Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ (ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, ΚΑΡΓΑΚΟΣ, ΚΛΠ)

Είναι γεγονός πως πλέον τα πολιτικά στρατόπεδα που έχουν διαμορφωθεί είναι δύο: οι υπερασπιστές της ταυτότητας από την μία, οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης από την άλλη. Όσοι προωθούν την ελληνικότητα έρχονται αντιμέτωποι με τους διεθνιστές που επιχειρούν να την διαγράψουν από το  συλλογικό γίγνεσθαι. Σε τι συνίσταται, όμως, τελικά η ελληνικότητα. Αλλά και ποια θέση κρατούν απέναντί της τα σύγχρονα μεταπολιτευτικά κόμματα και η Γ' ελληνική δημοκρατία που αυτά εκπροσωπούν;

Ακολουθούν κάποιες απόψεις πάνω στο θέμα όπως εκφράστηκαν σε αφιέρωμα του περιοδικού MONTHLY REVIEW το 2009.
Η ομάδα μας επέλεξε αποσπάσματα που άπτονται των θέσεων μας πάνω στο ζήτημα.



Σαράντος Ι. Καργάκος, ιστορικός-συγγραφέας
«Ελληνικές αξίες» και άλλα ηχηρά παρόμοια…
Πάνε –φευ!– πάνω από 30 χρόνια, όταν, για να παραλάβω έναν φίλο, εισήλθα στο «λαβύρινθο» του Παλαιού Ψυχικού με το αυτοκίνητό μου. Όπως ήταν φυσικό, για να κινηθώ ευχερώς, έκανα τη σχετική παράβαση, οπότε έπεσα στα δίχτυα καραδοκούντος τροχονόμου. «Την άδειά σας», μου είπε ευγενώς. Εκοίταξα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Χαρτιά πνιγμός, άδεια ουδαμώς. «Δεν έχω», είπα αμήχανος. «Τότε την ταυτότητά σας». Απολύτως βέβαιος περί αυτού, αποκρίθηκα: «Δεν έχω». Και τότε ο αστυνομικός απορημένος: «Τότε, τι έχετε;» – «Το λόγο της τιμής μου», αποκρίθηκα ευθαρσώς. Ο αστυνόμος έμεινε άναυδος: «Αυτή, τι να την κάνω;» Οπότε συγκαταβατικά τον ενθάρρυνα: «Πιστεύετε ότι θα βγάλω αυτά τα παλιόχαρτα πάνω από το λόγο της τιμής μου;» Κι ο αστυνόμος μ’ άφησε να φύγω ψελλίζοντας: «Τουλάχιστον, μην το ξανακάνετε…».
Σε αυτό συμμορφώθηκα. Είναι αμφίβολο αν ξαναμπήκα στο Παλαιό Ψυχικό πάνω από τρεις φορές, κι αυτές με ταξί. Διότι είναι ματαιοπονία το να μπεις, όταν θέλεις να βγεις, όσο μάταιος κόπος είναι και το να αναζητάς την αναζητούμενη από τη «γενιά του ’30» και μετά περιβόητη ελληνική ταυτότητα. Γιατί απλούστατα τέτοια ταυτότητα δεν υπάρχει. Κι εννοώ ταυτότητα που να δίνει στους Έλληνες κάποιο στοιχείο ομοιότητας. Ας πάρουμε τους ήρωες των ομηρικών επών που οι Έλληνες όλων των εποχών θεωρούν προπάτορες: από τον Αλέξανδρο ως τον Κεφαλλονίτη Κωνσταντίνο Γεράκη που έγινε αντιβασιλιάς του Σιάμ. Αν όντως έπρεπε να υπάρξει κάτι κοινό σε αυτούς, αυτό λέγεται αλλά δεν δείχνεται. Είναι η φράση του Ατρείδη «αιδώς, Αργείοι». Η αιδώς, μια πολυσήμαντη έννοια, που είχε θεοποιηθεί, ήταν ένα συστατικό του Έλληνα των καλών του στιγμών.
Ωστόσο, τα συστατικά της ελληνικής ιδιομορφίας που είναι πολλά και ανά τους αιώνες ποικίλα, συνθέτουν μιαν ιδιοπροσωπία, αλλ’ όχι ταυτότητα. Οι Έλληνες υπήρξαν λαός της ετεροπροσωπίας και όχι της ταυτοπροσωπίας. Από την άποψη αυτή μοιάζουν με τον Πρωτέα, τον μυθικό θεό της αιγυπτιακής θάλασσας που προέκτασή του ήταν ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Ποιος, μετά από τόσες έρευνες, βρήκε την «ταυτότητα» του ποιητή; Αν πω ότι μέσα στην Ιλιάδα διαφαίνεται ως κύριο συστατικό των Ελλήνων η ανδρεία, ξέρω πως θα στεναχωρήσω κάποιους, επειδή θα προσθέσω ότι, κατά τον Όμηρο, ανδρειότερος πάντων είναι ο Έκτωρ και από το δικό του «έρκος οδόντων» εξέρχεται η μνημειώδης φράση: «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης».
Ας μην κάνω το γνωστό λογοπαίγνιο. Θα προσθέσω μόνο ότι αυτοί που λέγονται σήμερα Έλληνες δεν έζησαν μιαν ομαλή ιστορική ζωή, όπως άλλοι λαοί. Η πορεία τους στο χρόνο ήταν τραγική. Πέρασαν πάνω τους σαράντα βαρβαρικά κύματα. Έμεινε, όμως, κάτι μέσα τους σα μαγιά, όπως θα έλεγε ο Μακρυγιάννης. Και αυτή η μαγιά ήταν το φιλότιμο (που σήμερα ξεφτίζει σε μαγκιά), ο λόγος τιμής, που σήμερα κοστολογείται σαν υποτιμημένο νόμισμα, η αγάπη για τη γενέθλια γη και η απλότητα στη δίαιτα και στις αισθητικές προτιμήσεις· πρωτίστως, όμως, το απροσκύνητο ήθος. Όλα αυτά συμπυκνώνονται σε μια πολυσήμαντη λέξη: τιμή. Πάντα ο Έλληνας είχε τιμή. Παλαιά ήταν σε όλους γνωστό πως ο Έλληνας, επειδή πάνω απ’ όλα έβαζε αυτήν την τιμή, δεν αγοραζόταν. Τώρα, όμως, αγοράζεται. Η τιμή του κοστολογείται με χρήμα. Και η Ελλάς έγινε «πόλις ωνία». Γι’ αυτό ο τόπος μας ευφημιστικά ή καταχρηστικά ονομάζεται ακόμη Ελλάς. Όταν κάτι πωλείται, μπορεί να έχει στάμπα (made in…), μπορεί να έχει φίρμα· όχι όμως οντότητα. Τουλάχιστον τώρα· «σε τούτα τα χρόνια τα σακάτικα». Όταν θα ξαναβρούμε –ελπίζω σύντομα– τη χαμένη υπερηφάνειά μας, δεν θα χρειάζεται να μιλάμε για ελληνικές αξίες, ελληνική ταυτότητα και «άλλα ηχηρά παρόμοια».
ΥΓ: Από αφηρημάδα ξέχασα να αναφερθώ στα «ελληνικά» κόμματα. Αλλά γι’ αυτά η ελληνικότητα είναι άγνωστη λέξη.


Στέλιος Παπαθεμελής, προέδρος της Δημοκρατικής Αναγέννησης
Ζητούμενο και όχι, δυστυχώς, περιεχόμενο της πολιτικής στρατηγικής η ελληνικότητα
Ούτε ευτυχισμένα ούτε, φευ, αγωνιστικά και ελπιδοφόρα είναι τα χρόνια που ζούμε. Διάχυτη η αίσθηση της παρακμής.
«Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα» (Παλαμάς). Θεσμοί που άντεξαν στο χρόνο κλυδωνίζονται, και γεννούν οι ίδιοι τους κρίση εμπιστοσύνης. Πολιτική τάξη, συνδικάτα, δικαιοσύνη, εκκλησιαστικοί ταγοί δεν εμπνέουν το σεβασμό που ενέπνεαν άλλοτε. Μέσα στη γενική σύγχυση που προκαλεί ο κυρίαρχος μιντιακός, κατακερματισμένος λόγος ο πολίτης έχει καταστεί μόνον παθητικός δέκτης. Αποκλειστικός παραγωγός μηνυμάτων είναι η TV.
Η ελληνικότητα υφίσταται μιαν αδιάκοπη κακοποίηση, τόσο στο εκπαιδευτικό όσο και στο επικοινωνιακό μας σύστημα. Ένα κλίμα κακοφορμισμένου διεθνισμού επικρατεί παντού. Ο Γκάντι ωστόσο έλεγε «κανείς δεν μπορεί να είναι καλός διεθνιστής, αν δεν είναι πρώτα πατριώτης». Ελληνικότητα είναι οι μεγάλες αξίες ζωής που ανέδειξε με τον οικουμενικό του χαρακτήρα ο Ελληνισμός στη μακρά διαδρομή του. Η ελευθερία υπέρτερη από τη ζωή: «ου ποιήσομαι περί πλείονος το ζην της ελευθερίας» (όρκος των Ελλήνων στις Πλαταιές). Η ανδρεία και η δικαιοσύνη ως βιωματικές αρετές: «ου γαρ ειδέναι βουλόμεθα τι εστίν ανδρεία, αλλ’ είναι ανδρείοι, ουδέ τι εστί δικαιοσύνη αλλ’ είναι δίκαιοι» (Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμεια).
Η αλληλεγγύη, η κοινωνική συνοχή, η λεβεντιά, το φιλότιμο, ιδιώνυμες αρετές, μαζί με όλα η Ορθόδοξη αντίληψη της ζωής, έξοχο άθλημα της ζεύξης κλασικής σκέψης και χριστιανικής Αποκάλυψης, είναι τα διαρκέστερα στοιχεία της ελληνικής συνέχειας. Αυτές οι αξίες σφυρηλατούν την αυτογνωσία και την πνευματική ιδιοπροσωπία του λαού μας. Στη σύγχρονη όμως Ελλάδα, η αναφορά σ’ αυτές τις αξίες, οι οποίες συγκροτούν την ταυτότητα του Ελληνισμού, λοιδορείται ως… σκοταδισμός, συντηρητισμός, οπισθοδρόμηση και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Η ταυτότητα της Ελληνικότητας υπονομεύεται διά του εκπαιδευτικού συστήματος, δηλαδή της εκπαιδευτικής πολιτικής των κομμάτων, εξουσίας και μη. Η ανοχή και η χαλαρότητα με την οποία οι ηγεσίες αποδέχονται, καλύπτουν και συγκαλύπτουν όλη αυτή την επιχείρηση αφελληνισμού και αποχριστιανισμού των σχολικών εγχειριδίων, αναγνωστικών, ιστορίας, θρησκευτικών, είναι τρομαχτική. Η περιπέτεια του τελικώς αποσυρθέντος υπό το βάρος μιας γενικής κατακραυγής βιβλίου της ιστορίας της ΣΤ΄ δημοτικού δείχνει τη δυναμική μιας πανίσχυρης συντεχνίας αποδομητιστών οι οποίοι μπορεί να έχασαν μια μάχη, αλλά συνεχίζουν απτόητοι τον πόλεμο – καταγράφουν μάλιστα νίκες αυτή τη στιγμή στην Κύπρο, αν και το επίμαχο βιβλίο είχε προ τριετίας μετά βδελυγμίας απορριφθεί. Δείχνει όμως και τη δυναμική μιας κοινής γνώμης, της κοινωνίας των πολιτών που, αν –και όπου– αποκτά επίγνωση της ισχύος της, την επιβάλλει. Η αποδόμηση έχει μεταστατικές ιδιότητες. Ένα ευρύτερο φάσμα νέων εγχειριδίων ανήκει σήμερα σ’ αυτό το μήκος κύματος. Λείπει απ’ αυτά ό,τι ονομάζεται συναισθηματική ευφυΐα και ήπια ισχύς. Λείπει κυρίως το όραμα και το φρόνημα. Το φρόνημα είναι ο πολλαπλασιαστής της εθνικής ισχύος. Οι αποδομητιστές μισούν το έθνος-κράτος, γιατί αυτό εμπνέει και ενδυναμώνει τον σκληρό ηθικό πυρήνα των νέων παιδιών, την ψυχή τους.
Οι νεοφιλελεύθερες Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά καθώς και η λεγόμενη ανανεωτική Αριστερά, επίσης οι κυρίαρχες κάστες συμφερόντων που διαθέτουν άμεσες προσβάσεις στο μιντιακό σύστημα έχουν ποινικοποιήσει την έννοια της πατρίδας και κακοποιούν την έννοια της πίστεως. Έτσι, η ουσία της ελληνικότητας βάλλεται και υποκαθίσταται από νόθες εκδοχές.
Είναι παράλληλη η επιχείρηση αποδόμησης της ιστορίας με εκείνην της αποδόμησης της εκκλησίας.
Αποδοκιμαστέες περιπτώσεις, όπως αυτή του Βατοπεδίου, με την καναλική υπερβολή τους παρουσιάζονται ως γενικά φαινόμενα, ενώ είναι βέβαιο ότι δεν είναι τέτοια. Η ιστορική χριστιανοσύνη αριθμεί λάθη, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τα εκατομμύρια των ανθρώπων που η εκκλησία έσωσε και σώζει από την απελπισία και την απόγνωση.
Η ελληνικότητα ως αγωνιστική διεκδίκηση των εθνικών μας δικαίων, ως υπεράσπιση της κυπριακής ελευθερίας, των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, του ονόματός μας που σφετερίζεται με την αδρή κάλυψη της Ουάσιγκτον το βορινό προτεκτοράτο, της εθνικής μας ανεξαρτησίας, εξασθενίζει, αν δεν εξουδετερώνεται από μιαν ιδιότυπη κατευναστική στρατηγική που καλλιεργεί στο λαό την ιδέα της ανέξοδης και χωρίς τίμημα ελευθερίας. Δεν υπάρχει όμως ελευθερία χωρίς κόστος. Εφ’ ώ και κορύφωση της ελληνικότητας το «ελευθερία ή θάνατος».
Επιτρέψαμε εσχάτως ως πολιτική τάξη και ως διανόηση την ιστορία μας να την υπαγορεύει το αμερικανικό Πρόγραμμα Κοινής Ιστορίας (Joint History Project) για τους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως και το Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συνδιαλλαγή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (Center for Democracy and Reconcilliation in Southeastern Europe – CDRSEE), του οποίου διετέλεσε πρόεδρος και ο γνωστός μας κ. Νίμιτς, θλιβερή φιγούρα που έχει μπει για τα καλά στην εθνική μας ζωή. Κατά μια περίεργη(;) πάντως σύμπτωση οι ιεροφάντες της αποδόμησης της ιστορικής μας αυτοσυνειδησίας, δηλαδή της ελληνικότητας, είναι ταυτόχρονα υπέρ του Αννάν, του Ταλάτ, των Σκοπίων, της ελληνοτουρκικής φιλίας και άλλων δαιμονίων.
Και χωρίς την επερχόμενη μεγάλη κρίση εμείς ως χώρα είμαστε σε χρόνια κρίση: δημοκρατικό έλλειμμα, στρεβλός ανταγωνισμός, αδρανοποιημένη νέα γενιά, άκρατος κομματισμός, ανεργία, απουσία ελεγκτικών μηχανισμών και άλλα παθήματα χωρίς μαθήματα μας ταλανίζουν.
Μπορούμε να αναστηλώσουμε σήμερα τη χαμένη ελληνικότητα. Να ξαναβρούμε τη γενναιότητα που αναρρίπισε τις ψυχές των αγωνιστών και των ηρώων που μας ελευθέρωσαν. Κάποιοι αρέσκονται να είναι κατήγοροι της πατρίδας επί εθνικισμώ. Κωμικοτραγική εικόνα. Δεν βλέπουν τον σκοπιανό αλυτρωτισμό, τον αδιάκοπο τουρκικό στρατιωτικό εκβιασμό και, αν ακούσουν μια κουβέντα για την ανάγκη εθνικής αξιοπιστίας και αποτρεπτικής στρατηγικής εκ μέρους μας, ξεσπαθώνουν λάβροι κατά του φαντάσματος του «εθνικισμού» και «υπερπατριωτισμού».
Ζούμε στην εποχή του φαίνεσθαι, της παντοδυναμίας των ηλεκτρονικών μέσων, της αγοράς που έχει περιθωριοποιήσει την πολιτική, αλλά και της δεινής κρίσης του αχαλίνωτου καπιταλισμού, που σηματοδοτεί την κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού του.
Νέο σημείο των καιρών η επιστροφή στο κράτος και τον ρυθμιστικό χαρακτήρα του. Στο έθνος-κράτος με τις αρετές της συνοχής, της αλληλεγγύης και της κοινότητας των συμφερόντων. Ελπίδα μέσα από τα ερείπια…
Στην Ελλάδα τα παρακμιακά συμπτώματα, οι μεταλλάξεις, η κάμψη του δικομματισμού δακτυλοδεικτούν αλλαγές. Δεν είναι φυσικά εύκολες. Τα μεγάλα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και οι ποικιλώνυμες συντεχνίες συμφερόντων, χρησιμοποιούν οι μεν, επωφελούνται οι δε από τις υπερσύγχρονες τεχνικές πειθούς, για να κατασκευάσουν εκλογικό σώμα και πολιτικά είδωλα και να μπλοκάρουν για άλλη μια φορά τις εξελίξεις.
Επίκαιρη η σε άλλους, αλλά συναφείς, καιρούς αγωνιώδης κλήση του ποιητή στον ακέραιο Έλληνα:
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη,
πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω,
το στραβό να κάνεις ίσο.
Ν. Γκάτσος
Τότε θα περάσουμε από το «εγώ» στο «εμείς» που τόσο ποθούσε ο Μακρυγιάννης μας.
Γιώργος Κοντογιώργης, Πανεπιστημιακός
1. Η εύκολη και βολική διαπίστωση είναι ότι τα κόμματα δεν έχουν στρατηγική στο ζήτημα της ελληνικότητας. Είναι αφοσιωμένα στην διαχείριση της καθημερινότητας με στόχο τη μακροημέρευσή τους στην πολιτική σκηνή. Άλλωστε για να εντάξουν την ελληνικότητα στη στρατηγική τους πρέπει προηγουμένως να έχουν επεξεργασθεί το περιεχόμενό της. Από πουθενά όμως δεν προκύπτει ότι ο διάλογος αυτός έχει απασχολήσει το κομματικό σύστημα.
Εκτιμώ ότι η άποψη αυτή δεν ευσταθεί. Τα ελληνικά κόμματα έχουν εξ ολοκλήρου εγκολπωθεί την κρατοκεντρική λογική στο ζήτημα αυτό. Στο μέτρο που, στην εποχή μας, το έθνος ενσαρκώνεται από το κράτος, η ελληνικότητα ως ταυτοτική έννοια και ως προγραμματικός λόγος συναρτάται με το γινόμενό του. Αυτομάτως η μέριμνα του πολιτικού προσωπικού εστιάζεται στο κράτος, ενώ την ίδια στιγμή διακινείται η βεβαιότητα της νεοτερικής ιδεολογίας ότι το έθνος είναι μια κατασκευή που καλείται να υπηρετήσει τη νομιμοποιητική βάση του συστήματος του κράτους. Υπό την έννοια αυτή, η αντίληψη που θα διαμορφώσουμε για το περιεχόμενο και περαιτέρω για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ελληνικότητας, δηλαδή για την ταυτοτική σημειολογία του έθνους, θα το αποφασίσει το κράτος, όχι η κοινωνία. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο και ο προγραμματικός λόγος του κράτους για την ελληνικότητα συναρτώνται ευθέως με το συμφέρον του και πιο συγκεκριμένα με το συμφέρον του φορέα του, του πολιτικού προσωπικού. Η τροπή που έλαβε η αντιπαράθεση για το βιβλίο της «ΣΤ Δημοτικού», δεν άφησε να διαφανεί με σαφήνεια ότι επρόκειτο για εγχείρημα του κράτους στο οποίο εκλήθησαν να ανταποκριθούν οι συγγραφείς του.
Η προεπιλογή αυτή, που υποτάσσει την ελληνικότητα στο διατακτικό (στο σύστημα και το συμφέρον) του κράτους, αποτελεί κοινό τόπο όλων των κομμάτων. Το ζήτημα, εντούτοις, δεν τίθεται ως προς την πολιτική υποστασιοποίηση του έθνους, η οποία αποτελεί αυτονόητη συνθήκη, αλλά ως προς το κατά πόσον η αντίληψη της ελληνικότητας που διακινεί το κράτος-έθνος είναι συμβατή με το (προ-ενθοκρατικό) της προηγούμενο ή, ακόμη, εάν συναντάται με την πρόσληψή της από την σύνολη κοινωνία και, σε κάθε περίπτωση, με το συμφέρον της. Διευκρινίζω ευθύς αμέσως ότι όταν αναφέρομαι στο παρελθόν δεν υπαινίσσομαι απλώς τα ιστορικά πεπραγμένα με τα οποία επενδύεται η συνείδηση και το περιεχόμενο της ελληνικότητας. Αναφέρομαι επίσης, θα έλεγα κυρίως, στη συνάφεια του σήμερα με τη γεωγραφία του ελληνισμού και με το πρόταγμα της ελληνικότητας που προϋπήρξε του ελληνικού κράτους-έθνους.
Οι επιστήμες του ελληνικού κράτους-έθνους φρόντισαν να επιλύσουν το ζήτημα αυτό με την υιοθέτηση του εθνοκρατικού επιχειρήματος που υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το νεότερο κράτος και επίσης με την επιλογή της ιστόρησης του έθνους με βάση τα πεπραγμένα του κράτους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η νεοελληνική ιστοριογραφία αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά τον εκτός του κράτους-έθνους ελληνισμό. Αναφέρεται, για παράδειγμα, στην ανυπαρξία της αστικής τάξης στο εσωτερικό του κράτους, αποφεύγει όμως να διασταυρώσει το γεγονός αυτό με το ευρωπαϊκό μέγεθος και την οικουμενική ιδιοσυστασία της ελληνικής αστικής τάξης. Η απόκρυψη της ιστορίας του έθνους ή, αλλιώς, η ιστόρησή του δυνάμει των πεπραγμένων του κράτους, συνδυάζεται με την ενοχοποίηση του προ-εθνοκρατικού παρελθόντος για την μη ανταποκρισιμότητα του τελευταίου στην κοινωνική και εθνική προσδοκία. Το γνωσιολογικό αβαθές του διαβήματος αυτού εξηγεί επίσης τον άκρως επιθετικό τρόπο με τον οποίο οι επιστήμες του κράτους διακινούν τον «εθνικισμό» του ενάντια σε κάθε απόπειρα να καλλιεργηθεί μια ιδέα της ελληνικότητας που θα βασίζεται στην έννοια της κοινωνίας-έθνους.
2. Η εθνοκρατική αυτή προσέγγιση της ελληνικότητας δεν είναι άδολη. Συναρτάται με τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και κράτους, που εγκαθίδρυσε η νεοτερικότητα, και, συγκεκριμένα, με τον ενδείκτη της ελευθερίας που αναγνωρίζεται στο συλλογικό υποκείμενο. Έτσι, κάθε απόκλιση από την εθνοκρατική αντίληψη της ελληνικότητας, που θα συνεπήγετο για παράδειγμα την απόδοση της ευθύνης για την οριοθέτηση του περιεχομένου της στην κοινωνία, καταγράφεται ως απαράδεκτη διότι οδηγεί στην υπονόμευση της αποκλειστικής πολιτικής αρμοδιότητας του κράτους. Εξού και οι πνευματικοί θιασώτες της ιδέας αυτής προειδοποιούν την κοινωνία ότι η χειραφέτησή της –η μη αποδοχή της αρχής της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους ή, αλλιώς, η αξίωσή της να επενδυθεί η ίδια ενμέρει ή ενόλω το πολιτικό σύστημα- θα συνεπήγετο εξορισμού την εξαφάνιση του έθνους. Επισείοντας την απειλή για το έθνος, οι κάτοχοι του κράτους, αναμένουν να υφαρπάσουν τη συναίνεση της κοινωνίας στην πολιτική τους κυριαρχία. Να εγκιβωτίσουν την κοινωνία στην ιδιωτική σφαίρα, ώστε να αποδεχθεί την ιδιότητα του «ανήκειν» στο κράτος ή, αλλιώς, την αποκλειστική νομή της πολιτείας από το κομματικό σύστημα.
Με δεδομένη την παραδοχή αυτή μπορούμε να συγκρατήσουμε δυο ειδικότερες κατευθύνσεις σκέψης για την ελληνικότητα. Η μια, της ρητορικής ελληνικότητας, η οποία πλειοδοτεί σε μια επιλεκτική επίκληση των στοιχείων που συνθέτουν, κατ’αυτήν, το ειδοποιό γνώρισμα του ελληνισμού στην ιστορία και, ιδίως, στη μεγιστοποίηση της εθνικής στόχευσης (των «εθνικών δικαίων» κλπ) στο πλαίσιο του διαλόγου της με την κοινωνία. Και η άλλη, που προκρίνει την απομείωση του βάρους του παρελθόντος στο γινόμενο της ελληνικότητας και την αποστροφή προς τις εκκρεμότητες που ανάγονται σ’αυτήν ή που υποχρεώνουν το νεοελληνικό κράτος να τις διαχειρισθεί. Η αποκοπή της κοινωνίας  από το παρελθόν της συνδυάζεται με την ενοχοποίησή του –και συνάμα της ιδίας- για την «αδυναμία» του κράτους να ανταποκριθεί στην επιχειρησιακή του αποστολή.
Όσο και αν από πρώτη άποψη οι «σχολές» αυτές δείχνουν να διαφέρουν και, μάλιστα, να συγκρούονται, είναι απολύτως συμπληρωματικές. Η μια, σπεύδει να επενδύσει πολιτικά στην κοινωνία, επιλέγοντας τη μεγιστοποίηση της ρητορικής της για το εθνικό διακύβευμα, ενώ είναι ήδη αποφασισμένη να μην επενδύσει σε πολιτικές (σε δυνατότητες, δυνάμεις και πολιτική βούληση) για την επίτευξη του στόχου. Η «σχολή» αυτή, παλαιότερη, χρεώνεται με την αποδόμηση του κοσμοσυστημικού ελληνισμού και την ανασυγκρότησή του στα όρια ενός κράτους, αναντίστοιχου με το διατακτικό της εθνικής ολοκλήρωσης. Η άλλη, σύγχρονη, επιδιώκει να κλείσει οριστικά τις εθνικές/ιστορικές εκκρεμότητες και το προσδόκιμο της κοινωνικής αξίωσης ώστε το συγκριτικό προηγούμενο του έθνους που ενθυλακώνει η κοινωνία να πάψει να παρενοχλεί τη σχέση της με το κράτος. Η πρώτη, χρεώνεται με την απαξίωση των ιστορικών εκκρεμοτήτων (του κυπριακού ή του σκοπιανού κ.α), με την ιδιοποίηση του κράτους και τη διάχυτη εξαχρείωσή του. Η δεύτερη, πιστώνεται το εγχείρημα για τη νομιμοποίηση της εθνοκρατικής ελληνικότητας, και, περαιτέρω, με την απόσυρση του παρελθόντος ως ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, με το κλείσιμο του κεφαλαίου της ιστορικής μνήμης, έτσι ώστε να μην προσφέρονται για σύγκριση με τα πεπραγμένα του κράτους-έθνους.
Ώστε, η συμπληρωματικότητα των στρατηγικών αυτών συναντάται στην κοινή στόχευση που είναι η αποδοχή μιας ιδέας της ελληνικότητας που θα προσιδιάζει στο «μέτρο» του κράτους-έθνους, θα διέρχεται από το «ανήκειν» της κοινωνίας σ’αυτό και θα καθαγιάζει τις επιλογές των νομέων του ή, στην χειρότερη περίπτωση, θα ευθύνει την κοινωνία γι’αυτές.
3. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια βαθιά ανελεύθερη και αντιδημοκρατική στρατηγική στόχευση. Αντί να επιχειρείται η ανταποκρισιμότητα του κράτους με τις προσδοκίες της κοινωνίας, επιδιώκεται η συνθηκολόγηση της κοινωνίας με ένα κράτος κατοχής, που λειτουργεί επιχειρησιακά με γνώμονα κυρίως το συμφέρον των νομέων του. Οίκοθεν νοείται ότι το αίτημα για την ανταποκρισιμότητα του κράτους με το πρόταγμα της κοινωνίας δεν υπαινίσσεται την εγγραφή του σε τροχιά εθνικισμού,  αλλά την απο-ιδιοποίησή του και την εναρμόνιση της αποστολής του με το συμφέρον της κοινωνίας-έθνους. Χρειάζεται, άραγε, να συγκρίνω την επιχειρησιακή ετοιμότητα που επέδειξε η πολιτική ηγεσία την τελευταία στιγμή πριν από τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004, όχι εκ λόγων καθήκοντος αλλά για να μη διασυρθεί, με την παροιμιώδη λειτουργία του προ και μετά από αυτούς; Ή να επικαλεσθώ το κόστος της ιδιοποίησης που, εν προκειμένω, συνεπάγεται η συνάρθρωση της κομματοκρατίας με τις παραφυάδες της διαπλοκής;
Εξίσου ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα των ελγινείων. Η επικέντρωση και, μάλιστα, η εξάντληση του ενδιαφέροντος της πολιτικής του κράτους στο ζήτημα της επιστροφής των ελγινείων υποκρύπτει, πέραν της ιδεολογικής στόχευσης, μια άκρως ενδιαφέρουσα πτυχή της απουσίας κάθε πολιτικής για τον πολιτισμό, σε ό,τι αφορά ειδικότερα στην ιστορική κληρονομιά. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο χάνονται από την αρχαιοκαπηλία αρχαιότητες ισάξιες μιας αρχαίας πόλης, ενώ μεγάλος αριθμός πόλεων παραμένει θαμμένος στο έδαφος. Μια πολιτική πολιτισμού θα έβλεπε το παρελθόν όχι ως δυσβάστακτο και απεχθές βάρος, αλλά ως θεμέλια παραγωγική συνιστώσα του σήμερα. Η οπτική όμως αυτή, προϋποθέτει την ανόρθωση του κράτους στο ύψος του ελληνισμού -της εγγύς ιστορίας και των δυνατοτήτων του σήμερα-, δηλαδή μια ιδέα της ελληνικότητας που να καθυποτάσσει το κράτος-έθνος στο ταυτοτικό διατακτικό της κοινωνίας-έθνους. Και όχι το αντίθετο.
Η επεξεργασία ενός προτάγματος που θα προέκρινε την εθνική ή κοινωνιοκεντρική, αντί της εθνοκρατικής, ελληνικότητας, συνεπάγεται: πρώτον, την ανάκτηση της ιστορίας, ώστε το κράτος και η άρχουσα τάξη να ανασυνδεθούν με την ιδέα της ανθρωποκεντρικής προόδου που διδάσκει το ελληνικό κοσμοσύστημα, και όχι να αγωνιούν να προσομοιάσουν στο μετα-φεουδαλικό κράτος/σύστημα της νεοτερικότητας. Δεύτερον, και ως αποτέλεσμα της ανάκτησης αυτής, την άρση της κρατούσης διχοτομίας μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που κατοχυρώνει την κυρίαρχη αυτονομία του κράτους, έτσι ώστε να συναντηθούν στο πλαίσιο της πολιτείας. Η απόδοση στην κοινωνία ενός ρόλου αντίστοιχου με το ιστορικό της βίωμα, δηλαδή της ιδιότητας του εντολέα, θα επαναφέρει το κράτος (και εννοείται το κομματικό σύστημα) σε τροχιά συνάφειας με το σκοπό του έθνους-κοινωνίας και θα αποκαταστήσει την ανταποκρισιμότητά του με την επιχειρησιακή του διάσταση.
Ώστε, το διακύβευμα, σε ό,τι αφορά στην ιδέα της ελληνικότητας, εστιάζεται στο ζήτημα της μετάβασης από το έθνος του «ανήκειν» στο κυρίαρχο κράτος και, συνακόλουθα, της υπηκόου κοινωνίας,  που λειτουργεί μονοσήμαντα υπέρ της ηγεμονίας της εσωτερικής άρχουσας τάξης και της πλανητικής «ορθοταξίας», στο έθνος της κοινωνίας, το οποίο ενσαρκώνει την έννοια της πολιτειακής ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό, το πολιτισμικό ιδίωμα της ελληνικότητας θα μετακινηθεί από τη λογική της εξωτερικής αναγνωρισιμότητας των μελών της, στην κουλτούρα της αυτονομίας στο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, που προσιδιάζει στον πολιτισμό της ελευθερίας και στη σημειολογία της γλώσσας.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η στρατηγική για την ελληνικότητα των κομμάτων συναντάται στο ζήτημα της χειραγώγησης της κοινωνίας με πρόσημο την πολιτική τους κυριαρχία που διέρχεται από το κράτος/σύστημα.
Η στρατηγική αυτή αξιώνει όπως το έθνος ορίζεται από το κράτος, ιστορείται με γνώμονα τα πεπραγμένα του και υπάρχει προκειμένου να επιτυγχάνει τη συναίνεση της κοινωνίας στην ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος από τους φορείς του. Αν και για τον εξερχόμενο από τη φεουδαρχία ευρωπαϊκό κόσμο η λειτουργία αυτή του έθνους σηματοδότησε μια σημαίνουσα πρόοδο, για τον ελληνικό κόσμο αποτέλεσε την κατακλείδα της οπισθοδρόμησής του. Εξού και η ρήξη που επιδιώκει η στρατηγική της εθνοκρατικής ελληνικότητας με το παρελθόν, αξιολογείται ως πράξη μείζονος συντηρητικής περιχαράκωσης, η οποία επιχειρεί να κρύψει κάτω από το χαλί της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας το προοδευτικό πρόσημο του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κόσμου. Ώστε, η προοδευτική σήμανση της ιδέας του έθνους προϋποθέτει όπως το κράτος θεραπεύει την ελληνικότητα και, κατ’επέκταση, το συλλογικό της υποκείμενο, την κοινωνία, και όχι η ελληνικότητα το κράτος και τους νομείς του.
Ανδρέας Σταλίδης, Αντίβαρο
Η Ελληνικότητα δεν εστιάζεται στον τόπο, αλλά στον τρόπο: είναι ο τρόπος του βίου. Ο υπέρτατος στόχος της συλλογικής συμβίωσης εκδηλώθηκε Αρχαία Ελλάδα με τη συγκρότηση της πόλεως και αποσκοπούσε στον λεγόμενο κατ’ αλήθειαν βίο.

Η πόλις ξεπερνά έναν απλό συνοικισμό, αφού διαθέτει και μεταφυσικό νόημα. Η μετοχή στην πόλιν σημαίνει μετοχή στον λόγο.  Λόγος ονμάζεται ο συσχετισμός  υποκειμένων και αντικειμένων στην παγκόσμια αρμονία. Αυτός ο συσχετισμός παραμένει αναλλοίωτος και άφθαρτος στο χρόνο. Ο λόγος φανερώνει την ύπαρξη: καλεί και γοητεύει τη θέα. Έτσι, το σύμπαν ονομάστηκε κόσμος (κόσμημα). Αλήθεια σημαίνει μη λήθη, μη απόκρυψη, δηλαδή φανέρωση, η οποία έχει το χαρακτηριστικό της αναφορικότητας: συγκροτεί σχέση (κοινωνία). «Καθ΄ ὅ,τι ἃν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δε ἃν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα» γράφει ο Ηράκλειτος. Η ιδιωτεία, δηλαδή η άρνηση ενεργούς ενασχόλησης με τα κοινά δεν θεωρούνταν απλώς υποτιμητική, αλλά ακύρωση του ίδιου του σκοπού της πόλεως. Εκτός από την Εκκλησία του Δήμου, η οντολογία αυτή ήτανε πανταχού παρούσα: στην αρχιτεκτονική, στο θέατρο, στη γλυπτική, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ένας ναός, ένα άγαλμα (αγάλλομαι) προξενεί την αγαλλίαση από τη θέα μίας αθάνατης ιδέας (της ομορφιάς, της δύναμης…).
Κατόπιν έχουμε τη μεγάλη συνάντηση των Ελλήνων με τον Χριστιανισμό, καταλύτης της οποίαs ήταν η καταξίωση της ελληνικής γλώσσας ως κοινής στο μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου. Η γλώσσα, αναπόσπαστο κομμάτι κι αυτό της Ελληνικότητας, είχε προηγουμένως αποτελέσει το όχημα επέκτασης του ελληνικού πολιτισμού κατά τους «Ελληνιστικούς Χρόνους».
Το οντολογικό περιεχόμενο της αλήθειας κατά τη συνάντηση αυτή μεταβάλλεται, όμως ο κεντρικός άξονας παραμένει ο ίδιος: ο κατ’ αλήθειαν τρόπος υπάρξεως, ελεύθερος από τη φθορά και τον θάνατο. Αλήθεια εδώ είναι η φανέρωση του Θεού στην ιστορική παρουσία του Χριστού. Η διπλή φύση (Θεϊκή και ανθρώπινη) του Χριστού δείχνει την ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα φθοράς ή προκαθορισμό της ουσίας του. Έτσι, μπορεί και ο (κτιστός) άνθρωπος να υπάρξει με τον τρόπο του άκτιστου Θεού: να νικήσει τον θάνατο. Αυτό γίνεται με τον εγκεντρισμό του, ως πρόσωπο, στο σώμα της Εκκλησίας. Πυρήνας της είναι το δείπνο της Ευχαριστίας, όπου η πρόσληψη των βασικών είδων τροφής δεν υπηρετεί την αυτοσυντήρηση της ατομικότητας, αλλά την «ομότροπη πρόσβαση στη ζωή των μελών του εκκλησιαστικού σώματος». Η Εκκλησία του Δήμου αναβιώνει στην Ευχαριστιακή Σύναξη.
Η ελληνική μεταφυσική διαφοροποιείται από κάθε άλλη θρησκευτική παράδοση από τον κοινωνιοκεντρικό και όχι ατομοκεντρικό χαρακτήρα της. Η γνώση της αλήθειας δεν είναι ατομικό συλλογιστικό κατόρθωμα. Είναι εμπειρία μετοχής στη δυναμική κοινωνίας σχέσεων.
Έτσι, στη Βυζαντινή κοινότητα κατά παράδοση το σύνολο των πολιτών αποτελούσε το ανώτατο όργανο αυτοδιοίκησης, ενώ υπόχρεοι φόρου δεν ήταν απ’ ευθείας οι πολίτες της αυτοκρατορίας, αλλά οι κοινότητες, οι οποίες όφειλαν να τους κατανείμουν με βάση την αρχή της αλληλεγγύου αποδόσεως. Επίσης, το Ρωμαικό Δίκαιο της αυτοκρατορίας προσαρμόστηκε αντίστοιχα και αναγνώριζε τη νομιμότητα της εφαρμογής του τοπικού ή εθιμικού δικαίου.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η κοινότητα-ενορία διατήρησε την Ελληνικότητα στους αιώνες, με αποτέλεσμα να παραμείνει ζωντανός ο λαϊκός πολιτισμός και η παράδοση των Ελλήνων. Η εξεγερμένη και απελευθερωμένη Ελλάδα όρισε από την αρχή στα Συντάγματά της ότι η Ελληνικότητα είναι πράγματι τρόπος βίου: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες» (Επίδαυρος), καθώς όλοι ανεξαιρέτως οι αγωνιστές της Επανάστασης προέτασσαν το «υπέρ πίστεως» πριν το «υπέρ πατρίδος» (Κολοκοτρώνης). Η εθνική ταυτότητα δεν αναζητήθηκε στην καταγωγή ή στη γλώσσα, αλλά στη θρησκεία, όπως απέδειξε άλλωστε και η Ιστορία: οι τουρκόφωνοι Χριστιανοί εναρμονίζονται με εξαιρετική άνεση στην Ελληνική εθνική συνείδηση, σε αντίθεση με τους Ελληνόφωνους εξισλαμισθέντες. Εξάλλου, και οι μεγαλύτεροι κοινωνιολόγοι (DurkheimWeber) συμφωνούν ότι η θρησκεία αποτελεί την πεμπτουσία της κοινωνίας (Godissocietywritlarge”), και ότι η θρησκεία δεν είναι «ιδιωτική υπόθεση», αλλά όλης της κοινωνίας αφού αποπνέει τον πολιτισμό της, ακόμα και σε όσα μέλη της απέχουν από αυτήν.
Έκτοτε, έχουμε την έναρξη της αλλοτρίωσης, η οποία εδράζεται στην «αερογέφυρα» 2000 ετών που Δυτικοί εφάρμοσαν στους νεοέλληνες. HΑντιβασιλεία του Όθωνα – αφού έβαλλε κατά του μοναχισμού κλείνοντας δια νόμου 412 από τα 563 μοναστήρια – αντέγραψε παντού ξένους θεσμούς αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητες και τις προτεραιότητες του λαού που κυβερνούσε: συγκεντρωτική διοίκηση χωρίς Σύνταγμα, παράλυτη αυτοδιοίκηση, αντιγραφή του Βαυαρικού νομικού πλαισίου και οργάνωση της εκπαίδευσης, εγκαθίδρυση «εθνικής» Εκκλησίας.

Τα σημερινά κόμματα, δυστυχώς δεν φαίνεται να έχουν την παραμικρή ιδέα για όλα αυτά. Ενώ μία «μαγιά» (Μακρυγιάννης) της Ελληνικότητας διατηρείται και η αναζήτηση της αυθεντικής νεοελληνικής ταυτότητας διαπερνά όλους τους χώρους (από τον Παπαδιαμάντη μέχρι τις γενιές του 30 και του 60), όπως αποδεικνύεται περίτρανα στη μεταπολεμική ιστορία από αυτές τις διεργασίες εξαιρείται παντελώς η πολιτική. Ο μεταπρατισμός παράγει πολιτικούς, οι οποίοι ασχολούνται με τα κοινά αποκλειστικά με διαχειριστικό άξονα. Τους ενδιαφέρει το βραχύ ή οι στεγνές εντυπώσεις, χωρίς να αντιλαμβάνονται τι θα μπορούσε να κομίσει η χώρα στη διεθνή σκηνή.

Η νομενκλρατούρα των διανοουμένων οπωσδήποτε αισθάνεται αμήχανη απέναντι στην άποψη του Samuel Huntington ότι «η Ελλάδα αποτελεί Ορθόδοξη ανωμαλία στην Ευρώπη» και ότι «δεν ανήκει στον Δυτικό κόσμο»(!). Χαρακτηριστική του κλίματος είναι μία παλαιά δήλωση Έλληνα πολιτικού που υπηρέτησε από τα δύο κορυφαία αξιώματα: «οι Έλληνες έχουν πολλαπλώς υποδουλωθεί: στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς και στους Τούρκους». Η απάντηση ήρθε αμείλικτη το 2001, όταν ο Πάπας της Ρώμης ζήτησε συγγνώμη από τους Έλληνες για τις Σταυροφορίες, θεωρώντας μας αυτόματα ως άμεσους κληρονόμους του Βυζαντίου.
 Η διάσταση διανόησης-λαού γίνεται ολοένα και πιο φανερή. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι κινείται σε τροχιά να προσεγγίσει ημι-αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά. Μια τέτοια θεώρηση εξηγεί και τον ζωηρό διάλογο στα θέματα που ανέκυψαν τα τελευταία χρόνια (πχ. ταυτότητες). Έτσι, η άρχουσα πολιτικο-ιδεολογική ισορροπία στη σημερινή Ελλάδα θα μπορούσε να θυμίζει τις «νικημένες κοινωνίες», όπου μετά από μακρά περίοδο ξένης επικυριαρχίας και του αντίστοιχου μιμητισμού που ακολουθεί, η ντόπια ελίτ υιοθετεί την παραμοφωμένη εικόνα που έχει επιβάλλει ο κυρίαρχος πολιτισμός – εν προκειμένω η Δύση – για την οικεία κοινωνία, το φαινόμενο δηλαδή που κατά τον Edward Said λαμβάνει χώρα πλέον στις κοινωνίες του Αραβικού κόσμου, και στην ουσία διαιωνίζει τη δυτική ηγεμονία στην περιοχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου