Γράφει ο Περικλής Νεάρχου, Πρέσβης επί τιμή της Κυπριακής Δημοκρατίας
Ο υπουργός Προεδρίας κος Γεραπετρίτης προέβη σε μία αδιανόητη δήλωση, που επιβεβαιώθηκε, δυστυχώς, από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο ως επίσημη κυβερνητική γραμμή. Ότι δηλαδή η Ελλάδα θα αντιδράσει στο Καστελόριζο εάν παραβιασθούν τα Ελληνικά χωρικά ύδατα των έξι ναυτικών μιλίων, γιατί αυτά καθορίζουν την εθνική κυριαρχία. Προφανώς, η Άγκυρα δεν έχει κανένα λόγο να παραβιάσει τα έξι ναυτικά μίλια. Με τη θέση αυτή, η Ελλάδα θέτει εαυτόν μακράν του εχθρού ή ″συμβάλλει″ στην αποκλιμάκωση, όπως θα έλεγε και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών κος Μάας.
Η θεωρία όμως αυτη που εξέφρασε ο κος Γεραπετίτης ως εκπρόσωπος της Κυβερνήσεως, αντιπροσωπεύει μία άκρως επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα. Τι είναι δηλαδή η θαλάσσια περιοχή πέρα από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και γύρω από τα ελληνικά νησιά; Είναι αδέσποτη περιοχή, στην οποία το Ορουτς Ρέις μπορεί να διεξάγει απρόσκοπτα έρευνες, συνοδευόμενο από πλοία του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού. Η υφαλοκρηπίδα, αντίθετα με την ΑΟΖ, υπάρχει αφ’εαυτής. Γιατί προεκλήθη το 1976 και το 1987, αντιστοίχως επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, μεγάλη Ελληνοτουρκική κρίση, που έφτασε στα πρόθυρα πολεμικής συρράξεως; Όχι, ασφαλώς, για ενδεχόμενη παραβίαση των ελληνικών χωρικών υδάτων. Η Άγκυρα αμφισβητούσε την ελληνική υφαλοκρηπίδα και γι′ αυτήν οι Ελληνικές Κυβερνήσεις αντέδρασαν και ανέλαβαν μεγάλους κινδύνους για να αποτρέψουν την παραβίασή της .
Η Τουρκική πλευρά, αναλαμβάνοντας έρευνες μέχρι 6,5 ναυτικά μίλια από τις ακτές του Καστελλορίζου, θέλει να στείλει το μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε 12 μίλια, όπως έχει δικαίωμα, αλλά και ότι δεν αναγνωρίζει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στα ελληνικά νησιά. Όχι μόνο για το Καστελλόριζο, που, κατέχει στρατηγική σημασία στην ελληνική ΑΟΖ, αλλά και τα άλλα νησιά, μικρά ή μεγάλα.
Πάνω στη βάση της θεωρίας αυτής, διεκδικεί ως δήθεν δική της τη θαλάσσια περιοχή μέχρι νότια της Κρήτης και υπέγραψε το περιβόητο μνημόνιο με τη Λιβύη του Αλ Σάρατζ. Η θλιβερή αυτή αναδίπλωση της Κυβερνήσεως, που θυμίζει τις χειρότερες στιγμές της γνωστής Σημιτικής πολιτικής των Ιμίων και του κοινού ανακοινωθέντος της Μαδρίτης του 1977, έρχεται ως συνέχεια της αιφνίδιας μεταστροφής της Κυβερνήσεως στο θέμα της υπογραφής αμυντικού συμφώνου με τη Γαλλία, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής, και της προμήθειας γαλλικών φρεγατών.
Η Γαλλία, η στρατιωτικά ισχυρότερη χώρα της Ευρωπαΐκής Ενώσεως, μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και Μεσογειακή, με ιδιαίτερα συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Βόρεια και τη Μαύρη Αφρική, Είναι μία χώρα που εισπράττει άμεσα τις τουρκικές φιλοδοξίες για ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι μία χώρα επίσης, που από ιστορική παράδοση, μέγεθος και ευρωπαΐκή και διεθνή επιρροή, διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο Ευρωπαϊκό εγχείρημα και έχει υψηλή και πρωτοπορειακή αντίληψη για την ανάγκη η Ευρωπαΐκή Ένωση να αναπτύξει μία διάσταση αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής και ένα δικό της διακριτό διεθνή και γεωπολιτικό ρόλο. Τα παλαιά σχήματα, όπως το ΝΑΤΟ, που εκφράζουν, υποτίθεται, την ενωμένη Δύση, Ευρώπη και ΗΠΑ, με κύρια αναφορά τον Ρωσικό κίνδυνο, αποδεικνύονται ανεπαρκή να χωρέσουν και να εκφράσουν τις νέες εξελίξεις, ιδιαίτερα στην ΝΑ πτέρυγα του.
Από μία άποψη, το πρόβλημα δεν είναι νέο. Η Ελληνοτουρκική αντιπαράθεση έχει δεκαετίες πίσω της, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η σημερινή όμως Τουρκία δεν είναι η ίδια. Ο τούρκος ηγέτης Ταγίπ Ερντογάν διαπλάθει μία νέα Ίσλαμο-εθνικιστική Τουρκία, προβάλλει οράματα Νέο- Οθωμανικής Μεγάλης δυνάμεως και διεκδικεί στην περιοχή αλλά και διεθνώς ηγετικό ρόλο στον Μουσουλμανικό κόσμο, όσο διασπασμένος και αν είναι αυτός.
Η προβολή από τη Γαλλία της ανάγκης για ένα δυναμικό Ευρωπαϊκό ρόλο στη Μεσόγειο, έρχεται σε αντίθεση με τη Γερμανική πολιτική, που έχει ως κύριο πεδίο επιρροής την Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη, αλλά θέλει ταυτόχρονα να εξισορροπεί τη Γαλλική επιρροή στη Μεσόγειο, με άξονα τις παραδοσιακές αλλά και τις πολύ σημαντικές οικονομικές της σχέσεις με την Τουρκία. Αντιτίθεται, για το λόγο αυτό, σε οποιαδήποτε επιβολή Ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Τουρκίας, υποβαθμίζει τη σημασία που έχουν για την Ελλάδα οι επεκτατικές Τουρκικές διεκδικήσεις και ακολουθεί πολιτική «ίσων» δήθεν αποστάσεων.
Γιατί, όμως η Ελλάδα προστρέχει στη Γερμανική διαμεσολάβηση, όταν η Γερμανική πολιτική των ίσων αποστάσεων, λειτουργεί, προφανώς, υπέρ του επιτιθέμενου; Ο Ερντογάν δεν έχει κανένα λόγο να θέλει αποκλιμάκωση. Η κρίση και η ένταση είναι το όπλο του για να εκβιάσει την Ελλάδα, υπό την απειλή πολέμου, να δεχθεί να καθήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου, για να συζητήσει τις αυθαίρετες τουρκικές διεκδικήσεις. Γιατί η Ελλάδα προκρίνει αυτού του είδους τον ψευτοδιάλογο, ο οποίος, για να «επιτύχει», πρέπει η Ελλάδα να προβεί σε οδυνηρές και απαράδεκτες υποχωρήσεις; Γιατί η Ελλάδα πάγωσε την υπογραφή του Ελληνογαλλικού αμυντικού συμφώνου και την προμήθεια των Γαλλικών φρεγατών, στη συντομότερη δυνατή προθεσμία, που θα ενίσχυαν καταλυτικά τη θέση της και την αποτρεπτική της δύναμη;
Το πρόβλημα ειδικότερα των φρεγατών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τεχνικό και εμπορικό θέμα ή ως παράγων διπλωματικής ισορροπίας μεταξύ διαφόρων προμηθευτών και συμμάχων. Προέχει ο επιχειρησιακός παράγων, που απαιτεί άμεση δράση και συμμαχική αλληλεγγύη. Δεν υποτιμάται, προφανώς, η σημασία άλλων συμμαχικών παραγόντων, οπως είναι οι ΗΠΑ και η Γερμανία. Υπάρχουν όμως άλλοι τρόποι εξισορροπήσεως των σχέσεων, που δεν θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στην άμεση ενίσχυση της επιχειρησιακής αμυντικής ισχύος της χώρας.
Παρόμοια ερωτήματα τίθενται σχετικά με την ανακήρυξη της ΑΟΖ και την επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια, την εφαρμογή δηλαδή και από την Ελλάδα του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου, που κατοχυρώνει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της. Είναι ενδεικτικό και πολύ θετικό ότι η Ρωσία θεώρησε σκόπιμο να δηλώσει, σε αυτή τη συγκυρία, ότι υποστηρίζει την εφαρμογή του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου, περιλαμβανομένου του δικαιώματος της επεκτάσεως των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια, από όλες τις χώρες και υπενθύμισε το γεγονός ότι η Ρωσία έχει επικυρώσει τη σχετική Διεθνή Σύμβαση.
Οι πρόσφατες επίσης δηλώσεις Αμερικανών επισήμων, σε επίπεδο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και υπουργού Εξωτερικών κ. Πομπέο, είναι οι θετικότερες που υπήρξαν για την Ελληνική πλευρά στο πρόσφατο παρελθόν. Αντικαθρεφτίζουν την αυξανόμενη δυσφορία των ΗΠΑ για την επιθετική πολιτική Ερντογάν και αναφέρονται , με σαφέστερο τρόπο, στο διεθνές δίκαιο ως πλαισίου για τον συστηνόμενο Ελληνο- Τουρκικό διάλογο.
Με αυτά τα δεδομένα, η φοβική πολιτική, που προβάλλει η θέση ότι κόκκινη γραμμή για την ελληνική πλευρά είναι η παραβίαση των χωρικών υδάτων των έξι μιλίων , στέλνει λάθος μηνύματα και υπομονεύει όχι μόνο το αγωνιστικό φρόνημα και την εθνική υπερηφάνεια του ελληνικού λαού, αλλά και τις εν δυνάμει συμμαχίες της χώρας. Ποιος θα σπεύσει να συμπαραταχθεί με μία χώρα , που συμπεριφέρεται φοβικά και δεν αποφασιστικότητα στην υπεράσπιση του εθνικού της χώρου.
Το δέον γενέσθαι σήμερα είναι προφανές για όσους δεν άγονται από αυταπάτες και έχουν στοιχειώδη στρατηγική αντίληψη και διορατικότητα:
Άμεση υπογραφή του Ελληνό-Γαλλικού αμυντικού συμφώνου, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής.
Άμεση προμήθεια των δύο γαλλικών φρεγατών Fremm, ως ενδιάμεση λύση, και των δύο φρεγατών τύπου belharra, αργότερα.
Ενίσχυση, με κάθε άλλο δυνατό τρόπο , της αμυντικής ισχύος της χώρας και της αποτρεπτικής της ικανότητας.
Επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια στην Ανατολική Μεσόγειο, ως απάντηση στην τουρκική πρόκληση στο Καστελόριζο.
Ανακήρυξη ΑΟΖ σε όλες τις ελληνικές θάλασσες, εφόσον η αντίθεση της Άγκυρας δεν θα επιτρέψει την οριοθέτηση της απο πριν. Είναι άλλο θέμα η ανακήρυξη και άλλο η οριοθέτηση. Εφόσον, ούτως ή άλλως, η Τουρκία αντιτίθεται στην ανακύρηξη ΑΟΖ απο την Ελλάδα, και εγείρει διεκδικήσεις , εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου και αυθαίρετως δεν αποδέχεται ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, η διαμάχη υπάρχει. Αυτό όμως δεν αναιρεί το δικαίωμα της Ελλάδος να ανακηρύξει ΑΟΖ, με βάση το διεθνές δίκαιο, και να καταθέσει συντεταγμένες στον ΟΗΕ. Θα ήταν μάλλον ευκολότερη τότε η παραπομπή του θέματος σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μία απροκάλυπτη επιβουλή εκ μέρους της Άγκυρας. Ο κατευνασμός δεν είναι η κατάλληλη πολιτική για την αποτροπή της. Ο κατευνασμός, η φοβική πολιτική και η υποχωρητικότητα την αποθρασύνουν ακόμη περισσότερο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πολύ επίκαιρα τα λόγια του Τσώρτσιλ, που τα είπε αναφερόμενος στην κατευναστική πολιτική του Τσάμπερλεν στο Μόναχο. ”Είχαν να επιλέξουν μεταξύ κατευνασμού και πολέμου. Επέλεξαν τον κατευνασμό αλλά είχαν τον πόλεμο”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου