μόνο στην εφημερίδα της Διοικήσεως, όργανο του Μαυροκορδάτου, ένα διοικητικό έγγραφο, το οποίο έφερε τις υπογραφές μερικών από τους οπλαρχηγούς που συμμετείχαν στην δίκη. Το έγγραφο αυτό, βέβαια, αναφέρονταν σε κάποιες ταραχές που όντως είχε προκαλέσει ο Καραϊσκάκης στο Αιτωλικό και μόνο στο τέλος σημείωνε γενικά και αόριστα πως προωθούσε ενέργειες βλαπτικές για την Επανάσταση. Ακόμα, δηλαδή, και το δικαστήριο που μόνο φιλικά αισθήματα δεν έτρεφε για τον Καραϊσκάκη δεν τόλμησε να τον καταδικάσει για προδοσία.

Το λογικότερο σενάριο είναι πως όντως ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σε επαφή με τον Ομέρ Βρυώνη. Πολλοί οπλαρχηγοί είχαν αλληλογραφία με Αλβανούς διοικητές, όπως ο Ομέρ. Οι Αλβανοί ήταν μισθοφόροι, πολλοί προέρχονταν από την αυλή του Αλή Πασά και είχαν γνωριμία με Έλληνες. Συχνά, μάλιστα, καλούσαν Έλληνες να τους βοηθήσουν στις μεταξύ τους εμφύλιες έριδες. Ακόμα και ο Βουλπιώτης ήταν σύνδεσμος και άλλων οπλαρχηγών με το αλβανικό στρατόπεδο και όχι μόνο του Καραϊσκάκη. Σε αυτές τις συνομιλίες δεν αποκλείεται ο Γιός της Καλογριάς να αναφέρθηκε στο ζήτημα που τον έκαιγε εκείνη την περίοδο, δηλαδή το καπετανάτο των Αγράφων. Ακόμα ενδέχεται να ζήτησε κάποιου είδους βοήθεια από τον Αλβανό διοικητή. Αυτό δεν πρέπει να φανεί παράξενο, καθώς και ο αντίζηλός του Ράγκος, ευνοούμενος της ελληνικής Διοίκησης, είχε έρθει σε συνεννόηση με τον Σούλτση Κόρτσα, Αλβανό αρχηγό των Τρικάλων. Οι δύο Αλβανοί είχαν, επίσης, διαφορές μεταξύ τους, κάτι που προφανώς θέλησε να εκμεταλλευτεί ο Καραϊσκάκης. Εν τέλει, βέβαια, μόνο ο Σούλτση Κόρτσα κινητοποιήθηκε και κυνήγησε τον Καραϊσκάκη, γεγονός που περιορίζει την πιθανότητα οι συνεννοήσεις του τελευταίου με τον Ομέρ Βρυώνη να είχαν επιλήψιμο περιεχόμενο.

Το ενδεχόμενο ο Καραϊσκάκης να είχε υποσχεθεί το Μεσολόγγι και στρατιωτική συνδρομή στους Τούρκους είναι πρακτικά μη ρεαλιστικό. Αν υπήρχαν τέτοια στοιχεία η επιτροπή του Μαυροκορδάτου θα μπορούσε να του επιβάλει πολύ μεγαλύτερη τιμωρία. Επίσης, μια τέτοια προδοτική στάση θα απέτρεπε πολλούς οπλαρχηγούς απ’ το να τον ακολουθήσουν πιστά αργότερα (π.χ. Σουλτάνης, Μακρής). Ακόμα όμως και αν πράγματι είχε δώσει τέτοιες υποσχέσεις είναι εντελώς απίθανο να της έπαιρνε κανείς στα σοβαρά. Ο Καραϊσκάκης είχε παλαιότερα ξεγελάσει επανειλημμένως τον παμπόνηρο Αλή Πασά, ενώ μόλις λίγους μήνες νωρίτερα είχε καταπατήσει τα καπάκια. Του ήταν πολύ εύκολο, επομένως, να κοροϊδέψει έναν μισθοφόρο, όπως ο Ομέρ Βρυώνης. Έπειτα, αυτά που αναφέρεται πως έταζε ήταν ανέφικτα. Ο Καραϊσκάκης συγκέντρωνε γύρω του τότε μετά βίας μερικές δεκάδες στρατιώτες. Πώς θα μπορούσε με αυτούς να παραδώσει μια πόλη, μέσα στην οποία υπήρχαν αρκετές εκατοντάδες ένοπλοι; Η εμπλοκή του Βαρνακιώτη, ο οποίος είχε περάσει όντως στο τουρκικό στρατόπεδο, και άρα δεν μπορούσε να απολογηθεί, ενώ συγκέντρωνε και την μήνι όλων σχεδόν των ντόπιων καπετάνιων, έδινε στο σενάριο ακόμα μεγαλύτερο τόνο φαντασίας.

Λίγους μήνες αργότερα ο Καραϊσκάκης ζήτησε συγνώμη απ’ τον Μαυροκορδάτο. Στην προκήρυξη που δημοσιεύτηκε μετά την δίκη υπήρχε ειδική αναφορά στην αποκατάσταση του Στρατηγού αν μετανοούσε δημόσια. Προφανώς ο Φαναριώτης περίμενε πως ο περήφανος Καραϊσκάκης δεν θα ζητούσε ποτέ άφεση για αμαρτήματα που δεν διέπραξε. Πάντως η συγνώμη δεν έγινε δεκτή, πράγμα που καταδεικνύει πως η δίκη δεν σκόπευε στον σωφρονισμό του Καραϊσκάκη, αλλά στον εξοβελισμό του.

Η περιπέτεια αυτή, βέβαια, φαίνεται πως μακροπρόθεσμα επέδρασε θετικά στον Καραϊσκάκη. Ήταν το σημείο καμπής για την μετέπειτα πορεία του. Κατανόησε πλέον πως οι καιροί είχαν αλλάξει και οι προεπαναστατικές τακτικές των συνεννοήσεων με τον εχθρό είχαν παρέλθει. Συνειδητοποίησε ότι πια δεν έδινε περιορισμένης κλίμακας κλεφτοπόλεμο, αλλά συμμετείχε σε μια ευρύτερη σύγκρουση, στην οποία διακυβεύονταν η ελευθερία της Πατρίδας. Έπρεπε να πειθαρχεί στην Διοίκηση και να βλέπει τους άλλους οπλαρχηγούς όχι σαν ανταγωνιστές, αλλά σαν συμμαχητές. Κανένα προσωρινό αξίωμα δεν συγκρίνονταν με την εκδίωξη τον Οθωμανών και την Απελευθέρωση της Ελλάδας.

Έτσι, σταδιακά ο Καραϊσκάκης μεταμορφώνεται, όπως είπε και ο ίδιος σε άγγελο. Εγκαταλείπει τον φίλο του Οδυσσέα Ανδρούτσο, όταν ο τελευταίος αρχίζει επαφές με τους Τούρκους. Προτείνει, αργότερα, ο ίδιος στους Σουλιώτες να μοιραστεί μαζί τους την Αρχιστρατηγία, παρ’ όλο που οι τελευταίοι τον υπονόμευαν, ενώ οι άνδρες του προτιμούσαν εκείνον. Παντού πολεμά στην πρώτη γραμμή, σκάβει χαρακώματα δίπλα στους άνδρες του, τους ανάβει ο ίδιος την φωτιά. Στις εκστρατείες του δείχνει ιδιαίτερη μέριμνα να μην δυσαρεστείται ο άμαχος πληθυσμός από την παρουσία των στρατιωτών. Καλεί στο πλάι του τους οπλαρχηγούς που παλιότερα τον καταδίωξαν, μέχρι και τον θανάσιμο εχθρό του Ράγκο. Πειθαρχεί στην Διοίκηση, ενώ φθάνει στο σημείο να απειλεί τους πολιτικούς πως θα σταματήσει τον πόλεμο αν οι τελευταίοι δεν ομονοήσουν. Αν και ορθά, όπως τραγικά αποδείχθηκε αργότερα, διαφωνεί με τον Κόχραν, καταστρώνει ένα σχέδιο εφόδου στην Ακρόπολη, βασισμένο στις στρατηγικές αντιλήψεις του Άγγλου ναυάρχου, θέλοντας να μην τον δυσαρεστήσει. Λίγες μέρες πριν τον θάνατό του αρρωσταίνει από την στεναχώρια του γιατί οι Έλληνες κατέσφαξαν κάποιους αιχμάλωτους Τούρκους στον Πειραιά. Πεθαίνει φτωχός, μιας και αφιέρωσε την σημαντική περιουσία που απέκτησε προς όφελος της Πατρίδας. Κοντολογίς, ο μέχρι πρότινος φίλαρχος καπετάνιος μεταμορφώνεται σε ένα πρότυπο ηθικής, που αφιερώνει όλο του το είναι στην επιτυχία του Αγώνα. Το μέγεθος της μεταστροφής του ήταν τέτοιο που μας κάνει να πιστέψουμε πως μέχρι και η συγνώμη προς τον εχθρό του Μαυροκορδάτο είχε δόση ειλικρίνειας και ότι είχε όντως μετανοήσει για τις λάθος επιλογές του παρελθόντος, έστω και αν αυτές δεν έφθαναν στα όρια της προδοσίας.

Στον Καραϊσκάκη, αν και εξαρχής πολέμησε τους Τούρκους, του πήρε 3 χρόνια για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στον εθνικό σκοπό. Μέχρι τότε, παράλληλα με τον Αγώνα, προσπαθούσε να εξασφαλιστεί ατομικά, αλλά και να λύσει προσωπικές διαφορές. Έτσι λειτουργούσε το περιβάλλον που ζούσε μέχρι το ’21, ένα περιβάλλον που ισορροπούσε μεταξύ διαρκούς πολέμου με τους Τούρκους και επιβίωσης.

Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε ακόμα και την μερίδα των οπλαρχηγών της Δυτικής Στερεάς που πέρασαν τον Ρουβίκωνα και συμμάχησαν κάποια στιγμή με τους Τούρκους, όπως ο Βαρνακιώτης, ο Μπακόλας, ο Στράτος, ο Ίσκος, ο Σαδήμας. Οι περισσότεροι ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, ασπάζονταν τους σκοπούς της Επανάστασης και συμμετείχαν ακόμα και σε πολύ ριψοκίνδυνες μάχες. Προσκολλημένοι, όμως, στις προγενέστερες πρακτικές, την σκοτεινότερη πλευρά των οποίων είχαν διδαχθεί από τον Αλή Πασά, άλλαζαν κατά το δοκούν στρατόπεδο, προσπαθώντας παράλληλα με την Επανάσταση να εξασφαλιστούν και οι ίδιοι. Αν και οι πράξεις αυτές αναμφίβολα είναι αξιοκατάκριτες, πρέπει να ιδωθούν πρωτίστως ως αδυναμία των συγκεκριμένων προσώπων να προσαρμοστούν στην νέα κατάσταση που έφερε η Επανάσταση ή ακόμα σαν συνέπεια του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα τους, παρά ως άρνηση του σκοπού της Απελευθέρωσης. Η διευκρίνιση αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να ξεκαθαριστεί πως στην Ελληνική Επανάσταση η διαχωριστική γραμμή των αντιπάλων ήταν ξεκάθαρη, Χριστιανοί εναντίον Μουσουλμάνων. Δεν υπήρξαν Έλληνες, τουλάχιστον στην Δυτική Στερεά, που να κατατάχθηκαν μαζικά στον τουρκικό στρατό για πολιτικούς-ιδεολογικούς λόγους. Όσοι το έπραξαν εκκινούσαν από άλλου τύπου σκοπιμότητες, τις οποίες όταν εκπλήρωναν επέστρεφαν στην ελληνική πλευρά. Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, η επιλήψιμη δράση μιας μικρής μερίδας στρατιωτικών δεν δικαιολογεί την απαξίωση όλων των πολεμιστών του ’21, αλλά και συλλήβδην του ελληνικού πληθυσμού της εποχής, που επιχειρείται εσχάτως. Το ότι η στρατηγική κάποιων περιελάμβανε επαφές με τον αντίπαλο δεν συνεπάγεται πως όλοι οι ήρωες ήταν μισθοφόροι, ούτε πολύ περισσότερο ότι δεν είχαν συναίσθηση της ελληνικότητάς του. Αντίθετα, η απόφαση να πάρει κανείς τα όπλα και να βγει στα βουνά, διακινδυνεύοντας καθημερινά το κεφάλι του εν μέσω της Τουρκοκρατίας, αποτελούσε από μόνη της ρήξη με τον κατακτητή και ένα βήμα για την διεκδίκηση της ατομικής και της συλλογικής ελευθερίας.

Ο αμφιλεγόμενος Βαρνακιώτης, για παράδειγμα, αφού πολέμησε, μουδιασμένα αρχικά, με τους επαναστάτες, προσχώρησε στους Τούρκους, μισθοφόρος των οποίων υπήρξε και προεπαναστατικά. Η προσχώρηση φαίνεται πως έγινε κατόπιν εντολής της κυβέρνησης, αλλά ο Βαρνακιώτης στην συνέχεια αρνήθηκε να επανέλθει στην ελληνική πλευρά. Όσο ήταν στο οθωμανικό στρατόπεδο ενίοτε μεταβίβαζε πληροφορίες στους Έλληνες, πολλοί από τους οποίους ήταν πρώην μέλη των σωμάτων του και συγγενείς του. Τελικά, επί Καποδίστρια ξαναγύρισε στην Επανάσταση. Αντίστοιχα, ο Γώγος Μπακόλας μετά από ηρωικές μάχες προσχωρεί στο τουρκικό στρατόπεδο, παρεξηγημένος από ότι φαίνεται με τις κατηγορίες που του αποδίδονταν για προδοσία (για τον Μπακόλα, βέβαια, έχουν γραφτεί πάρα πολλά, συχνά αντικρουόμενα). Ουσιαστικά κινούμενος από έναν ιδιόμορφο κώδικα τιμής προδίδει την Επανάσταση θέλοντας να ξεπλύνει μια άδικη κατηγορία περί προδοσίας!

Ενδεικτική είναι και η περίπτωση του οπλαρχηγού Ανδρέα Σιαφάκα (ή Σαφάκα). Ο συγκεκριμένος αρχικά συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση. Στην συνέχεια στο πλαίσιο οργανωμένης στρατηγικής των οπλαρχηγών της Ανατολική Στερεάς μπήκε στην διαδικασία των καπακιών. Όταν, όμως, οι άλλοι καπετάνιοι, αφού ανασυντάχθηκαν, επανήλθαν βάση σχεδίου στον πόλεμο με τους Τούρκους, αυτός συνέχισε να αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Αν και δεν είναι ξεκάθαρος ο ακριβής σκοπός του, σύντομα πολλοί Έλληνες, με πρώτο τον Καραϊσκάκη, έχασαν την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Τελικά, οι Τούρκοι, οι οποίοι, επίσης, δεν είχαν πιστέψει την υποταγή του, τον κυνήγησαν, παρότι βρίσκονταν σε καπάκια, και τον σκότωσαν. Συνέλαβαν, επίσης, κάποιους συντρόφους του και τους μετέφεραν στα Ιωάννινα για να τους εκτελέσουν. Το πιο αξιοπρόσεκτο γεγονός, το οποίο αναφέρει ο Γούδας, είναι ότι καθώς βάδιζαν προς την αγχόνη οι συναγωνιστές του Σιαφάκα τραγουδούσαν στίχους του Ρήγα Βελεστινλή. Εν ολίγοις, αυτοί που βρέθηκαν στο τουρκικό στρατόπεδο, θεωρούσαν πώς οι πράξεις τους, αλλά και ο θάνατός τους, κινούνταν στα πλαίσια του Απελευθερωτικού Αγώνα, που συμβόλιζε ο Ρήγας.

Εν κατακλείδι, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα, αν ο Καραϊσκάκης πρόδωσε την Επανάσταση, είναι κατηγορηματικά όχι. Ας κρατήσουμε, λοιπόν, τις μεγάλες στιγμές του Ήρωα και ας τον αναδείξουμε ως πραγματικό πρότυπο για τις επόμενες γενιές, όπως αληθινά του αρμόζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου