Ως κατοχικός πρωθυπουργός, ο Ιωάννης Ράλλης οργάνωσε τα διαβόητα «Τάγματα Ασφαλείας» (18 Ιουνίου 1943), με τη συνηγορία ορισμένων πολιτικών του κέντρου (Πάγκαλος, Γονατάς), για την άμυνα της υπαίθρου και την αντιμετώπιση του ΕΛΑΣ, επειδή πίστευε ότι με αυτό τον τρόπο θα αντιμετωπιζόταν η απειλή επικράτησης του κομμουνισμού στην Ελλάδα, όταν η Ελλάδα θα απελευθερωνόταν και μάλιστα σύντομα, καθώς εκτιμούσε ότι οι Σύμμαχοι τελικά θα επικρατούσαν. Όμως, υπό το πρόσχημα της αποτροπής του κομμουνιστικού κινδύνου, τα Τάγματα Ασφαλείας, που τελούσαν υπό τις διαταγές των Γερμανών, συμμετείχαν σε πάμπολλες εγκληματικές ενέργειες κι έγιναν μισητά σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, ιδίως του κόσμου της Αριστεράς. Τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν γνωστά ως «Γερμανοτσολιάδες» (λόγω κάποιων ευζωνικών μονάδων) ή «Ράλληδες».
Ο Ιωάννης Ράλλης παραιτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1944, μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα. Σχεδόν αμέσως συνελήφθη και στις 21 Φεβρουαρίου 1945 προσήχθη σε δίκη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Αθηνών, μαζί με άλλους επιφανείς συνεργάτες των Γερμανών, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Συνήγοροι υπεράσπισής του ήταν ο γιος του Γεώργιος Ράλλης, ο μετέπειτα πολιτικός (ΕΡΕ, ΝΔ) και πρωθυπουργός (8 Μαΐου 1980 - 19 Οκτωβρίου 1981), και ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, παππούς του σημερινού βουλευτή της Ν.Δ. Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη.
Οι δύο υπερασπιστές του ισχυρίσθηκαν ότι «ο Ιωάννης Ράλλης προσέφερε τεράστιες εθνικές υπηρεσίες κατά την κατοχή ενόσω ήταν πρωθυπουργός με το να αποσοβήσει τον λιμό των Ελλήνων, δίδοντας καθημερινά ένα μισθό, ενώ έσωσε επίσης πολλούς πατριώτες από το εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών και ακόμη διευκολύνοντας τη διαφυγή πολλών πολιτικών και σημαινόντων πολιτών στη Μέση Ανατολή». Στη δίκη εξετάστηκαν περισσότεροι από 300 μάρτυρες υπερασπίσεως, μεταξύ αυτών ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, οι οποίοι κατέθεσαν ότι ο Ράλλης σχημάτισε κυβέρνηση δίχως δόλο και αποκλειστικά και μόνο για την ανακούφιση του ελληνικού λαού, ενώ ο ίδιος στην απολογία του είπε: «...Ούτε προδόται των εθνικών ή των συμμαχικών συμφερόντων πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπήρξαν εν Ελλάδι, ούτε Κουίσλιγκς...». Στις 31 Μαΐου 1945 το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και τον καταδίκασε σε ισόβια δεσμά.
Στις φυλακές Αβέρωφ βρίσκονταν διάφοροι Έλληνες που είχαν κατηγορηθεί για δωσιλογισμό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι έγκλειστοι δωσίλογοι στις φυλακές Αβέρωφ έφθαναν τους 450-480. Ανάμεσά τους ήταν και ο Τσολάκογλου, ο Ράλλης, ο Γ. Κονδύλης, ο Δ. Μπακογιάννης, ο Καραπάνος, ο Πουρνάρας, ο Λούβαρης, ο Πολύζος, ο Καραμάνος, ο Κανακουσάκης, ο Μπάκος, ο Πειρουνάκης, ο Παπαγρηγορίου, ο Θ. Πάγκαλος, ο Γ. Ντάκος, ο Ν. Μπουραντάς, ο Πλυτζανόπουλος και άλλοι. Κατά τη διάρκεια των μαχών της Αθήνας, που έμειναν στην ιστορία ως Δεκεμβριανά του 1944, ο ΕΛΑΣ θεώρησε σημαντικό να αιχμαλωτίσει όσους περισσότερους δωσίλογους μπορούσε και να τους τιμωρήσει παραδειγματικά για την προδοτική τους στάση κατά τη διάρκεια της κατοχής. Επικεφαλής της δύναμης που φρουρούσε τις φυλακές Αβέρωφ ήταν ο χωροφύλακας Κ. Δουκάκης, έχοντας και τη βοήθεια μιας αγγλικής φρουράς, η οποία διέθετε αυτόματα και πολυβόλα.
Πολιτικοί της εποχής:
Γεώργιος Μερκούρης (1886 - 1943) (βουλευτής, υπουργός, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας επί κατοχής και θείος της Μελίνας Μερκούρη. Το 1932 αποχώρησε από το Λαϊκό Κόμμα. Έγινε ο αρχηγός και ιδρυτής του ναζιστικού κόμματος Ελλάδας. Στις 10 Δεκεμβρίου 1934 έγιναν τα εγκαίνια των γραφείων του κόμματος. Τον ίδιο μήνα ο Μερκούρης παρευρέθηκε στο πρώτο διεθνές φασιστικό συνέδριο στο Μοντρέ της Ελβετίας. Στενοί συνεργάτες του Μερκούρη και στελέχη του μικρού ναζιστικού κόμματος που ίδρυσε ήταν ο Γεώργιος Κανέλλος, ο Τροπαιάτης και ο Βιτσικουνάκης. Στις βουλευτικές εκλογές του 1936 συνεργάστηκε με το κόμμα του Κονδύλη, χωρίς όμως να καταφέρει να εκλέξει βουλευτές του. Το Μάιο του 1941, ο Μερκούρης προχώρησε στην ανασύσταση του κόμματός του και συνεργάστηκε με την ΕΣΠΟ και άλλες χιτλερικές οργανώσεις. Απεβίωσε στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1943.)
Επιστρέφοντας στα του 1940, το ΚΚΕ μετά το ατόπημα Ζαχαριάδη (πρώτη επιστολή), εκδίδει το «Μανιφέστο» της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, στις 7 Δεκεμβρίου 1940 που κάνει λόγο: «Τον πόλεμο τον διέταξαν οι Εγγλέζοι πλουτοκράτες. Μετέβαλαν και τη χώρα μας σε προχωρημένο τους φυλάκιο, αφού έβαλαν τους λαούς της Πολωνίας, Νορβηγίας, Βελγίου, Ολλανδίας, Γαλλίας να σκοτωθούν και να υποδουλωθούν. […] Ελπίζουν πως μεταφέροντας στην Ελλάδα τον πόλεμο θα μπλέξουν στο μακάβριο χορό και τ’ άλλα Βαλκάνια, ακόμα και τη Σοβιετική Ένωση. Βατύς βραχνάς έρχεται στους Εγγλέζους ιμπεριαλιστές όσο βλέπουν τη Σοβιετική Ένωση έξω από το αλληλοφάγωμα του καπιταλιστικού κόσμου, να ευημερεί και να δυναμώνει με την ειρηνική της πολιτική. […] Θυσιάζουν λαούς και χώρες, για να μπλέξουν τη Σοβιετική Ένωση σε πόλεμο με τη Γερμανία. Ποτέ όμως εκείνη δε θα μπλεχτεί σε τυχοδιωκτικό πόλεμο, ποτέ δε θα βγάλει των άλλων τα κάστανα από τη φωτιά. Η διαταγή των Εγγλέζων πλουτοκρατών εκτελείται πιστά απ’ τις 28 του Οκτώβρη […]. Η Σοβιετική Ένωση απαγόρεψε στη Γερμανία να θίξει τη Σερβία και ο λαός μας το ξέρει […] Καλούμε τους πολεμιστές μας ν’ αρνηθούν να πολεμήσουν περ’ απ’ τα σύνορα της πατρίδας μας. Τι ζητάμε στην Αλβανία; Που μας πάνε; Παίρνοντας αυτή την απόφαση, οι πολεμιστές μας να υποβάλουν στους αντιπάλους απέναντί τους προτάσεις ειρήνης δίχως προσαρτήσεις και αποζημιώσεις. […] Να στείλουν τελεσίγραφο στην πουλημένη ιμπεριαλιστική κυβέρνηση ζητώντας την ειρήνη και θυμίζοντάς της πως τους κάλεσε στα όπλα μονάχα για να διώξουν απ’ τα ελληνικά εδάφη τον Ιταλό κατακτητή. Κι αν η κυβέρνηση αρνηθή, σύσσωμος ο στρατός, περιφρουρώντας ταυτόχρονα τα σύνορα της πατρίδας μας, να ενωθεί με το λαό για την ανατροπή της. […]».
Το κείμενο αυτό ήταν πραγματικά εκπληκτικό, υπό την έννοια πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η ηγεσία του ΚΚΕ, άλλαξε την προπαγάνδα της απλώς και μόνο επειδή αυτό επιθυμούσε το ΚΚΣΕ. Άλλωστε είναι εμφανές πως το πρωτεύον για το ΚΚΕ ήταν να μην μπλεχτεί η Σοβιετική Ένωση στον πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας, που αποτελούσε σύμμαχό της. Αυτές ήταν οι αποφάσεις της Κομιντέρν. Και ο κάθε «καλός» και «σωστός» κομμουνιστής έπρεπε να τις εφαρμόζει χωρίς αντιρρήσεις. Διαφορετικά, όπως έγραψε ο Ριζοσπάστης (7/3/1921), «[…] Τα μέλη του κόμματος, τα οποία διαφωνούν εις τας αρχάς και τους όρους της Γ΄Διεθνούς ή αντιτάσσονται εις το πρόγραμμα του κόμματος, αποκλείονται εκ του κόμματος […]».
Στις 15 Ιανουαρίου 1941, ο Νίκος Ζαχαριάδης στέλνει μια ακόμα επιστολή, η οποία όχι μόνο συνεχίζει να αποδεικνύει τους σκοπούς του ΚΚΕ, αλλά πιστοποιεί πως τα όσα ανέφερε στην πρώτη του επιστολή περί ενίσχυσης του Μεταξά κατά του φασισμού, όχι μόνο δεν τα πίστευε, αλλά τα έλεγε επειδή αυτές νόμιζε πως ήταν οι αιτιάσεις της Μόσχας. «Ο Μεταξάς από την πρώτη στιγμή έκαμε πόλεμο, φασιστικό, καταχτητικό πόλεμο. Ενώ, αφού διώξαμε τους Ιταλούς από την Ελλάδα, βασική προσπάθεια μας έπρεπε να είναι να κάνουμε μια ξεχωριστή, έντιμη και δίχως παραχωρήσεις ελληνοϊταλική ειρήνη, πράγμα που μπορούσε να γίνει με τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ, η μοναρχοφασιστική διχτατορία συνέχισε τον πόλεμο για λογαριασμό όχι του λαού της Ελλάδας μα της πλουτοκρατίας και του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Μετά το διώξιμο δε των Ιταλών από την Ελλάδα, το αίμα των φαντάρων μας χύνεται άδικα, […]. Η ανατροπή του (σ.σ. του Μεταξά) είναι το πιο άμεσο και ζωτικό συμφέρον του λαού μας. Λαός και στρατός πρέπει να πάρουνε στα χέρια τους τη διαχείριση της χώρας και του πολέμου με σκοπό ειρήνη, εθνική ανεξαρτησία, εσωτερικό αντιφασιστικό λαϊκό καθεστώς, ολόπλευρη προσέγγιση προς την ΕΣΣΔ…».
Η αντεθνική αυτή πολιτική του ΚΚΕ συνεχίστηκε ασταμάτητα ενώ δίνονταν μάχες κατά των δυνάμεων του Άξονα. Στις 18/3/1941 ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει έκκληση προς τους «φαντάρους, ναύτες, αεροπόρους» κλπ να πάρουν τις διοικήσεις των μονάδων τους στα χέρια τους για να συνάψουν ειρήνη με τους Ιταλογερμανούς, να απαιτήσουν παραίτηση της κυβέρνησης και ορισμό νέας «αντιφασιστικής», να «σαμποτάρουν» τις διαταγές των ανωτέρων τους καθώς και να κωλυσιεργήσουν στη μεταφορά πολεμοφοδίων και λοιπόν ειδών ανάγκης στο μέτωπο! Εννοείται πως θα έπρεπε να ακυρώσουν τις όποιες συμφωνίες με τους «ιμπεριαλιστές» Βρετανούς και βεβαίως να στραφούν προς τη Σοβιετική Ένωση, που θα οδηγούσε στην «ένωση» των βαλκανικών λαών…
Στις 23 Αυγούστου 1939 υπογράφηκε στην Μόσχα, υπό το βλέμμα του Στάλιν, μια συμφωνία μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης , που ουσιαστικά δημιουργούσε σφαίρες επιρροής των δύο ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Έπειτα η Γερμανία του Χίτλερ και η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν εισβάλουν στην Πολωνία και τη μοιράζονται. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεκινήσει και οι Γερμανοί Ναζί ήταν σύμμαχοι με τους Κομμουνιστές του Στάλιν μέχρι και τις 22 Ιουνίου του 1941 όπου η Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση κι έτσι έσπασε η συμφωνία τους. Μέχρι τότε όμως όλοι οι κομμουνιστές παγκοσμίως τηρούσαν τη συμφωνία αυτή, γι' αυτό και στην Ελλάδα στον ελληνοϊταλικό και στον ελληνογερμανικό πόλεμο καταδίκασαν στην ουσία την πατριωτική αμυντική πολιτική του καθεστώτος Μεταξά ως <<ιμπεριαλιστική>>. Οι κομμουνιστές τότε όπως και τώρα βάζουν πάνω απ' όλα το κομματικό και πολιτικό τους συμφέρον. Και το Έθνος είναι ο βασικός τους εχθρός στα διεθνιστικά σχέδια τους. Ο Στάλιν συμμάχησε με τον Χίτλερ για να δημιουργήσει φθορά στις δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις και στη Γερμανία, ώστε έπειτα να κατακτήσει ολόκληρη την Ευρώπη εύκολα μέσω και εσωτερικών κομμουνιστικών εξεγέρσεων σε κάθε χώρα. Δεν είναι τυχαίο που οι Γερμανοί αφού κατέκτησαν την Ελλάδα απελευθέρωσαν τους περισσότερους κομμουνιστές που είχε φυλακίσει το καθεστώς Μεταξά, Ενώ αντίθετα πρώην υπουργοί του Μεταξά οδηγήθηκαν στις φυλακές. <<Εντελώς τυχαία>> όλοι αυτοι οι κομμουνιστές ξεκίνησαν την <<αντικατοχική >> τους αντίσταση έπειτα από την κατάρριψη του συμφώνου Ρίμπετροπ - Μολότωφ.
Μετά την συμφωνία Ρίμπεντροπ- Μολότοφ όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, μετά την πρώτη φάση αμηχανίας, έπρεπε να υποστηρίξουν την συνεννόηση των κομμουνιστικής ΕΣΣΔ με την ναζιστική Γερμανία. Ετσι τον Νοέμβριο του 1939, τρεις περίπου μήνες μετά το εν λόγω σύμφωνο, η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς χαρακτήριζε τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό για τον οποίον ευθύνονται και οι δύο πλευρές, εξισώνοντας έτσι το ναζισμό με τις αστικές δημοκρατίες, ενώ συγχρόνως σταμάτησε την αντιναζιστική σταυροφορία.
Καραμανλής και ναζιστής Μέρτεν:
https://www.cia.gov/library/readingroom/document/519b7f95993294098d512b57
Η σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα
Όπως προκύπτει από τα ιστορικά στοιχεία, πολλά πρόσωπα του πολιτικού συστήματος, αλλά και των εφημερίδων της εποχής συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς ναζί πριν και κατά τη διάρκεια της κατοχής. Από την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά, πρόσωπα και πολιτικές οργανώσεις συνεργάστηκαν με τις κατοχικές κυβερνήσεις. Σήμερα, οι πολιτικοί απόγονοι των συνεργατών των Γερμανών ναζιστών έρχονται και κατηγορούν και στοχοποιούν τους Έλληνες Πατριώτες και Εθνικιστές. Ο ελληνικός πατριωτισμός και εθνικισμός, δεν είχε και δεν έχει ουδεμία πολιτική, ιστορική και ιδεολογική σχέση με τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό ή τον ιταλικό φασισμό. Αντίθετα, κιόλας, οι Έλληνες Πατριώτες ήταν αυτοί που έδωσαν το αίμα και την ζωή τους στα βουνά της Ηπείρου και στη Μακεδονία κατά των κατακτητών.
Και τώρα έρχονται όλοι αυτοι οι ιδεολογικοί, πολιτικοί και βιολογικοί απόγονοι των συνεργατών των κατακτητών να μας πουλήσουν <<πατριωτισμό>>, <<δημοκρατικό αίσθημα>> και αντιφασισμό. Όλοι αυτοί τόσα χρόνια ξέπλεναν τον νεοναζισμό, αλλά και τον νεοπαγανισμό και τη θεοσοφία που βρισκόταν ως <<θεολογικό>> υπόβαθρο από κάτω, για να χτυπηθεί η Ορθοδοξία, η αγάπη και ο αγώνας του Έλληνα για το Έθνος του.
*Σχόλιο επικαιρότητας:
Όσον αφορά τα γεγονότα με τη Χρυσή Αυγή, τα ΜΜΕ και το πολιτικό σύστημα είναι εκείνα που την ανέδειξαν, την προώθησαν κι όταν δεν τους συνέφερε τη διέλυσαν. Ακόμη και τώρα μετά την καταδίκη, η (αρνητική) διαφήμιση της συνεχίζεται καθημερινώς. Είναι ευρέως γνωστό ότι πέρα από συγκεκριμένα άτομα στον ηγετικό πυρήνα, τα απλά μέλη και το μισό εκατομμύριο περίπου ψηφοφόρων της δεν έχουν ουδεμία σχέση με το νεοναζισμό. Ήταν ψηφοφόροι της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ, της αριστεράς που στα χρόνια των μνημονίων που είδαν να χάνουν τις δουλειές τους κι η χώρα να γεμίζει από παράνομους μετανάστες, επέλεξαν τη συγκεκριμένη ψήφο ως αντίδραση στο ξεπούλημα της Πατρίδα τους. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων αυτών ξαναγύρισε στις εκλογές του 2019 στα κόμματα που ψήφιζε πριν το 2012. Οπότε όταν οι πολιτικοί των κομμάτων κατηγορούν ως <<ναζιστές>> τους ψηφοφόρους αυτούς, κατηγορούν ένα μερίδιο των δικών τους ψηφοφόρων... Ας μας πουν, λοιπόν, τότε πως νιώθουν που πριν το 2012 και το 2019 δέχτηκαν <<ναζιστικές>> ψήφους, ακόμη και μέλη τους... Άλλωστε αρκετά στελέχη μεγάλων κομμάτων του κοινοβουλίου πέρασαν απ' τη ΧΑ ή ήταν στο παρελθόν σε φορείς που συνεργάζονταν με τη ΧΑ.
Η Ορθόδοξη Πίστη και ο αγώνας για το Ελληνικό Έθνος είναι ο απόλυτος εχθρός κάθε ανθέλληνα, κάθε διεθνιστή (μαρξιστή ή νεοφιλελεύθερο). Παρά τις ταμπέλες και την στοχοποίηση οι Έλληνες Πατριώτες θα συνεχίζουμε να υπερασπιζόμαστε την Πατρίδα και τον λαό μας ενάντια σε κάθε ξένο κατακτητή και κάθε εγχώριο προδότη.
Τόσα χρόνια ψηφιζαμε προδότες. Γιαυτο φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Λυπάμαι πολύ. Η μασονία κυβερναει, δυστυχως. Υπομονή και προσευχή!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή