Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ του Έσσεξ και Τέχνη




Κατά τις ημέρες της νεότητάς μου, κάποιος Ρώσος ζωγράφος, που έγινε στη συνέχεια διάσημος, με προσείλκυσε προς την ιδέα της καθαρής δημιουργίας, έχοντας στραφεί προς την αφηρημένη τέχνη.
Δύο ή τρία χρόνια υπήρξα θύμα της έλξεως αυτής, που με οδήγησε στην πρώτη θεολογική σκέψη που γεννήθηκε μέσα μου.
Χαρακτηριστικό κάθε «καλλιτέχνη» (δηλαδή κάθε εργάτη της τέχνης) είναι να προσλαμβάνει το είναι στις μορφές της τέχνης του.
Έτσι και εγώ αντλούσα ιδέες για τις δικές μου αφηρημένες μελέτες από εκείνο που μου παρείχε η πραγματικότητα του περιβάλλοντός μου:
οι άνθρωποι, η βλάστηση, τα κτίσματα, οι απροσδόκητα αλλόκοτοι συνδυασμοί σκιών από τον ήλιο ή τις ηλεκτρικές λάμπες επάνω στο πάτωμα, τους τοίχους, τις οροφές και πολλά άλλα.
Με τη φαντασία μου δημιουργούσα εικόνες, αλλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι όμοιες με τίποτε που υπάρχει πραγματικά στη φύση.
Με τον τρόπο αυτό, νόμιζα ότι δεν είμαι αντιγραφέας φυσικών φαινομένων, αλλά δημιουργός νέων καλλιτεχνικών (εικαστικών) γεγονότων.
Ευτυχώς αντιλήφθηκα ότι σε μένα, τον άνθρωπο, δεν δόθηκε να δημιουργώ «εκ του μηδενός», όπως ο Θεός δημιουργεί με μοναδικό τρόπο.
Από την εμπειρία αυτή μου έγινε σαφές ότι κάθε ανθρώπινη δημιουργία προϋποθέτει μία ήδη προϋπάρχουσα.
Δεν μπορούσα να χαράξω ούτε μία γραμμή, ούτε να δημιουργήσω κάποιο χρώμα, που πουθενά αλλού δεν υπήρχε.
Ο αφηρημένος πίνακας μοιάζει με εγγραφή λέξεων που ηχούν πρωτότυπα, αλλά ποτέ δεν εκφράζουν πλήρες νόημα.
Η δημιουργία παρουσιαζόταν σε μένα ως αποσύνθεση του είναι, πτώση στο κενό, στο παράλογο, επιστροφή στο «μηδέν», από το οποίο μας κάλεσε η δημιουργική πράξη του Θεού.
Τότε εγκατέλειψε ο νους μου τη μάταιη απόπειρα να δημιουργήσει κάτι εντελώς νέο, και το πρόβλημα της δημιουργίας στη συνείδησή μου συνδέθηκε με το πρόβλημα της Γνώσεως του Είναι.
Και μου συνέβη κάτι θαυμαστό·
σχεδόν όλος ο κόσμος, κάθε ορατό φαινόμενο, έγινε μυστήριο, ωραίο και βαθύ.
Και το φως έγινε άλλο·
χάιδευε τα αντικείμενα, τα περιέβαλλε κατά κάποιον τρόπο με στεφάνι δόξας, μεταδίδοντας σε αυτά παλμούς ζωής που δεν απεικονίζεται με τα μέσα που διαθέτει ο καλλιτέχνης.
Γεννιόταν μέσα μου η επιθυμία να υποκλιθώ με ευλάβεια μπροστά στον πρώτο καλλιτέχνη, τον Δημιουργό του παντός, με τον πόθο να Τον συναντήσω, να διδαχθώ από αυτόν, να γνωρίσω πώς Αυτός δημιουργεί.

~Άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ του Έσσεξ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ (ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, ΚΑΡΓΑΚΟΣ, ΚΛΠ)

Είναι γεγονός πως πλέον τα πολιτικά στρατόπεδα που έχουν διαμορφωθεί είναι δύο: οι υπερασπιστές της ταυτότητας από την μία, οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης από την άλλη. Όσοι προωθούν την ελληνικότητα έρχονται αντιμέτωποι με τους διεθνιστές που επιχειρούν να την διαγράψουν από το  συλλογικό γίγνεσθαι. Σε τι συνίσταται, όμως, τελικά η ελληνικότητα. Αλλά και ποια θέση κρατούν απέναντί της τα σύγχρονα μεταπολιτευτικά κόμματα και η Γ' ελληνική δημοκρατία που αυτά εκπροσωπούν;

Ακολουθούν κάποιες απόψεις πάνω στο θέμα όπως εκφράστηκαν σε αφιέρωμα του περιοδικού MONTHLY REVIEW το 2009.
Η ομάδα μας επέλεξε αποσπάσματα που άπτονται των θέσεων μας πάνω στο ζήτημα.



Σαράντος Ι. Καργάκος, ιστορικός-συγγραφέας
«Ελληνικές αξίες» και άλλα ηχηρά παρόμοια…
Πάνε –φευ!– πάνω από 30 χρόνια, όταν, για να παραλάβω έναν φίλο, εισήλθα στο «λαβύρινθο» του Παλαιού Ψυχικού με το αυτοκίνητό μου. Όπως ήταν φυσικό, για να κινηθώ ευχερώς, έκανα τη σχετική παράβαση, οπότε έπεσα στα δίχτυα καραδοκούντος τροχονόμου. «Την άδειά σας», μου είπε ευγενώς. Εκοίταξα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Χαρτιά πνιγμός, άδεια ουδαμώς. «Δεν έχω», είπα αμήχανος. «Τότε την ταυτότητά σας». Απολύτως βέβαιος περί αυτού, αποκρίθηκα: «Δεν έχω». Και τότε ο αστυνομικός απορημένος: «Τότε, τι έχετε;» – «Το λόγο της τιμής μου», αποκρίθηκα ευθαρσώς. Ο αστυνόμος έμεινε άναυδος: «Αυτή, τι να την κάνω;» Οπότε συγκαταβατικά τον ενθάρρυνα: «Πιστεύετε ότι θα βγάλω αυτά τα παλιόχαρτα πάνω από το λόγο της τιμής μου;» Κι ο αστυνόμος μ’ άφησε να φύγω ψελλίζοντας: «Τουλάχιστον, μην το ξανακάνετε…».
Σε αυτό συμμορφώθηκα. Είναι αμφίβολο αν ξαναμπήκα στο Παλαιό Ψυχικό πάνω από τρεις φορές, κι αυτές με ταξί. Διότι είναι ματαιοπονία το να μπεις, όταν θέλεις να βγεις, όσο μάταιος κόπος είναι και το να αναζητάς την αναζητούμενη από τη «γενιά του ’30» και μετά περιβόητη ελληνική ταυτότητα. Γιατί απλούστατα τέτοια ταυτότητα δεν υπάρχει. Κι εννοώ ταυτότητα που να δίνει στους Έλληνες κάποιο στοιχείο ομοιότητας. Ας πάρουμε τους ήρωες των ομηρικών επών που οι Έλληνες όλων των εποχών θεωρούν προπάτορες: από τον Αλέξανδρο ως τον Κεφαλλονίτη Κωνσταντίνο Γεράκη που έγινε αντιβασιλιάς του Σιάμ. Αν όντως έπρεπε να υπάρξει κάτι κοινό σε αυτούς, αυτό λέγεται αλλά δεν δείχνεται. Είναι η φράση του Ατρείδη «αιδώς, Αργείοι». Η αιδώς, μια πολυσήμαντη έννοια, που είχε θεοποιηθεί, ήταν ένα συστατικό του Έλληνα των καλών του στιγμών.
Ωστόσο, τα συστατικά της ελληνικής ιδιομορφίας που είναι πολλά και ανά τους αιώνες ποικίλα, συνθέτουν μιαν ιδιοπροσωπία, αλλ’ όχι ταυτότητα. Οι Έλληνες υπήρξαν λαός της ετεροπροσωπίας και όχι της ταυτοπροσωπίας. Από την άποψη αυτή μοιάζουν με τον Πρωτέα, τον μυθικό θεό της αιγυπτιακής θάλασσας που προέκτασή του ήταν ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Ποιος, μετά από τόσες έρευνες, βρήκε την «ταυτότητα» του ποιητή; Αν πω ότι μέσα στην Ιλιάδα διαφαίνεται ως κύριο συστατικό των Ελλήνων η ανδρεία, ξέρω πως θα στεναχωρήσω κάποιους, επειδή θα προσθέσω ότι, κατά τον Όμηρο, ανδρειότερος πάντων είναι ο Έκτωρ και από το δικό του «έρκος οδόντων» εξέρχεται η μνημειώδης φράση: «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης».
Ας μην κάνω το γνωστό λογοπαίγνιο. Θα προσθέσω μόνο ότι αυτοί που λέγονται σήμερα Έλληνες δεν έζησαν μιαν ομαλή ιστορική ζωή, όπως άλλοι λαοί. Η πορεία τους στο χρόνο ήταν τραγική. Πέρασαν πάνω τους σαράντα βαρβαρικά κύματα. Έμεινε, όμως, κάτι μέσα τους σα μαγιά, όπως θα έλεγε ο Μακρυγιάννης. Και αυτή η μαγιά ήταν το φιλότιμο (που σήμερα ξεφτίζει σε μαγκιά), ο λόγος τιμής, που σήμερα κοστολογείται σαν υποτιμημένο νόμισμα, η αγάπη για τη γενέθλια γη και η απλότητα στη δίαιτα και στις αισθητικές προτιμήσεις· πρωτίστως, όμως, το απροσκύνητο ήθος. Όλα αυτά συμπυκνώνονται σε μια πολυσήμαντη λέξη: τιμή. Πάντα ο Έλληνας είχε τιμή. Παλαιά ήταν σε όλους γνωστό πως ο Έλληνας, επειδή πάνω απ’ όλα έβαζε αυτήν την τιμή, δεν αγοραζόταν. Τώρα, όμως, αγοράζεται. Η τιμή του κοστολογείται με χρήμα. Και η Ελλάς έγινε «πόλις ωνία». Γι’ αυτό ο τόπος μας ευφημιστικά ή καταχρηστικά ονομάζεται ακόμη Ελλάς. Όταν κάτι πωλείται, μπορεί να έχει στάμπα (made in…), μπορεί να έχει φίρμα· όχι όμως οντότητα. Τουλάχιστον τώρα· «σε τούτα τα χρόνια τα σακάτικα». Όταν θα ξαναβρούμε –ελπίζω σύντομα– τη χαμένη υπερηφάνειά μας, δεν θα χρειάζεται να μιλάμε για ελληνικές αξίες, ελληνική ταυτότητα και «άλλα ηχηρά παρόμοια».
ΥΓ: Από αφηρημάδα ξέχασα να αναφερθώ στα «ελληνικά» κόμματα. Αλλά γι’ αυτά η ελληνικότητα είναι άγνωστη λέξη.


Στέλιος Παπαθεμελής, προέδρος της Δημοκρατικής Αναγέννησης
Ζητούμενο και όχι, δυστυχώς, περιεχόμενο της πολιτικής στρατηγικής η ελληνικότητα
Ούτε ευτυχισμένα ούτε, φευ, αγωνιστικά και ελπιδοφόρα είναι τα χρόνια που ζούμε. Διάχυτη η αίσθηση της παρακμής.
«Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα» (Παλαμάς). Θεσμοί που άντεξαν στο χρόνο κλυδωνίζονται, και γεννούν οι ίδιοι τους κρίση εμπιστοσύνης. Πολιτική τάξη, συνδικάτα, δικαιοσύνη, εκκλησιαστικοί ταγοί δεν εμπνέουν το σεβασμό που ενέπνεαν άλλοτε. Μέσα στη γενική σύγχυση που προκαλεί ο κυρίαρχος μιντιακός, κατακερματισμένος λόγος ο πολίτης έχει καταστεί μόνον παθητικός δέκτης. Αποκλειστικός παραγωγός μηνυμάτων είναι η TV.
Η ελληνικότητα υφίσταται μιαν αδιάκοπη κακοποίηση, τόσο στο εκπαιδευτικό όσο και στο επικοινωνιακό μας σύστημα. Ένα κλίμα κακοφορμισμένου διεθνισμού επικρατεί παντού. Ο Γκάντι ωστόσο έλεγε «κανείς δεν μπορεί να είναι καλός διεθνιστής, αν δεν είναι πρώτα πατριώτης». Ελληνικότητα είναι οι μεγάλες αξίες ζωής που ανέδειξε με τον οικουμενικό του χαρακτήρα ο Ελληνισμός στη μακρά διαδρομή του. Η ελευθερία υπέρτερη από τη ζωή: «ου ποιήσομαι περί πλείονος το ζην της ελευθερίας» (όρκος των Ελλήνων στις Πλαταιές). Η ανδρεία και η δικαιοσύνη ως βιωματικές αρετές: «ου γαρ ειδέναι βουλόμεθα τι εστίν ανδρεία, αλλ’ είναι ανδρείοι, ουδέ τι εστί δικαιοσύνη αλλ’ είναι δίκαιοι» (Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμεια).
Η αλληλεγγύη, η κοινωνική συνοχή, η λεβεντιά, το φιλότιμο, ιδιώνυμες αρετές, μαζί με όλα η Ορθόδοξη αντίληψη της ζωής, έξοχο άθλημα της ζεύξης κλασικής σκέψης και χριστιανικής Αποκάλυψης, είναι τα διαρκέστερα στοιχεία της ελληνικής συνέχειας. Αυτές οι αξίες σφυρηλατούν την αυτογνωσία και την πνευματική ιδιοπροσωπία του λαού μας. Στη σύγχρονη όμως Ελλάδα, η αναφορά σ’ αυτές τις αξίες, οι οποίες συγκροτούν την ταυτότητα του Ελληνισμού, λοιδορείται ως… σκοταδισμός, συντηρητισμός, οπισθοδρόμηση και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Η ταυτότητα της Ελληνικότητας υπονομεύεται διά του εκπαιδευτικού συστήματος, δηλαδή της εκπαιδευτικής πολιτικής των κομμάτων, εξουσίας και μη. Η ανοχή και η χαλαρότητα με την οποία οι ηγεσίες αποδέχονται, καλύπτουν και συγκαλύπτουν όλη αυτή την επιχείρηση αφελληνισμού και αποχριστιανισμού των σχολικών εγχειριδίων, αναγνωστικών, ιστορίας, θρησκευτικών, είναι τρομαχτική. Η περιπέτεια του τελικώς αποσυρθέντος υπό το βάρος μιας γενικής κατακραυγής βιβλίου της ιστορίας της ΣΤ΄ δημοτικού δείχνει τη δυναμική μιας πανίσχυρης συντεχνίας αποδομητιστών οι οποίοι μπορεί να έχασαν μια μάχη, αλλά συνεχίζουν απτόητοι τον πόλεμο – καταγράφουν μάλιστα νίκες αυτή τη στιγμή στην Κύπρο, αν και το επίμαχο βιβλίο είχε προ τριετίας μετά βδελυγμίας απορριφθεί. Δείχνει όμως και τη δυναμική μιας κοινής γνώμης, της κοινωνίας των πολιτών που, αν –και όπου– αποκτά επίγνωση της ισχύος της, την επιβάλλει. Η αποδόμηση έχει μεταστατικές ιδιότητες. Ένα ευρύτερο φάσμα νέων εγχειριδίων ανήκει σήμερα σ’ αυτό το μήκος κύματος. Λείπει απ’ αυτά ό,τι ονομάζεται συναισθηματική ευφυΐα και ήπια ισχύς. Λείπει κυρίως το όραμα και το φρόνημα. Το φρόνημα είναι ο πολλαπλασιαστής της εθνικής ισχύος. Οι αποδομητιστές μισούν το έθνος-κράτος, γιατί αυτό εμπνέει και ενδυναμώνει τον σκληρό ηθικό πυρήνα των νέων παιδιών, την ψυχή τους.
Οι νεοφιλελεύθερες Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά καθώς και η λεγόμενη ανανεωτική Αριστερά, επίσης οι κυρίαρχες κάστες συμφερόντων που διαθέτουν άμεσες προσβάσεις στο μιντιακό σύστημα έχουν ποινικοποιήσει την έννοια της πατρίδας και κακοποιούν την έννοια της πίστεως. Έτσι, η ουσία της ελληνικότητας βάλλεται και υποκαθίσταται από νόθες εκδοχές.
Είναι παράλληλη η επιχείρηση αποδόμησης της ιστορίας με εκείνην της αποδόμησης της εκκλησίας.
Αποδοκιμαστέες περιπτώσεις, όπως αυτή του Βατοπεδίου, με την καναλική υπερβολή τους παρουσιάζονται ως γενικά φαινόμενα, ενώ είναι βέβαιο ότι δεν είναι τέτοια. Η ιστορική χριστιανοσύνη αριθμεί λάθη, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τα εκατομμύρια των ανθρώπων που η εκκλησία έσωσε και σώζει από την απελπισία και την απόγνωση.
Η ελληνικότητα ως αγωνιστική διεκδίκηση των εθνικών μας δικαίων, ως υπεράσπιση της κυπριακής ελευθερίας, των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, του ονόματός μας που σφετερίζεται με την αδρή κάλυψη της Ουάσιγκτον το βορινό προτεκτοράτο, της εθνικής μας ανεξαρτησίας, εξασθενίζει, αν δεν εξουδετερώνεται από μιαν ιδιότυπη κατευναστική στρατηγική που καλλιεργεί στο λαό την ιδέα της ανέξοδης και χωρίς τίμημα ελευθερίας. Δεν υπάρχει όμως ελευθερία χωρίς κόστος. Εφ’ ώ και κορύφωση της ελληνικότητας το «ελευθερία ή θάνατος».
Επιτρέψαμε εσχάτως ως πολιτική τάξη και ως διανόηση την ιστορία μας να την υπαγορεύει το αμερικανικό Πρόγραμμα Κοινής Ιστορίας (Joint History Project) για τους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως και το Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συνδιαλλαγή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (Center for Democracy and Reconcilliation in Southeastern Europe – CDRSEE), του οποίου διετέλεσε πρόεδρος και ο γνωστός μας κ. Νίμιτς, θλιβερή φιγούρα που έχει μπει για τα καλά στην εθνική μας ζωή. Κατά μια περίεργη(;) πάντως σύμπτωση οι ιεροφάντες της αποδόμησης της ιστορικής μας αυτοσυνειδησίας, δηλαδή της ελληνικότητας, είναι ταυτόχρονα υπέρ του Αννάν, του Ταλάτ, των Σκοπίων, της ελληνοτουρκικής φιλίας και άλλων δαιμονίων.
Και χωρίς την επερχόμενη μεγάλη κρίση εμείς ως χώρα είμαστε σε χρόνια κρίση: δημοκρατικό έλλειμμα, στρεβλός ανταγωνισμός, αδρανοποιημένη νέα γενιά, άκρατος κομματισμός, ανεργία, απουσία ελεγκτικών μηχανισμών και άλλα παθήματα χωρίς μαθήματα μας ταλανίζουν.
Μπορούμε να αναστηλώσουμε σήμερα τη χαμένη ελληνικότητα. Να ξαναβρούμε τη γενναιότητα που αναρρίπισε τις ψυχές των αγωνιστών και των ηρώων που μας ελευθέρωσαν. Κάποιοι αρέσκονται να είναι κατήγοροι της πατρίδας επί εθνικισμώ. Κωμικοτραγική εικόνα. Δεν βλέπουν τον σκοπιανό αλυτρωτισμό, τον αδιάκοπο τουρκικό στρατιωτικό εκβιασμό και, αν ακούσουν μια κουβέντα για την ανάγκη εθνικής αξιοπιστίας και αποτρεπτικής στρατηγικής εκ μέρους μας, ξεσπαθώνουν λάβροι κατά του φαντάσματος του «εθνικισμού» και «υπερπατριωτισμού».
Ζούμε στην εποχή του φαίνεσθαι, της παντοδυναμίας των ηλεκτρονικών μέσων, της αγοράς που έχει περιθωριοποιήσει την πολιτική, αλλά και της δεινής κρίσης του αχαλίνωτου καπιταλισμού, που σηματοδοτεί την κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού του.
Νέο σημείο των καιρών η επιστροφή στο κράτος και τον ρυθμιστικό χαρακτήρα του. Στο έθνος-κράτος με τις αρετές της συνοχής, της αλληλεγγύης και της κοινότητας των συμφερόντων. Ελπίδα μέσα από τα ερείπια…
Στην Ελλάδα τα παρακμιακά συμπτώματα, οι μεταλλάξεις, η κάμψη του δικομματισμού δακτυλοδεικτούν αλλαγές. Δεν είναι φυσικά εύκολες. Τα μεγάλα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και οι ποικιλώνυμες συντεχνίες συμφερόντων, χρησιμοποιούν οι μεν, επωφελούνται οι δε από τις υπερσύγχρονες τεχνικές πειθούς, για να κατασκευάσουν εκλογικό σώμα και πολιτικά είδωλα και να μπλοκάρουν για άλλη μια φορά τις εξελίξεις.
Επίκαιρη η σε άλλους, αλλά συναφείς, καιρούς αγωνιώδης κλήση του ποιητή στον ακέραιο Έλληνα:
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη,
πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω,
το στραβό να κάνεις ίσο.
Ν. Γκάτσος
Τότε θα περάσουμε από το «εγώ» στο «εμείς» που τόσο ποθούσε ο Μακρυγιάννης μας.
Γιώργος Κοντογιώργης, Πανεπιστημιακός
1. Η εύκολη και βολική διαπίστωση είναι ότι τα κόμματα δεν έχουν στρατηγική στο ζήτημα της ελληνικότητας. Είναι αφοσιωμένα στην διαχείριση της καθημερινότητας με στόχο τη μακροημέρευσή τους στην πολιτική σκηνή. Άλλωστε για να εντάξουν την ελληνικότητα στη στρατηγική τους πρέπει προηγουμένως να έχουν επεξεργασθεί το περιεχόμενό της. Από πουθενά όμως δεν προκύπτει ότι ο διάλογος αυτός έχει απασχολήσει το κομματικό σύστημα.
Εκτιμώ ότι η άποψη αυτή δεν ευσταθεί. Τα ελληνικά κόμματα έχουν εξ ολοκλήρου εγκολπωθεί την κρατοκεντρική λογική στο ζήτημα αυτό. Στο μέτρο που, στην εποχή μας, το έθνος ενσαρκώνεται από το κράτος, η ελληνικότητα ως ταυτοτική έννοια και ως προγραμματικός λόγος συναρτάται με το γινόμενό του. Αυτομάτως η μέριμνα του πολιτικού προσωπικού εστιάζεται στο κράτος, ενώ την ίδια στιγμή διακινείται η βεβαιότητα της νεοτερικής ιδεολογίας ότι το έθνος είναι μια κατασκευή που καλείται να υπηρετήσει τη νομιμοποιητική βάση του συστήματος του κράτους. Υπό την έννοια αυτή, η αντίληψη που θα διαμορφώσουμε για το περιεχόμενο και περαιτέρω για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ελληνικότητας, δηλαδή για την ταυτοτική σημειολογία του έθνους, θα το αποφασίσει το κράτος, όχι η κοινωνία. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο και ο προγραμματικός λόγος του κράτους για την ελληνικότητα συναρτώνται ευθέως με το συμφέρον του και πιο συγκεκριμένα με το συμφέρον του φορέα του, του πολιτικού προσωπικού. Η τροπή που έλαβε η αντιπαράθεση για το βιβλίο της «ΣΤ Δημοτικού», δεν άφησε να διαφανεί με σαφήνεια ότι επρόκειτο για εγχείρημα του κράτους στο οποίο εκλήθησαν να ανταποκριθούν οι συγγραφείς του.
Η προεπιλογή αυτή, που υποτάσσει την ελληνικότητα στο διατακτικό (στο σύστημα και το συμφέρον) του κράτους, αποτελεί κοινό τόπο όλων των κομμάτων. Το ζήτημα, εντούτοις, δεν τίθεται ως προς την πολιτική υποστασιοποίηση του έθνους, η οποία αποτελεί αυτονόητη συνθήκη, αλλά ως προς το κατά πόσον η αντίληψη της ελληνικότητας που διακινεί το κράτος-έθνος είναι συμβατή με το (προ-ενθοκρατικό) της προηγούμενο ή, ακόμη, εάν συναντάται με την πρόσληψή της από την σύνολη κοινωνία και, σε κάθε περίπτωση, με το συμφέρον της. Διευκρινίζω ευθύς αμέσως ότι όταν αναφέρομαι στο παρελθόν δεν υπαινίσσομαι απλώς τα ιστορικά πεπραγμένα με τα οποία επενδύεται η συνείδηση και το περιεχόμενο της ελληνικότητας. Αναφέρομαι επίσης, θα έλεγα κυρίως, στη συνάφεια του σήμερα με τη γεωγραφία του ελληνισμού και με το πρόταγμα της ελληνικότητας που προϋπήρξε του ελληνικού κράτους-έθνους.
Οι επιστήμες του ελληνικού κράτους-έθνους φρόντισαν να επιλύσουν το ζήτημα αυτό με την υιοθέτηση του εθνοκρατικού επιχειρήματος που υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το νεότερο κράτος και επίσης με την επιλογή της ιστόρησης του έθνους με βάση τα πεπραγμένα του κράτους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η νεοελληνική ιστοριογραφία αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά τον εκτός του κράτους-έθνους ελληνισμό. Αναφέρεται, για παράδειγμα, στην ανυπαρξία της αστικής τάξης στο εσωτερικό του κράτους, αποφεύγει όμως να διασταυρώσει το γεγονός αυτό με το ευρωπαϊκό μέγεθος και την οικουμενική ιδιοσυστασία της ελληνικής αστικής τάξης. Η απόκρυψη της ιστορίας του έθνους ή, αλλιώς, η ιστόρησή του δυνάμει των πεπραγμένων του κράτους, συνδυάζεται με την ενοχοποίηση του προ-εθνοκρατικού παρελθόντος για την μη ανταποκρισιμότητα του τελευταίου στην κοινωνική και εθνική προσδοκία. Το γνωσιολογικό αβαθές του διαβήματος αυτού εξηγεί επίσης τον άκρως επιθετικό τρόπο με τον οποίο οι επιστήμες του κράτους διακινούν τον «εθνικισμό» του ενάντια σε κάθε απόπειρα να καλλιεργηθεί μια ιδέα της ελληνικότητας που θα βασίζεται στην έννοια της κοινωνίας-έθνους.
2. Η εθνοκρατική αυτή προσέγγιση της ελληνικότητας δεν είναι άδολη. Συναρτάται με τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και κράτους, που εγκαθίδρυσε η νεοτερικότητα, και, συγκεκριμένα, με τον ενδείκτη της ελευθερίας που αναγνωρίζεται στο συλλογικό υποκείμενο. Έτσι, κάθε απόκλιση από την εθνοκρατική αντίληψη της ελληνικότητας, που θα συνεπήγετο για παράδειγμα την απόδοση της ευθύνης για την οριοθέτηση του περιεχομένου της στην κοινωνία, καταγράφεται ως απαράδεκτη διότι οδηγεί στην υπονόμευση της αποκλειστικής πολιτικής αρμοδιότητας του κράτους. Εξού και οι πνευματικοί θιασώτες της ιδέας αυτής προειδοποιούν την κοινωνία ότι η χειραφέτησή της –η μη αποδοχή της αρχής της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους ή, αλλιώς, η αξίωσή της να επενδυθεί η ίδια ενμέρει ή ενόλω το πολιτικό σύστημα- θα συνεπήγετο εξορισμού την εξαφάνιση του έθνους. Επισείοντας την απειλή για το έθνος, οι κάτοχοι του κράτους, αναμένουν να υφαρπάσουν τη συναίνεση της κοινωνίας στην πολιτική τους κυριαρχία. Να εγκιβωτίσουν την κοινωνία στην ιδιωτική σφαίρα, ώστε να αποδεχθεί την ιδιότητα του «ανήκειν» στο κράτος ή, αλλιώς, την αποκλειστική νομή της πολιτείας από το κομματικό σύστημα.
Με δεδομένη την παραδοχή αυτή μπορούμε να συγκρατήσουμε δυο ειδικότερες κατευθύνσεις σκέψης για την ελληνικότητα. Η μια, της ρητορικής ελληνικότητας, η οποία πλειοδοτεί σε μια επιλεκτική επίκληση των στοιχείων που συνθέτουν, κατ’αυτήν, το ειδοποιό γνώρισμα του ελληνισμού στην ιστορία και, ιδίως, στη μεγιστοποίηση της εθνικής στόχευσης (των «εθνικών δικαίων» κλπ) στο πλαίσιο του διαλόγου της με την κοινωνία. Και η άλλη, που προκρίνει την απομείωση του βάρους του παρελθόντος στο γινόμενο της ελληνικότητας και την αποστροφή προς τις εκκρεμότητες που ανάγονται σ’αυτήν ή που υποχρεώνουν το νεοελληνικό κράτος να τις διαχειρισθεί. Η αποκοπή της κοινωνίας  από το παρελθόν της συνδυάζεται με την ενοχοποίησή του –και συνάμα της ιδίας- για την «αδυναμία» του κράτους να ανταποκριθεί στην επιχειρησιακή του αποστολή.
Όσο και αν από πρώτη άποψη οι «σχολές» αυτές δείχνουν να διαφέρουν και, μάλιστα, να συγκρούονται, είναι απολύτως συμπληρωματικές. Η μια, σπεύδει να επενδύσει πολιτικά στην κοινωνία, επιλέγοντας τη μεγιστοποίηση της ρητορικής της για το εθνικό διακύβευμα, ενώ είναι ήδη αποφασισμένη να μην επενδύσει σε πολιτικές (σε δυνατότητες, δυνάμεις και πολιτική βούληση) για την επίτευξη του στόχου. Η «σχολή» αυτή, παλαιότερη, χρεώνεται με την αποδόμηση του κοσμοσυστημικού ελληνισμού και την ανασυγκρότησή του στα όρια ενός κράτους, αναντίστοιχου με το διατακτικό της εθνικής ολοκλήρωσης. Η άλλη, σύγχρονη, επιδιώκει να κλείσει οριστικά τις εθνικές/ιστορικές εκκρεμότητες και το προσδόκιμο της κοινωνικής αξίωσης ώστε το συγκριτικό προηγούμενο του έθνους που ενθυλακώνει η κοινωνία να πάψει να παρενοχλεί τη σχέση της με το κράτος. Η πρώτη, χρεώνεται με την απαξίωση των ιστορικών εκκρεμοτήτων (του κυπριακού ή του σκοπιανού κ.α), με την ιδιοποίηση του κράτους και τη διάχυτη εξαχρείωσή του. Η δεύτερη, πιστώνεται το εγχείρημα για τη νομιμοποίηση της εθνοκρατικής ελληνικότητας, και, περαιτέρω, με την απόσυρση του παρελθόντος ως ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, με το κλείσιμο του κεφαλαίου της ιστορικής μνήμης, έτσι ώστε να μην προσφέρονται για σύγκριση με τα πεπραγμένα του κράτους-έθνους.
Ώστε, η συμπληρωματικότητα των στρατηγικών αυτών συναντάται στην κοινή στόχευση που είναι η αποδοχή μιας ιδέας της ελληνικότητας που θα προσιδιάζει στο «μέτρο» του κράτους-έθνους, θα διέρχεται από το «ανήκειν» της κοινωνίας σ’αυτό και θα καθαγιάζει τις επιλογές των νομέων του ή, στην χειρότερη περίπτωση, θα ευθύνει την κοινωνία γι’αυτές.
3. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια βαθιά ανελεύθερη και αντιδημοκρατική στρατηγική στόχευση. Αντί να επιχειρείται η ανταποκρισιμότητα του κράτους με τις προσδοκίες της κοινωνίας, επιδιώκεται η συνθηκολόγηση της κοινωνίας με ένα κράτος κατοχής, που λειτουργεί επιχειρησιακά με γνώμονα κυρίως το συμφέρον των νομέων του. Οίκοθεν νοείται ότι το αίτημα για την ανταποκρισιμότητα του κράτους με το πρόταγμα της κοινωνίας δεν υπαινίσσεται την εγγραφή του σε τροχιά εθνικισμού,  αλλά την απο-ιδιοποίησή του και την εναρμόνιση της αποστολής του με το συμφέρον της κοινωνίας-έθνους. Χρειάζεται, άραγε, να συγκρίνω την επιχειρησιακή ετοιμότητα που επέδειξε η πολιτική ηγεσία την τελευταία στιγμή πριν από τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004, όχι εκ λόγων καθήκοντος αλλά για να μη διασυρθεί, με την παροιμιώδη λειτουργία του προ και μετά από αυτούς; Ή να επικαλεσθώ το κόστος της ιδιοποίησης που, εν προκειμένω, συνεπάγεται η συνάρθρωση της κομματοκρατίας με τις παραφυάδες της διαπλοκής;
Εξίσου ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα των ελγινείων. Η επικέντρωση και, μάλιστα, η εξάντληση του ενδιαφέροντος της πολιτικής του κράτους στο ζήτημα της επιστροφής των ελγινείων υποκρύπτει, πέραν της ιδεολογικής στόχευσης, μια άκρως ενδιαφέρουσα πτυχή της απουσίας κάθε πολιτικής για τον πολιτισμό, σε ό,τι αφορά ειδικότερα στην ιστορική κληρονομιά. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο χάνονται από την αρχαιοκαπηλία αρχαιότητες ισάξιες μιας αρχαίας πόλης, ενώ μεγάλος αριθμός πόλεων παραμένει θαμμένος στο έδαφος. Μια πολιτική πολιτισμού θα έβλεπε το παρελθόν όχι ως δυσβάστακτο και απεχθές βάρος, αλλά ως θεμέλια παραγωγική συνιστώσα του σήμερα. Η οπτική όμως αυτή, προϋποθέτει την ανόρθωση του κράτους στο ύψος του ελληνισμού -της εγγύς ιστορίας και των δυνατοτήτων του σήμερα-, δηλαδή μια ιδέα της ελληνικότητας που να καθυποτάσσει το κράτος-έθνος στο ταυτοτικό διατακτικό της κοινωνίας-έθνους. Και όχι το αντίθετο.
Η επεξεργασία ενός προτάγματος που θα προέκρινε την εθνική ή κοινωνιοκεντρική, αντί της εθνοκρατικής, ελληνικότητας, συνεπάγεται: πρώτον, την ανάκτηση της ιστορίας, ώστε το κράτος και η άρχουσα τάξη να ανασυνδεθούν με την ιδέα της ανθρωποκεντρικής προόδου που διδάσκει το ελληνικό κοσμοσύστημα, και όχι να αγωνιούν να προσομοιάσουν στο μετα-φεουδαλικό κράτος/σύστημα της νεοτερικότητας. Δεύτερον, και ως αποτέλεσμα της ανάκτησης αυτής, την άρση της κρατούσης διχοτομίας μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που κατοχυρώνει την κυρίαρχη αυτονομία του κράτους, έτσι ώστε να συναντηθούν στο πλαίσιο της πολιτείας. Η απόδοση στην κοινωνία ενός ρόλου αντίστοιχου με το ιστορικό της βίωμα, δηλαδή της ιδιότητας του εντολέα, θα επαναφέρει το κράτος (και εννοείται το κομματικό σύστημα) σε τροχιά συνάφειας με το σκοπό του έθνους-κοινωνίας και θα αποκαταστήσει την ανταποκρισιμότητά του με την επιχειρησιακή του διάσταση.
Ώστε, το διακύβευμα, σε ό,τι αφορά στην ιδέα της ελληνικότητας, εστιάζεται στο ζήτημα της μετάβασης από το έθνος του «ανήκειν» στο κυρίαρχο κράτος και, συνακόλουθα, της υπηκόου κοινωνίας,  που λειτουργεί μονοσήμαντα υπέρ της ηγεμονίας της εσωτερικής άρχουσας τάξης και της πλανητικής «ορθοταξίας», στο έθνος της κοινωνίας, το οποίο ενσαρκώνει την έννοια της πολιτειακής ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό, το πολιτισμικό ιδίωμα της ελληνικότητας θα μετακινηθεί από τη λογική της εξωτερικής αναγνωρισιμότητας των μελών της, στην κουλτούρα της αυτονομίας στο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, που προσιδιάζει στον πολιτισμό της ελευθερίας και στη σημειολογία της γλώσσας.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η στρατηγική για την ελληνικότητα των κομμάτων συναντάται στο ζήτημα της χειραγώγησης της κοινωνίας με πρόσημο την πολιτική τους κυριαρχία που διέρχεται από το κράτος/σύστημα.
Η στρατηγική αυτή αξιώνει όπως το έθνος ορίζεται από το κράτος, ιστορείται με γνώμονα τα πεπραγμένα του και υπάρχει προκειμένου να επιτυγχάνει τη συναίνεση της κοινωνίας στην ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος από τους φορείς του. Αν και για τον εξερχόμενο από τη φεουδαρχία ευρωπαϊκό κόσμο η λειτουργία αυτή του έθνους σηματοδότησε μια σημαίνουσα πρόοδο, για τον ελληνικό κόσμο αποτέλεσε την κατακλείδα της οπισθοδρόμησής του. Εξού και η ρήξη που επιδιώκει η στρατηγική της εθνοκρατικής ελληνικότητας με το παρελθόν, αξιολογείται ως πράξη μείζονος συντηρητικής περιχαράκωσης, η οποία επιχειρεί να κρύψει κάτω από το χαλί της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας το προοδευτικό πρόσημο του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κόσμου. Ώστε, η προοδευτική σήμανση της ιδέας του έθνους προϋποθέτει όπως το κράτος θεραπεύει την ελληνικότητα και, κατ’επέκταση, το συλλογικό της υποκείμενο, την κοινωνία, και όχι η ελληνικότητα το κράτος και τους νομείς του.
Ανδρέας Σταλίδης, Αντίβαρο
Η Ελληνικότητα δεν εστιάζεται στον τόπο, αλλά στον τρόπο: είναι ο τρόπος του βίου. Ο υπέρτατος στόχος της συλλογικής συμβίωσης εκδηλώθηκε Αρχαία Ελλάδα με τη συγκρότηση της πόλεως και αποσκοπούσε στον λεγόμενο κατ’ αλήθειαν βίο.

Η πόλις ξεπερνά έναν απλό συνοικισμό, αφού διαθέτει και μεταφυσικό νόημα. Η μετοχή στην πόλιν σημαίνει μετοχή στον λόγο.  Λόγος ονμάζεται ο συσχετισμός  υποκειμένων και αντικειμένων στην παγκόσμια αρμονία. Αυτός ο συσχετισμός παραμένει αναλλοίωτος και άφθαρτος στο χρόνο. Ο λόγος φανερώνει την ύπαρξη: καλεί και γοητεύει τη θέα. Έτσι, το σύμπαν ονομάστηκε κόσμος (κόσμημα). Αλήθεια σημαίνει μη λήθη, μη απόκρυψη, δηλαδή φανέρωση, η οποία έχει το χαρακτηριστικό της αναφορικότητας: συγκροτεί σχέση (κοινωνία). «Καθ΄ ὅ,τι ἃν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δε ἃν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα» γράφει ο Ηράκλειτος. Η ιδιωτεία, δηλαδή η άρνηση ενεργούς ενασχόλησης με τα κοινά δεν θεωρούνταν απλώς υποτιμητική, αλλά ακύρωση του ίδιου του σκοπού της πόλεως. Εκτός από την Εκκλησία του Δήμου, η οντολογία αυτή ήτανε πανταχού παρούσα: στην αρχιτεκτονική, στο θέατρο, στη γλυπτική, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ένας ναός, ένα άγαλμα (αγάλλομαι) προξενεί την αγαλλίαση από τη θέα μίας αθάνατης ιδέας (της ομορφιάς, της δύναμης…).
Κατόπιν έχουμε τη μεγάλη συνάντηση των Ελλήνων με τον Χριστιανισμό, καταλύτης της οποίαs ήταν η καταξίωση της ελληνικής γλώσσας ως κοινής στο μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου. Η γλώσσα, αναπόσπαστο κομμάτι κι αυτό της Ελληνικότητας, είχε προηγουμένως αποτελέσει το όχημα επέκτασης του ελληνικού πολιτισμού κατά τους «Ελληνιστικούς Χρόνους».
Το οντολογικό περιεχόμενο της αλήθειας κατά τη συνάντηση αυτή μεταβάλλεται, όμως ο κεντρικός άξονας παραμένει ο ίδιος: ο κατ’ αλήθειαν τρόπος υπάρξεως, ελεύθερος από τη φθορά και τον θάνατο. Αλήθεια εδώ είναι η φανέρωση του Θεού στην ιστορική παρουσία του Χριστού. Η διπλή φύση (Θεϊκή και ανθρώπινη) του Χριστού δείχνει την ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα φθοράς ή προκαθορισμό της ουσίας του. Έτσι, μπορεί και ο (κτιστός) άνθρωπος να υπάρξει με τον τρόπο του άκτιστου Θεού: να νικήσει τον θάνατο. Αυτό γίνεται με τον εγκεντρισμό του, ως πρόσωπο, στο σώμα της Εκκλησίας. Πυρήνας της είναι το δείπνο της Ευχαριστίας, όπου η πρόσληψη των βασικών είδων τροφής δεν υπηρετεί την αυτοσυντήρηση της ατομικότητας, αλλά την «ομότροπη πρόσβαση στη ζωή των μελών του εκκλησιαστικού σώματος». Η Εκκλησία του Δήμου αναβιώνει στην Ευχαριστιακή Σύναξη.
Η ελληνική μεταφυσική διαφοροποιείται από κάθε άλλη θρησκευτική παράδοση από τον κοινωνιοκεντρικό και όχι ατομοκεντρικό χαρακτήρα της. Η γνώση της αλήθειας δεν είναι ατομικό συλλογιστικό κατόρθωμα. Είναι εμπειρία μετοχής στη δυναμική κοινωνίας σχέσεων.
Έτσι, στη Βυζαντινή κοινότητα κατά παράδοση το σύνολο των πολιτών αποτελούσε το ανώτατο όργανο αυτοδιοίκησης, ενώ υπόχρεοι φόρου δεν ήταν απ’ ευθείας οι πολίτες της αυτοκρατορίας, αλλά οι κοινότητες, οι οποίες όφειλαν να τους κατανείμουν με βάση την αρχή της αλληλεγγύου αποδόσεως. Επίσης, το Ρωμαικό Δίκαιο της αυτοκρατορίας προσαρμόστηκε αντίστοιχα και αναγνώριζε τη νομιμότητα της εφαρμογής του τοπικού ή εθιμικού δικαίου.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η κοινότητα-ενορία διατήρησε την Ελληνικότητα στους αιώνες, με αποτέλεσμα να παραμείνει ζωντανός ο λαϊκός πολιτισμός και η παράδοση των Ελλήνων. Η εξεγερμένη και απελευθερωμένη Ελλάδα όρισε από την αρχή στα Συντάγματά της ότι η Ελληνικότητα είναι πράγματι τρόπος βίου: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες» (Επίδαυρος), καθώς όλοι ανεξαιρέτως οι αγωνιστές της Επανάστασης προέτασσαν το «υπέρ πίστεως» πριν το «υπέρ πατρίδος» (Κολοκοτρώνης). Η εθνική ταυτότητα δεν αναζητήθηκε στην καταγωγή ή στη γλώσσα, αλλά στη θρησκεία, όπως απέδειξε άλλωστε και η Ιστορία: οι τουρκόφωνοι Χριστιανοί εναρμονίζονται με εξαιρετική άνεση στην Ελληνική εθνική συνείδηση, σε αντίθεση με τους Ελληνόφωνους εξισλαμισθέντες. Εξάλλου, και οι μεγαλύτεροι κοινωνιολόγοι (DurkheimWeber) συμφωνούν ότι η θρησκεία αποτελεί την πεμπτουσία της κοινωνίας (Godissocietywritlarge”), και ότι η θρησκεία δεν είναι «ιδιωτική υπόθεση», αλλά όλης της κοινωνίας αφού αποπνέει τον πολιτισμό της, ακόμα και σε όσα μέλη της απέχουν από αυτήν.
Έκτοτε, έχουμε την έναρξη της αλλοτρίωσης, η οποία εδράζεται στην «αερογέφυρα» 2000 ετών που Δυτικοί εφάρμοσαν στους νεοέλληνες. HΑντιβασιλεία του Όθωνα – αφού έβαλλε κατά του μοναχισμού κλείνοντας δια νόμου 412 από τα 563 μοναστήρια – αντέγραψε παντού ξένους θεσμούς αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητες και τις προτεραιότητες του λαού που κυβερνούσε: συγκεντρωτική διοίκηση χωρίς Σύνταγμα, παράλυτη αυτοδιοίκηση, αντιγραφή του Βαυαρικού νομικού πλαισίου και οργάνωση της εκπαίδευσης, εγκαθίδρυση «εθνικής» Εκκλησίας.

Τα σημερινά κόμματα, δυστυχώς δεν φαίνεται να έχουν την παραμικρή ιδέα για όλα αυτά. Ενώ μία «μαγιά» (Μακρυγιάννης) της Ελληνικότητας διατηρείται και η αναζήτηση της αυθεντικής νεοελληνικής ταυτότητας διαπερνά όλους τους χώρους (από τον Παπαδιαμάντη μέχρι τις γενιές του 30 και του 60), όπως αποδεικνύεται περίτρανα στη μεταπολεμική ιστορία από αυτές τις διεργασίες εξαιρείται παντελώς η πολιτική. Ο μεταπρατισμός παράγει πολιτικούς, οι οποίοι ασχολούνται με τα κοινά αποκλειστικά με διαχειριστικό άξονα. Τους ενδιαφέρει το βραχύ ή οι στεγνές εντυπώσεις, χωρίς να αντιλαμβάνονται τι θα μπορούσε να κομίσει η χώρα στη διεθνή σκηνή.

Η νομενκλρατούρα των διανοουμένων οπωσδήποτε αισθάνεται αμήχανη απέναντι στην άποψη του Samuel Huntington ότι «η Ελλάδα αποτελεί Ορθόδοξη ανωμαλία στην Ευρώπη» και ότι «δεν ανήκει στον Δυτικό κόσμο»(!). Χαρακτηριστική του κλίματος είναι μία παλαιά δήλωση Έλληνα πολιτικού που υπηρέτησε από τα δύο κορυφαία αξιώματα: «οι Έλληνες έχουν πολλαπλώς υποδουλωθεί: στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς και στους Τούρκους». Η απάντηση ήρθε αμείλικτη το 2001, όταν ο Πάπας της Ρώμης ζήτησε συγγνώμη από τους Έλληνες για τις Σταυροφορίες, θεωρώντας μας αυτόματα ως άμεσους κληρονόμους του Βυζαντίου.
 Η διάσταση διανόησης-λαού γίνεται ολοένα και πιο φανερή. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι κινείται σε τροχιά να προσεγγίσει ημι-αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά. Μια τέτοια θεώρηση εξηγεί και τον ζωηρό διάλογο στα θέματα που ανέκυψαν τα τελευταία χρόνια (πχ. ταυτότητες). Έτσι, η άρχουσα πολιτικο-ιδεολογική ισορροπία στη σημερινή Ελλάδα θα μπορούσε να θυμίζει τις «νικημένες κοινωνίες», όπου μετά από μακρά περίοδο ξένης επικυριαρχίας και του αντίστοιχου μιμητισμού που ακολουθεί, η ντόπια ελίτ υιοθετεί την παραμοφωμένη εικόνα που έχει επιβάλλει ο κυρίαρχος πολιτισμός – εν προκειμένω η Δύση – για την οικεία κοινωνία, το φαινόμενο δηλαδή που κατά τον Edward Said λαμβάνει χώρα πλέον στις κοινωνίες του Αραβικού κόσμου, και στην ουσία διαιωνίζει τη δυτική ηγεμονία στην περιοχή.

ΕΡΥΘΡΟ ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΣ

Ἐνῷ οἱ Ἕλληνες ἐπιχαίρουμε ἀνεπίγνωστα τὸ ἐκπονηθὲν κυβερνητικὸ σχέδιο γιὰ τὸ κατ' ὄνομα μόνο «προσφυγικὸ» ζήτημα, τὸ ὁποῖο κατ' οὐσίαν ἐπισημοποιεῖ τὴν ἀντεθνικὴ γκετοποίηση τῆς ἐνδοχώρας μὲ ἀπειραρίθμους ἀναφομοίωτους παρανόμους ἰσλαμιστές, προχωροῦν σχεδὸν ἀνεπαίσθητα ἡ δυσφήμιση τῶν θεσμῶν, ἡ ἀπαξίωση τῆς τριτοβαθμίας ἐκπαιδεύσεως καὶ ἡ ἄνδρωση τοῦ ἀντεξουσιαστικοῦ μηχανισμοῦ ἀπὸ τοὺς μπολσεβίκους. Ἡ διανυθεῖσα ἐπέτειος τοῦ Πολυτεχνείου δὲν συνετέλεσε μόνο στὴν ὕπουλη ἀναπαραγωγὴ τοῦ μεταπολιτευτικοῦ μυθεύματος γιὰ τὶς ἑκατόμβες τῶν νεκρῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἀριστερᾶς, ἀλλὰ καθιερώθηκε κι ὡς μία πρώτης τάξεως εὐκαιρία γιὰ ἐπίθεση στὰ στελέχη τῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας, συκοφαντία τοῦ ἀξιώματός τους καὶ σπίλωση τοῦ δημοκράτικοῦ τους φρονήματος.
     Μετὰ τὰ πρόσφατα ἐπεισόδια στὴν ΑΣΟΕΕ οἱ σταλινικοὶ συνεπικουρούμενοι ἀπὸ τὴ συστημικὴ τέταρτη ἐξουσία ὡς διαμορφωτὴ τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως ἔσπευσαν νὰ ἐπιτιμήσουν ὡς δῆθεν ἀστυνομοκρατία τὴ σύννομη ἀποσόβηση ἀπὸ τὰ ΜΑΤ τῆς εἰσβολῆς στὸν σύμφωνα μὲ πρυτανικὴ ἀπόφαση κλειστὸ ἀκαδημαϊκὸ χῶρο μπαχαλάκηδων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ κωμικὸ θράσος τῆς μακρᾶς γκρίζας γενειᾶδός τους διεμαρτυρήθησαν φαρισαϊκῶς γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη στέρησή τους ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς γνώσεως. Δὲν θὰ ὑπερέβαλε κανεὶς μὲ τὴ λογικὴ ἐκτίμηση, ὅτι ἡ ἀπουσία ἐπιχειρησιακῆς ἐπεμβάσεως τῆς Ἐλληνικῆς Ἀστυνομίας ἐκείνη τὴ στιγμὴ θὰ εἶχε ὁδηγήσει σὲ πολυήμερη κατάληψη τοῦ ἱδρύματος ἀπὸ τοὺς ἄπλυτους χαλκοντυμένους κοπρίτες καὶ τὴ μετάτροπή του σὲ «ἀλληλέγγυο» κέντρο φιλοξενίας λαθρομεταναστῶν καὶ τοξικομανῶν. Τὰ κράνη, οἱ μολότωφ, οἱ πολεμικοῦ τύπου ἐξοπλισμοὶ καὶ τὰ στιλιάρια, τὰ ὁποῖα ἐντοπίστηκαν σὲ πανεπιστημιακὲς αἴθουσες, στὰ μάτια τῶν βουλευτῶν τοῦ ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν περισσότερο μὲ ψυχαγωγικὰ ἀντικείμενα ἐφηβικοῦ πάρτυ παρὰ μὲ θανατηφόρα ἐργαλεία ἀσκήσεως παρακρατικοῦ ἀκτιβισμοῦ. Εἶναι στὴ φύση τῆς Ἀριστερᾶς ὡς ἱστορικῆς μήτρας τοῦ νεωτέρου ὁλοκληρωτισμοῦ νὰ ὑποθάλπτει τὴ βία τῶν τρομοκρατῶν ὡς ἰδεολογικῶν πρωτοξαδέρφών της, νὰ συγκαλύπτει τὴν ἐγκληματικότητα τῶν Ἐξαρχείων καὶ νὰ ἐπικροτεῖ τὶς προσβολὲς ἐννόμων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἀπεχθάνεται ἐκ πεποιθήσεως, ὅπως τῆς ἰδιοκτησίας, τῆς ἀσφαλείας καὶ τῆς ἐλευθερίας τῶν νομοταγῶν πολιτῶν.
       Ἡ δικτατορία τοῦ προλεταριάτου στὰ δημόσια Πανεπιστήμια εὐνόησε τὴν ἀνεμπόδιστη ἐκκόλαψη θερμοκηπίων ἀνομίας καὶ ἀξιοποίνων πράξεων ἀπὸ τὶς ἀντεξουσιαστικὲς συλλογικότητες, οἱ ὁποῖες οὐχ ἥκιστα ἔχουν ἐπιβάλει τὸ δικό τους αὐταρχικὸ καθεστὼς στοὺς καθηγητές, τοὺς φοιτητὲς καὶ τὸ διοικητικὸ προσωπικὸ τῶν σχολῶν. Μόλις προχτὲς μουσαφίρηδες ἀναρχικοὶ μὲ ἀέρα δυνάστου καὶ ὕφος τσιφλικᾶ μπούκαραν σὲ γενικὴ συνέλευση τῆς ΑΣΟΕΕ, προπηλάκισαν σπουδαστὲς καὶ ξυλοκόπησαν βαναύσως τοὺς ἀντιδρῶντες στὴν ἀδικαιολόγητη παρουσία τους. Τὰ ΕΑΑΚ, ἡ ΑΡΕΝ καὶ οἱ λοιπὲς ἀριστερὲς παρατάξεις τελοῦν σὲ ἀγαστὴ συνεργασία μὲ τοὺς ἐξωπανεπιστημιακοὺς τρομοκράτες, προκειμένου νὰ ἐκδίδουν αὐθαίρετα ἀποφάσεις ἀπὸ ἀνομιμοποίητες συνελεύσεις, νὰ καταλαμβάνουν ἐκνόμως λαμπρὰ ἀκαδημαϊκὰ κτήρια, νὰ τὰ μεταμορφώνουν ἀπὸ κλασσικὰ ἀριστουργήματα ὑψηλῆς τέχνης σὲ χαβοῦζες καὶ νὰ φιμώνουν μὲ τὴν ταμπέλα τοῦ φασίστα ὅποιον τολμᾷ νὰ ἀρθρώσει μία διαφορετικὴ κρίση πρὸς τὴν τυραννία τῆς φρικτῆς τους μειοψηφίας. Ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν κανονικῶν φοιτητῶν δὲν ἔχει χρόνο γιὰ καφριλίκια, δὲν κοπρίζει μηδενισμὸ καὶ δὲν ξοδεύει ἀλογίστως καὶ ἀσεβῶς τὰ βγαλμένα μὲ ἱδρῶτα λεφτὰ τοῦ πατέρά της, ἀλλὰ μελετᾷ, ἐρευνᾷ καὶ προοδεύει στὴν ἐπιστήμή της ἐπενδύοντας στὴ γνώση γιὰ τὴν ἐπαγγελμάτική της ἀνέλιξη καὶ τὴν κοινώνική της καταξίωση.
     Τὰ συμβεβηκότα τῶν τελευταίων ἡμερῶν ἐντὸς τῶν Πανεπιστημίων ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ ἀσύλου τῆς βίας καὶ τῆς ἀναρχίας, γιὰ τὸ ὁποῖο κομπορημονεύεται ἡ κυβέρνηση, μόνο μὲ νόμο τοῦ κράτους δὲν περιβλήθηκε. Ὁ Πρωθυπουργὸς ἀποπειρᾶται ἀνεπιτυχῶς νὰ ἐφαρμόσει μία ἀτζέντα "law and order" ὡς ἐντυπωσιοθηρικὴ πολιτικὴ κίνηση βιτρίνας γιὰ πάταξη τῆς παρανομίας, ὥστε νὰ συγκρατήσει τὸ δέξιό του ἀκροτήριο, τὸ ὁποῖο βλέπει νὰ τὸν ἐγκαταλείπει, χωρὶς νὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐμπεδώσει οὐσιωδῶς τὸ αἴσθημα ἀσφαλείας. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς νομιμότητος, ὅμως, δὲν ἐπιτυγχάνεται οὔτε μὲ ματσάκια μὲ ἄνηθο, οὔτε μὲ λουκουμόσκονη, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται σκληρὴ καὶ ἀνυποχώρητη καταστολὴ κάθε δολίας ἀποκλίσεως ἀπὸ τὴ συνταγματικὴ ἔννομη τάξη. Ἡ Ἀστυνομία ὡς τὸ ὄργανο ἐκτελέσεως τῆς Δικαιοσύνης, εἶναι ἡ μόνη, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ τὴν ἀκώλυτη ἄσκηση τῶν ἀκαδημαϊκῶν ἐλευθεριῶν καὶ τὴν προστασία τῶν φοιτητῶν ἀπὸ τὸν ἀπολυταρχισμὸ τῆς πανεπιστημιακῆς Ἀριστερᾶς.
                                      Νικολοῦ Ἰ. Πέτρος

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Σαν σήμερα 28 Νοεμβρίου του 1912 πέφτει μαχόμενος ο ήρωας και μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης Λορέντζος Μαβίλης






Ήταν 28 Νοεμβρίου 1912 όταν Λορέντζος Μαβίλης θα χάσει τη ζωή του μαχόμενος στα βουνά της Ηπείρου στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πόλεμου. Σαν σήμερα, λοιπόν, αυτός ο τεράστιος Έλληνας λογοτέχνης θα πέσει μαχόμενος στη μάχη του Δρίσκου. Στην μάχη ο Μαβίλης ηγούταν στο σώμα των Γαριβαλδινών που ήταν Ιταλοί εθελοντές, όπου μαζί με Έλληνες στρατιώτες απώθησαν τους Τούρκους μέχρι την ανατολική όχθη της λίμνης των Ιωαννίνων. Ο Μαβίλης αποτελεί παράδειγμα για όλους μας σήμερα, αφού αν και οικονομικά ευκατάστατος και διανοούμενος της εποχής, προτίμησε να πέσει στα βουνά της σκλαβωμένης Ηπείρου που ζητούσε Ένωση με τη Μάνα Ελλάδα. Την ώρα που η σφαίρα τον τραυμάτισε είπε συγκινημένος: <<Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα είχα την Μεγάλη αυτή τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα>>. Το έργο του Μαβίλη αποτελούμενο από στίχους, πεζά, μεταφράσεις, πολιτικές αγορεύσεις και γράμματα, πηγάζει από τον έξοχο χαρακτήρα του και τις ξεκαθαρισμένες ιδέες του για τον άνθρωπο, το έθνος, τη θρησκεία, την τέχνη, την φιλοσοφία και την ηθική. 






Πατρίδα

Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,
ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη.
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.

 

Στὴν Πατρίδα

Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει.
Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κι οἱ κάμποι,
πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ᾿, οἱ λαγκαδιὲς
στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Ἀφρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρίζ᾿ ἡ λίμνη,
χίλιες πουλιῶν λαλιὲς ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι,
σ᾿ ἄπειρ᾿ ἀστράφτουν χρώματα παντοῦ λογῆς λογῆς
τ᾿ ἀγέρα τὰ πετούμενα τὰ σερπετὰ τῆς γῆς.
Κι αὐτὸς σηκώνει τ᾿ ἀλαφρὰ τῆς καταχνιᾶς μαγνάδι,
κι ἡ κάθε στάλ᾿ ἀπὸ δροσιὰ γυαλίζει σὰν πετράδι,
κάθε ἀχτίδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπὴ
χαρά, ζωὴ καὶ δύναμη κι ἐλπίδα ὅπου κι ἂν μπεῖ.
Φαντάζεις σὰν τὸν ἥλιο σου κι ἐσύ, καλὴ πατρίδα,
καὶ μάγια σὰν τά μάγια σου στὸν κόσμο ἀλλοῦ δὲν εἶδα.
Ἡ γῆ σου εἶναι παράδεισος, κι αἰώνια γαλανὸς
γύρω σου καθρεφτίζεται στὸ πέλαγ᾿ ὁ οὐρανός.
Κι οἱ νύχτες σου μὲ τ᾿ ἄστρα τους, μὲ τὴ γαλάζια πάστρα,
μὲ τ᾿ ἀηδονολαλήματα, τρεμάμενα σὰν τ᾿ ἄστρα,
μὲ τὸ φεγγάρι ποὺ περνᾶ, σὰν τ᾿ ὄνειρο εὐτυχίας
στὴ μέση τῆς ἀπέραντης οὐράνιας ἡσυχίας.
Οἱ νύχτες σου δροσοβολοῦν χιλιόπλουμα λουλούδια
καὶ στῶν παιδιῶν σου τὶς καρδιὲς ἀμάραντα τραγούδια,
σταλάζουνε στὰ σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιᾶς,
ἐλευτεριᾶς ἀγάλλιαση καὶ μίσος τυραννιᾶς.
Μάγεμ᾿ ἀσημούφαντο, φῶς μαργαριταρένιο,
λιώνονται σ᾿ ἕνα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους καὶ δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνᾶ
μέσ᾿ ἀπ᾿ ἀγάπης φαντασιὲς τὰ πλάσματα ξυπνᾶ.
Κι ἀνάμεσα στὰ χρώματ᾿ ἀπὸ χίλια οὐράνια τόξα,
προβαίνει πάλ᾿ ὁ ἥλιος εἰς ὅλη του τὴ δόξα.
Καί, σὰν τοῦ μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
ἕως τὸ χρυσὸ βασίλεμα λάμπει στὸν οὐρανό.
Ἑλλάς, τὸ μεγαλεῖο σου βασίλεμα δὲν ἔχει,
καὶ δίχως γνέφια τοὺς καιροὺς ἡ δόξα σου διατρέχει.
Ὅσες φορὲς ὁ ἥλιος σου νὰ σὲ φωτίσει ἐρθεῖ,
θὲ νὰ σὲ βρεῖ πεντάμορφη, στεφανωμένη ὀρθή.

~Λορέντζος Μαβίλης

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Η ΕΟΝ στην 77η επετειακή εκδήλωση μνήμης της Μάχης του Γοργοποτάμου



Την Κυριακή στις 24/11/2019 κλιμάκιο της Ελληνικής Ορθόδοξης Νεολαίας-ΕΟΝ παρευρέθηκε στην 77η επετειακή εκδήλωση μνήμης της Μάχης του Γοργοποτάμου και κατέθεσε μετά δέους και συγκινήσεως στεφάνι στο ιστορικό σημείο του μνημείου προς τιμήν των ηρώων αγωνιστών της Ενωμένης Εθνικής μας Αντιστάσεως και δη των ανταρτών του ΕΔΕΣ του Εθνικόφρονος Στρατηγού Ναπολέοντος Ζέρβα, χωρίς την καθοριστική συμβολή του οποίου δεν θα είχε πραγματοποιηθεί η ανατίναξη της περιώνυμης γέφυρας, μία από τις μεγαλύτερες πράξεις δολιοφθοράς στις Δυνάμεις του Άξονος κατά τη διάρκεια της κατοχής στις 25 Νοεμβρίου του 1942!
 



#ΔΟΞΑ_Κ_ΤΙΜΗ_ΣΤΗΝ_ΕΘΝΙΚΗ_ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
#ΕΟΝ 🇬🇷🇬🇷🇬🇷
#ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ_ΔΥΝΑΜΗ_ΕΥΘΥΝΗΣ 🇬🇷


ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟΥΣ ΑΘΕΟΥΣ ΙΕΡΟΣΥΛΟΥΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ!







ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟΥΣ ΑΘΕΟΥΣ ΙΕΡΟΣΥΛΟΥΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ!

Ως Ελληνική Ορθόδοξη Νεολαία-ΕΟΝ καταδικάζουμε ευθέως, κατηγορηματικώς και μετά βδελυγμίας την αήθη επίθεση με λάδια και πέτρες ασεβών απίστων στο Επισκοπείο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και εκφράζουμε την αμέριστη συμπραράστασή μας στο πρόσωπο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Σεραφείμ, ο οποίος στέκεται ακλόνητος φρουρός των ιερών και των οσίων της Ορθοδόξου Πίστεως και αταλάντευτος κήρυκας της εν Χριστώ Αληθείας και των Εθνικών μας δικαίων! Η αδίστακτη στοχοποίηση του συγκεκριμένου Αγίου Δεσπότου κάθε άλλο παρά τυχαία δύναται να χαρακτηριστεί! Ο Άγιος Πειραιώς μέσα από τον θερμό αγωνιστικό και ποιμενικό του λόγο πολεμά καθημερινά τις δυνάμεις του οικουμενισμού και της παγκοσμιοποίησης, υπερασπίζεται την πληγείσα κοινή λογική και αφυπνίζει το πλήρωμά του ακονίζοντας τις άμυνές του ενάντια στον αφελληνισμό και την αποχριστιανοποίηση της Πατρίδός μας! Η μαχητική εναντίωση του στην προδοσία των Πρεσπών, τα παρά φύσιν σύμφωνα συμβίωσης της ντροπής και η ξεκάθαρη πατριωτική τοποθέτησή του στα μείζονα Εθνικά θέματα τον αναδεικνύνουν δικαίως ως μία από τις εμβληματικότερες μορφές σύγχρονης αντινεοταξίτικης Αντίστασης! Στόχος όλων των νεολαίων, οι οποίοι εμφορούνται από αγάπη για την Ελλάδα και την Ορθοδοξία, συνιστά η συμπαράταξή μας στο πλευρό του Σεβασβιωτάτου και η πύκνωση των προμαχώνων του Εθνικού αγώνος, για να αναχαιτίσουμε τον ισλαμικό εποικισμό, να νικήσουμε την αναρχική τρομοκρατία και να επιστρέψουμε τη γή των πατέρών μας στους φυσικούς ιδιοκτήτές της, την κοινωνική πλειοψηφία των νοικοκυραίων, οι οποίοι ζούν και πορεύονται μέσα στην Εκκλησία!

#ΕΟΝ 🇬🇷🇬🇷🇬🇷

ΑΓΙΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ: ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΔΟΥΛΟΥ ΓΕΝΟΥΣ




Στόν χειμαζόμενο από την τουρκική κατάκτηση Ελληνισμό έστειλε η Θεία Πρόνοια μία μεγάλη μορφή κατά τον 16οαιώνα. Πρόκειται για τον Άγιο Δαμασκηνό Στουδίτη, τον οποίο η Εκκλησία μας τιμά στις 27 Νοεμβρίου. Κληρικός, λόγιος, μαχητικός Ορθόδοξος, συγγραφεύς θαυμαστών βιβλίων, σοφός, σεμνός και ασκητικός, ο Δαμασκηνός υπήρξε άριστος Ποιμενάρχης στις δύο Επισκοπές όπου τον απέστειλε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πρώτα στην Επισκοπή Λητής και Ρεντίνης (σημερινή Μητρόπολη Λαγκαδά) και στη συνέχεια στην Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης, όπως ονομαζόταν τότε.
Ο Δαμασκηνός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη μάλλον το 1520. Σπόυδασε στην Κωνσταντινούπολη και είχε δάσκαλο τον διάσημο στην εποχή του Θεοφάνη Ελεαβούλκο Νοταρά. Συνδέθηκε με την ιστορική Μονή Στουδίου, γι’ αυτό και ονομάσθηκε Στουδίτης. Συνεργάσθηκε στενά με σπουδαίους Πατριάρχες όπως ο Μητροφάνης, ο Ιωάσαφ Β΄ ο Μεγαλοπρεπής και ο Ιερεμίας ο Τρανός. Εξελέγη Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης το1560 και η χειροτονία του έγινε στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα στον γνωστό Ναό της Ροτόντας, σήμερα Ναό του Αγίου Γεωργίου. Λόγω της Τουρκοκρατίας ο Μητροπολιτικός Ναός της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης είχε μετατραπεί σε τζαμί και για ένα διάστημα ως Μητροπολιτικός Ναός εχρησίμευσε η Ροτόντα, γνωστή ως Ναός των Αρχαγγέλων.
Ένεκα του κύρους του απέκτησε και τον τίτλο: Πρόεδρος Πολυανής (δηλαδή του σημερινού Κιλκίς). Λόγω της παιδείας του εστάλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία και Λευκορωσία) για να στηρίξει το Ορθόδοξο ποίμνιο απέναντι στην προπαγάνδα των Παπικών, οι οποίοι υπεστηρίζοντο από τους Λιθουανούς κατακτητές. Επίσης λόγω του θαυμασμού, που έτρεφαν πολλοί προς τις γνώσεις του, εκλήθη να μετάσχει στη επιτροπή διαλόγου με τους Λουθηρανούς θεολόγους του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης, οι οποίοι είχαν συντάξει την «Αυγουστιαία Ομολογία».
Το 1573 ο Δαμασκηνός ονομάζεται Πρόεδρος Επισκοπής Δημονίκου και Ελασσώνος και διαμένει για μικρό διάστημα στη Μονή Ολυμπιωτίσσης κοντά στην Ελασσώνα.
Το 1574 προάγεται σε ανώτερη θέση. Η Λητή ήταν Επισκοπή υπό τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Τώρα αποστέλλεται στην Άρτα, έδρα Μητροπολίτου με μεγάλη έκταση. Ο Ναυπάκτου και Άρτης εποίμαινε επί Τουρκοκρατίας τρεις σημερινούς Νομούς: Άρτης, Πρεβέζης και Αιτωλοακαρνανίας. Εκεί εκοιμήθη το έτος 1577. Ο Ακαρνάν λόγιος Συμεών Καβάσιλας έγραψε το ακόλουθο επίγραμμα, για να επαινέσει την αρχαιοελληνική παιδεία και το ήθος του Δαμασκηνού:
«Τὸν πάρος εἴκελον Ἀθανάτοις γράψαντα τάδ’ ἄνδρα,
Φεῦ κόνις Αἰτωλῶν κρύψεν ἄδηλον ἅλις,
Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών,
Ὅς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν.
Εἰς τὸν σοφώτατον Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης Κύριον Δαμασκηνὸν καὶ τὴν αὐτοῦ βίβλον».
Δηλαδή: «Τον όμοιο με τους Αθάνατους άνδρα που έγραψε αυτά (τα έργα),
Αλλίμονο, το χώμα των Αιτωλών έκρυψε αρκετά, ώστε να μη φαίνεται,
κακή στιγμή έφερε φθορά στη σοφία των Ελλήνων,
Αυτός δε άφησε ορφανούς όλους τους φιλέλληνες.
Στο σοφώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης Κύριον Δαμασκηνόν και τα βιβλία του».
Βλέπουμε ότι ο Συμεών επαινεί τον Δαμασκηνό ως φορέα της σοφίας των Ελλήνων, γεγονός που αποδεικνύει ότι κατά την περίοδο εκείνη δεν έπαυσε να χρησιμοποιείται το όνομα Έλλην παράλληλα με τα ονόματα Ρωμηός και Γραικός.
Για τη μεγάλη του προσφορά και την αγία ζωή του Δαμασκηνού, το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 2013, με τις ενέργειες του Μητροπολίτου Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης κ. Ιωάννου, τον ανεκήρυξε Άγιο και όρισε να εορτάζεται κάθε χρόνο στις 27 Νοεμβρίου.
Ο Δαμασκηνός υπήρξε πραγματικός δάσκαλος του υποδούλου Γένους. Ο 16ος αιώνας ήταν μία σκοτεινή περίοδος με διώξεις των Χριστιανών από τους Οθωμανούς δυνάστες, εξισλαμισμούς, ταπεινώσεις, απαγορεύσεις και άλλα δεινά. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αγωνίσθηκε να διατηρήσει όχι μόνον την Πίστη, αλλά και τη γλώσσα και την εθνική ταυτότητα. Όποιος εξισλαμιζόταν, έλεγαν ότι τούρκεψε. Με απλά λόγια: Όποιος χανόταν για την Ορθοδοξία χανόταν και για τον Ελληνισμό. Ο Δαμασκηνός είχε πλήρη συνείδηση των δυσκολιών και των ευθυνών. Έδωσε βάρος στη Χριστιανική και στην ελληνοπρεπή παιδεία.
Για τη στήριξη της Πίστης έγραψε το 1558 «Ακολουθία και Εγκώμιον εις τον Νεομάρυρα Νκόλαον». Άλλωστε είχε και συγγένεια με έναν άλλο Νεομάρτυρα, τον Δαμιανό από το Μυρίχοβο Καρδίτσης. Έγραψε επίσης στίχους μιμούμενος το δακτυλικό εξάμετρο του Ομήρου. Είχε γνώσεις περί των φυσικών επιστημών, όπως φαίνεται στο έργο του: «Προγνωστικά σημεία περί βροχής, ανέμου, εκ των αστέρων και της σελήνης, εκ διαφόρων ποιητών και διδασκάλων, ποίημα κυρού Δαμασκηνού, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άρτης.
Το πιο διάσημο και πολυδιαβασμένο έργο του εγράφη όταν ο Δαμασκηνός ήταν απλός υποδιάκονος. Έχει τον τίτλο: «Θησαυρός Δαμασκηνού του υποδιακόνου και Στουδίτου του Θεσσαλονικέως, μετά της προσθήκης εν τω τέλει και ετέρων επτά λόγων ψυχωφελετάτων και της εξηγήσεως του Πάτερ ημών». Το βιβλίο πειέχει 36 αγιολογικούς, πανηγυρικούς και ηθικούς λόγους, γραμμένους σε γλώσσα κατανοητή από τον απλό λαό. Ο Θησαυρός μεταφράσθηκε σε όλες σχεδόν τις γλώσσες των Βαλκανίων και ωφέλησε τα μέγιστα τους Ορθοδόξους, οι οποίοι έπρεπε να σταθούν όρθιοι απέναντι στο καταπιεστικό Οθωμανικο Ισλάμ και στις προπαγάνδες των Δυτικών Χριστιανών.
Η μνήμη του Αγίου Δαμασκηνού Στουδίτου τιμάται πανηγυρικώς στις δύο Μητροπόλεις, τις οποίες εποίμανε: Στη σημερινή Μητρόπολη Λαγακαδά, Λητής και Ρεντίνης και στη Μητρόπολη Άρτης. Προσευχόμαστε να έχουμε την ευλογία του!

Κωνσταντίνος Χολέβας – Πολιτικός Επιστήμων
Άρθρο στην εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ 27.11.2019