Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

Η Ουγγρική Εξέγερση του 1956 – Όταν οι Ούγγροι επαναστάτησαν εναντίον του Κομμουνιστικού Καθεστώτος



Κωνσταντίνος Τσοπάνης

Δρ Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων

 

 

Η δεκαετία του 1950 ήταν μια από τις πιο ταραγμένες κι «επικίνδυνες» για τον συρματοπλεγμένο «Ερυθρό παράδεισο» που είχε δημιουργήσει στην Ανατολική Ευρώπη ο Στάλιν. Μετά την Ανατολική Γερμανία, η Πολωνία και η Ουγγαρία διαδοχικά ξεσηκώθηκαν κατά της σοβιετικής τυραννίας.

Το 1953, με την εξέγερση των Ανατολικογερμανών στο Βερολίνο, το δημιούργημα του Στάλιν, ο κομμουνιστικός κόσμος, άρχισε να τρίζει. Τρία χρόνια αργότερα, το 1956 ξέσπασαν ταραχές στο Πόζναν της Πολωνίας όπου και πάλι χιλιάδες εργάτες κατέβηκαν σε διαδήλωση στο κέντρο της πόλης εντυπωσιάζοντας με την ένδεια και την άθλια εμφάνιση τους τους ξένους επισκέπτες που έμεναν στο ξενοδοχείο «Ποζνάσκι». Η αστυνομία επιτέθηκε εναντίον των διαδηλωτών και το πρώτο θύμα της ήταν ένας δεκαπενταετής νέος στο αίμα του οποίου βάφτηκε η σημαία που έγινε σύμβολο των εξεγερθέντων. Αμέσως μετά οι διαδηλωτές κατέλαβαν τις φυλακές και ελευθέρωσαν τους πολιτικούς κρατουμένους καθώς και τα γραφεία του τοπικού κομμουνιστικού κόμματος και λυντσάρησαν τους αστυνομικούς. Γρήγορα όμως οι ερπύστριες των τεθωρακισμένων έσπειραν γύρω τους την σιωπή. Απολογισμός: 58 νεκροί, 800 τραυματίες, 323 συλλήψεις. Οι ευθύνες για το αιματοκύλισμα ανήκαν φυσικά στους «πληρωμένους πράκτορες του εξωτερικού»….. οργουελικές καταστάσεις…

Καθώς οι εξεγερμένοι Πολωνοί εκστόμιζαν σαν αρά εναντίον των Σοβιετικών την λέξη «Κατύν», που θυμίζει την σφαγή των αξιωματικών τους στο ομώνυμο δάσος από τα στρατεύματα του Στάλιν, οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να δεχθούν την «περιορισμένη επανάσταση» που εκδηλώθηκε στην Πολωνία, οπισθοχωρώντας κατά ένα βήμα. Την ίδια χρονιά ξέσπασαν ταραχές στην Ουγγαρία εναντίον του Ράκοσι ο οποίος τελικά και υπό την πίεση του Τίτο, αναγκάσθηκε «να κάνει την αυτοκριτική του» στις 17 Ιουλίου μπροστά στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος και να ζητήσει την αντικατάσταση του. Η Μόσχα έστειλε στην θέση του τον Έρνε Γκέρε, επίσης σταλινικό και εβραίο, αλλά οι Μαγυάροι ζητούσαν τον Νάγκυ. Ας δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους.

Στις 19 Οκτωβρίου του 1956 οι φοιτητές του πανεπιστημίου του Σέγκεντ στην αρχή και των Γκύερ και Ντέμπρετσεν στη συνέχεια, εξεγέρθηκαν εναντίον της Σοβιετικής στρατιωτικής κατοχής της χώρας τους. Η πρώτη τους ενέργεια ήταν να ιδρύσουν μια Φοιτητική Ένωση ανεξάρτητη από το κομμουνιστικό κόμμα. Ακολούθησε μια αυθόρμητη συγκέντρωση των φοιτητών του Πολυτεχνείου της Βουδαπέστης στον λόφο Σαίντ Γκελλέρτ. Εκεί ψηφίσθηκε δια βοής μια Διακήρυξη των φοιτητών αποτελούμενη από δεκατέσσερα σημεία, η οποία τυπώθηκε αμέσως από τις Εκδόσεις του Πανεπιστημίου και διενεμήθη στο κοινό. Μεταξύ των άλλων οι φοιτητές ζητούσαν την εκκένωση της πατρίδας τους από τα Σοβιετικά στρατεύματα, τη διεξαγωγή εκλογών με μυστική ψηφοφορία και τέλος, σε μια συμβολική κίνηση, την αποκαθήλωση του αγάλματος του Στάλιν το οποίο συμβόλιζε στα μάτια τους την τυραννίας και τον κομμουνιστικό απολυταρχισμό.

 

 

Την ίδια εκείνη ημέρα επέστρεψε στη χώρα η δοτή κομμουνιστική ουγγρική κυβέρνηση από μια εθιμοτυπική επίσκεψη στον Τίτο της Γιουγκοσλαβίας,. Τόσο ο πρώτος Γραμματεύς του ΚΚ, Ερνε Γκέρε, όσο και ο δεύτερος Γιάνος Κάνταρ, αλλά και ο πρωθυπουργός της χώρας Χέγκεντυς ήταν πειθήνια όργανα του Στάλιν και είχαν πρωτοστατήσει στη μάχη του εναντίον του Τίτο καταδιώκοντας κάθε στοιχείο ύποπτο για την «νόσο του τιτοϊσμού». Μετά την πτώση του μέντορά τους στην ΕΣΣΔ, και σε μια προσπάθεια να σωθούν οι ίδιοι, αναγκάσθηκαν να αλλάξουν γραμμή πλεύσης και να αγκαλιάσουν τον «μεγαλύτερο εγκληματία της κομμουνιστικής ιστορίας», δηλαδή τον Τίτο. Τα γεγονότα όμως στην ίδια τους τη χώρα τους είχαν ξεπεράσει. Οι Μαγυάροι, έθνος ζωηρό και επαναστατικό, αντίθετα με τους γείτονες τους Σλάβους και Ρουμάνους που έσκυψαν το κεφάλι και υποτάχθηκαν στον κομμουνιστικό ζυγό, είχαν αδράξει την ευκαιρία και είχαν ξεσηκωθεί. Μόλις αντιλήφθηκαν την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα στην Ουγγαρία, οι ιθύνοντες του κόμματος και του κράτους απαγόρευσαν οποιαδήποτε συγκέντρωση. Το πλήθος όμως είχε ήδη συγκεντρωθεί στο άγαλμα του Πεταϊφι στη Βουδαπέστη και αψηφώντας την απαγόρευση κατευθύνθηκε κατά μήκος του Δούναβη διαδηλώνοντας και φωνάζοντας συνθήματα συμπαράστασης υπέρ των εξεγερθέντων Πολωνών και υπέρ της επιστροφής του γηραιού πολιτικού Ιμρε Νάγκυ τον οποίον οι κομμουνιστές είχαν εξαφανίσει από το πολιτικό προσκήνιο ήδη από το 1953. Οι σημαίες τις οποίες κυμάτιζε το πλήθος έφεραν μια τρύπα στην μέση αφού τους είχε αφαιρεθεί το κομμουνιστικό έμβλημα. Έκτατε οι «τρύπιες» εθνικές σημαίες, με το κομμουνιστικά σύμβολα να έχουν αφαιρεθεί δηλαδή, θα γίνονταν τα εμβλήματα των διαδοχικών επαναστάσεων του Ανατολικό-ευρωπαϊκού κόσμου μέχρι και την οριστική πτώση του κομμουνιστικού ζυγού, το 1989-90.

 

 

Τρομοκρατημένη η αριστερή κυβέρνηση, σε μια κίνηση πανικού, ήρε την απαγόρευση των διαδηλώσεων. Ήταν όμως πολύ αργά ακόμα και για να εντυπωσιάσει. Ο εξεγερμένος λαός την είχε ήδη ακυρώσει από μόνος του. Η διαδήλωση έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και μαζί με τους εξεγερμένους ενώθηκαν και πολλοί ευέλπιδες της στρατιωτικής ακαδημίας. Κατόπιν οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς το κοινοβουλευτικό μέγαρο, στην πλατεία Κόσσουτ, όπου με ρυθμικές φωνές απαιτούσαν την επιστροφή του Νάγκυ, ως συμβόλου της εθνικής ανεξαρτησίας και της ασφάλειας της χώρας. Οι εξελίξεις θα τους διέψευδαν αργότερα.

Ο Ιμρε Νάγκυ, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει στην πρωτεύουσα από το εξοχικό του στις λίμνες Μπάλατον, στα ανατολικά σύνορα της χώρας, εμφανίσθηκε τελικά στον εξώστη του Κοινοβουλίου. Έφθανε τότε μόνο μια του λέξη, μόνο να αποκαλούσε το πλήθος με την εθνική του ονομασία «Μαγυάροι!», και εκείνοι οι απόγονοι των ανυπότακτων ιππέων των απέραντων πούσκας, θα τον ακολουθούσαν σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου. Όπως όμως είναι γνωστό από την ιστορία, οι γέροντες δεν τολμούν εύκολα αφού η ζωή τους έχει διδάξει να συμβιβάζονται. Έτσι και ο πολιός Ιμρε Νάγκυ δεν τόλμησε ακριβώς την στιγμή που έπρεπε να τολμήσει! Αφού αποκάλεσε τους διαδηλωτές με το μισητό επίθετο «σύντροφοι» – όρος τον οποίον είχαν επιβάλλει οι σοβιετικές δυνάμεις κατοχής στην πατρίδα του- τους κάλεσε στη συνέχεια να συσπειρωθούν γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα. Οι εξεγερθέντες απογοητευμένοι άρχισαν να διαλύονται. Ωστόσο μια ομάδα από αυτούς κατευθύνθηκε προς το δημοτικό πάρκο και με πολύ μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να αποκαθηλώσει το επτά μέτρων άγαλμα του Στάλιν που δέσποζε στην περιοχή. Το 14ο σημείο της Διακήρυξης των φοιτητών τουλάχιστον είχε πραγματοποιηθεί. Ο σοβιετικός τύραννος, ο «ψεύτης ήλιος» του Σιδηρού Παραπετάσματος, έστω και συμβολικά ως άγαλμα, είχε πέσει και διαλυθεί σε χίλια κομμάτια.

Την ίδια ώρα ένα άλλο τμήμα των διαδηλωτών κατευθύνθηκε προς τον ραδιοφωνικό τον οποίο και κατέλαβε. Ωστόσο απέτυχε να μεταδώσει την Διακήρυξη των 14 σημείων αφού η συντρόφισσα Βαλερία Μπένκε, διευθύντρια της Ραδιοφωνίας κατάφερε να τους ξεγελάσει βάζοντας τους να την εκφωνήσουν από ένα κλειστό μικρόφωνο. Έτσι οι Ούγγροι αντί για τη διακήρυξη των φοιτητών άκουγαν μουσική του Στράους. Αμέσως μετά ακολούθησε το διάγγελμα του Γραμματέα Γκέρε, ο οποίος με φωνή σκληρή κι απειλητική ανακοίνωνε ότι «οι εχθροί του λαού ήθελαν να κλονίσουν την εξουσία της εργατικής τάξης», κι ότι «προσπαθούσαν να χαλαρώσουν τους δεσμούς με τη Σοβιετική Ένωση ……που όχι μόνο απελευθέρωσε τη χώρα μετά τον ΒΠΠ αλλά την ανέσυρε από τη λάσπη και τη βοηθά ακόμα!» Αυτός ο λόγος αποτέλεσε τη σπίθα που άναψε το φυτίλι της επανάστασης.

Οι διαδηλωτές νιώθοντας ότι εξαπατήθηκαν επέστρεψαν στο μέγαρο της Ραδιοφωνίας στο οποίο είχαν ήδη εγκατασταθεί για να το φρουρούν 500 άνδρες της Αλαμβέντελμι Όσταλυ, γνωστής και ως Α.Β.Ο., της μισητής για τους Ούγγρους κομματικής ασφάλειας. Το πλήθος επιτέθηκε εναντίον του κτιρίου της Ραδιοφωνίας χρησιμοποιώντας ένα αυτοκίνητο ως πολιορκητικό κριό. Η συντρόφισσα Βαλέρια Μπένκε ζήτησε ακόμα περισσότερες ενισχύσεις και στάλθηκαν επιτόπου τρία άρματα που παρατάχθηκαν στην οδό Μπρόντυ Σάντορ καθώς και αρκετά φορτηγά με άνδρες του τακτικού στρατού οι οποίοι όμως, μολονότι παρατάχθηκαν μπροστά στο μέγαρο αρνήθηκαν να βάλουν κατά του άοπλου πλήθους.

Στις 11 το βράδυ, οι διαδηλωτές δέχθηκαν την επίθεση των ανδρών της Α.Β.Ο., οι οποίοι άνοιξαν πυρ πλευροκοπώντας όσους βρίσκονταν στην οδό Μπρόντυ-Σάντορ σκοτώνοντας, μεταξύ των άλλων, τους δυο από τους τρεις κυβερνήτες των αρμάτων που βρίσκονταν στους πυργίσκους. Εξαγριωμένοι τότε οι διαδηλωτές αφόπλισαν τους στρατιώτες και εισέβαλαν στο κτίριο το οποίο και άρχισαν να πυρπολούν. Αρκετοί στρατιώτες τους ακολούθησαν και εθεάθησαν αξιωματικοί να μοιράζουν πολεμοφόδια στους διαδηλωτές.

Λίγο πιο πέρα στην οδό Ακαδημίας και στην έδρα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΟ ο Γενικός Γραμματέας Γκέρε ωρύετο ότι «αυτοί που ξεσηκώθηκαν ήταν μια φασιστική αλητεία και αλλοίμονο της!». Ταυτόχρονα απειλούσε τον γηραιό Νάγκυ κατηγορώντας τον πως αυτός βρισκόταν πίσω από όλη την εξέγερση. Ο καυμένος ο Νάγκε, έχοντας τα χαμένα και παραμένοντας πειθήνιο όργανο της κομματικής ιεραρχίας, σχεδόν ψέλλιζε ότι δεν ήξερε τίποτε κι ότι είναι ένα απλό μέλος του κόμματος και τίποτε παραπάνω. Τα ίδια απαντούσε και σε όσους του τηλεφωνούσαν παρακαλώντας τον να κάνει κάτι. Τελικά η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος που συνεδρίαζε όλη τη νύχτα αποφάσισε και ανήγγειλε στις 7,30 του επομένου πρωινού, ότι ο Ιμρε Νάγκυ ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας αλλά όμως Γενικός Γραμματέας του κόμματος παρέμεινε ο σταλινικός Γκέρε. Ο στρατός και η αστυνομία παρέμειναν επίσης στα χέρια των σταλινικών. Με άλλα λόγια η αλλαγή στην πρωθυπουργία δεν ήταν παρά μόνο μια προσπάθεια να καταλαγιάσει ο λαϊκός αναβρασμός και ο σταλινικός μηχανισμός να παραμείνει ανέπαφος στην εξουσία. Αλλά ο καιροσκόπος κομμουνιστής Νάγκυ δεν εκπροσωπεί τίποτε πια στα μάτια του Ουγγρικού λαού. Χωρίς να καταλαβαίνει ότι οι ομοεθνείς του απέρριπταν αυτόν καθ’ εαυτόν τον κομμουνισμό, ο ίδιος πίστευε ότι του είχε δοθεί η ευκαιρία να επαναφέρει έναν «κομμουνισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Ουτοπίες……

Στο πρώτο του διάταγμα το οποίο μεταδόθηκε στις 8 το βράδυ της 20ης Οκτωβρίου απειλούσε με θανατική ποινή όσους είχαν εξεγερθεί εναντίον της σοβιετικής εξουσίας. Με άλλα λόγια η πρώτη του κυβερνητική πράξη ήταν να θέσει στην παρανομία εκείνους οι οποίοι τον είχαν φέρει στην εξουσία! Τα σχόλια περιττεύουν… Εξαγριωμένοι οι Μαγυάροι διαδηλωτές σε αντίδραση άρχισαν να κρεμούν τα μέλη της Α.Β.Ο., τους μυστικούς αστυνομικούς που είχαν ανοίξει πυρ εναντίον των διαδηλωτών δηλαδή.

Στις 9 το βράδυ άλλο ένα ανακοινωθέν ανήγγειλε την σοβιετική επέμβαση στη χώρα: «Χυδαίες ένοπλες επιθέσεις εκ μέρους αντεπαναστατικών συμμοριών δημιούργησαν μια κατάσταση σοβαρή», διατείνονταν οι κομμουνιστές και συνέχιζαν «οι συμμορίες κατέλαβαν δημόσια κτίρια, εργοστάσια, δολοφόνησαν πολίτες και στρατιωτικούς και μέλη της Ασφαλείας….. Η Λαϊκή κυβέρνηση της Ουγγαρίας αφού δεν ήταν προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο, και ακολουθώντας τους όρους του Συμφώνου της Βαρσοβίας, έκανε έκκληση στα Σοβιετικά στρατεύματα που στάθμευαν στην Ουγγαρία να αποκαταστήσουν την τάξη». Ο ουγγρικός λαός ανέτρεψε την υποτιθέμενη «Λαϊκή Κυβέρνηση» την οποίαν ανέλαβαν να σώσουν τα σοβιετικά τεθωρακισμένα άρματα μάχης τα οποία σύμφωνα με γελοιογράφο της εποχής «εισέβαλαν στους δρόμους της Βουδαπέστης χορεύοντας βάλς……».

 

 

Εισβολή των σοβιετικών αρμάτων μάχης

Οι δύο μηχανοκίνητες μεραρχίες που στάθμευαν στην Ουγγαρία, η 2η και η 17η, ενισχυμένες από άλλες οι οποίες είχαν αρχίσει να περνούν τα ρουμανικά και τα σοβιετικά σύνορα, είχαν τεθεί από μέρες σε κίνηση και ετοιμότητα. Στις 20 του μηνός οι μηχανοκίνητες μονάδες είχαν αρχίσει να κινούνται προς το Σομπάτχελυ και το Σέκεσφεχερβαρ ενώ ταυτόχρονα είχε ήδη τεθεί σε ενέργεια στην Πολωνία και την Ουγγαρία το γενικό σχέδιο που προβλεπόταν για την ανυπακοή των σοβιετικών δορυφόρων. Στην Πολωνία η οποία είχε εξεγερθεί λίγες ημέρες πριν, η επέμβαση των τεθωρακισμένων είχε αποτραπεί την τελευταία στιγμή χάρη σε μια διευθέτηση μεταξύ της Πολωνικής κομμουνιστικής κυβέρνησης και εκείνης της Σοβιετικής Ένωσης. Στην Ουγγαρία όμως τίποτε δεν σταμάτησε την επέμβαση. Τα σοβιετικά άρματα μάχης ξεκίνησαν από το Τσεγκλέντ, 50 χιλ. μακριά και εμφανίσθηκαν στην αριστερή όχθη του Δούναβη, στη Βούδα, τη νύχτα της 23ης προς την 24η Οκτωβρίου και πέρασαν τη γέφυρα Σαμπατσάγκ και τη γέφυρα της νήσου Μαργαρίτας. Εκεί περίμεναν για επτά ολόκληρες ώρες πριν ανακοινωθεί επίσημα η επέμβαση τους.

Το πρωινό της 24ης Οκτωβρίου τα Σοβιετικά άρματα μάχης κατέλαβαν τις γέφυρες του Δούναβη και τα στρατηγικά σημεία της ουγγρικής πρωτεύουσας. Επίσης κατέλαβαν την περιοχή στην οποία βρίσκονταν τα κυβερνητικά κτίρια καθώς και κάποια εργοστάσια στην περιοχή του Τσέπελ. Ταυτόχρονα σοβιετικοί στρατιώτες έστηναν μόνιμα πολυβολεία στα σταυροδρόμια των οδών. Την αρχή των εχθροπραξιών την έκαναν τα σοβιετικά στρατεύματα όταν στις 6 ο πρωί, πιθανόν από εκνευρισμό, εξαπέλυσαν μια ομοβροντία στη γωνία του «πάρκου του Λαού» και της λεωφόρου Ουλλυί. Λίγα λεπτά αργότερα ένας πενηντάρης άνδρας, παλαίμαχος του ΒΠΠ εξεσφένδονησε εναντίον του άρματος μια αναμμένη μποτίλια με βενζίνη και το πυρπόλησε. Ένα δεύτερο τεθωρακισμένο άρμα πυρπολήθηκε μπροστά στους στρατώνες Κίλιαν, ενώ κάποια τεθωρακισμένα άρματα που κατέβαιναν τη λεωφόρο Λένιν δέχθηκαν επίθεση με χειροβομβίδες από μια αυτοσχέδια μονάδα που κινείτο για να λάβει μέρος στην πολιορκία του μεγάρου της Ραδιοφωνίας. Το ίδιο συνέβη και στον λόφο της Βούδα, στην πλατεία Τσέρεκ, όπου αρκετοί νεαροί με παράτολμο θάρρος σκαρφάλωναν στους πυργίσκους των αρμάτων κι έριχναν μέσα χειροβομβίδες εξουδετερώνοντας τα πληρώματα τους. Οι σοβιετικοί στρατιώτες οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί ότι θα εκινούντο για να συντρίψουν κάποιο φασιστικό πραξικόπημα βρήκαν μπροστά τους εργάτες και δεν ήξεραν πως έπρεπε να δράσουν. Έτσι κατά τις 12 το μεσημέρι οι εξεγερμένοι είχαν οχυρωθεί στον κινηματογράφο Κορβίν, στο κτίριο της Ραδιοφωνίας, στο κεντρικό βιβλιοπωλείο Σάμπαντ Νεπ και στις μεγάλες πολυκατοικίες της λεωφόρου Λένιν ενώ τα σοβιετικά τεθωρακισμένα χωρίς να επιχειρούν καμμία συντονισμένη προσπάθεια προκειμένου να ανακτήσουν έδαφος έβαλαν μόνο σποραδικά εναντίον κάποιων κτιρίων.

Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας ο καιροσκόπος γέροντας Ιμρε Νάγκυ απειλούσε και πάλι αυτούς που τον έφεραν στην εξουσία υπερασπιζόμενος τους Σοβιετικούς και την «κομματική νομιμότητα». Στις 1,58 έδωσε με ένα νέο του διάγγελμα 2 λεπτά καιρό στους διαδηλωτές να παραδοθούν. Αστείες ενέργειες…… λίγα λεπτά αργότερα η προθεσμία παρατάθηκε μέχρι τις 10 τη νύχτα. Η αστειότητα έγινε γελοιότητα…. Οι σοβιετικοί που πληροφορήθηκαν ότι η «φασιστική ανταρσία» δεν μπορούσε να καταπολεμηθεί έσπευσαν να καθαιρέσουν τον πολύ Γκέρε και να τον αντικαταστήσουν με τον Γιάνος Κάνταρ ο οποίος δέχθηκε τη θέση μολονότι έφερε ακόμα στο πρόσωπο του τα σημάδια από τους βασανισμούς που είχε υποστεί τη σταλινική περίοδο στις κομμουνιστικές φυλακές. Η κατάσταση έδειξε να εκτονώνεται κάπως και εκείνη τη νύχτα οι εξεγερμένοι άρχισαν να παραδίδουν τα όπλα. Οι Σοβιετικοί υπολόγισαν ότι η εξέγερση έσβηνε και η κυβέρνηση –μαριονέτα του Νάγκε κάλεσε στις 6,30 το πρωί τους κατοίκους να επανέλθουν στις εργασίες τους διαβεβαιώνοντας τους ότι οι «ταραξίες είχαν σωφρονιστεί».

Στις 25 Οκτωβρίου όμως και από τις 9 το πρωί άοπλοι και ειρηνικοί διαδηλωτές είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την πλατεία Κόσσουτ και να κατευθύνονται προς τη Βουλή. Κατά τις 10 έκαναν την εμφάνιση τους ουγγρικά άρματα φορτωμένα πολίτες και με σημαίες από τις οποίες έλλειπαν τα κομμουνιστικά σύμβολα. Καθώς κινούνταν φιλικά προς τους Σοβιετικούς, αρχικά κι εκείνοι δεν αντέδρασαν αλλά τους επιτέθηκαν οι άνδρες της μυστικής αστυνομίας οι οποίοι άνοιξαν πυρ εναντίον των εξεγερμένων από την στέγη του Υπουργείου Γεωργίας. Στη συνέχεια άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους και οι Σοβιετικοί στρατιώτες με αποτέλεσμα στο τέλος να χρειαστούν 18 φορτηγά για να μεταφέρουν τα πτώματα. Πολλοί Μαγυάροι κατέφυγαν στην πρεσβεία των ΗΠΑ ζητώντας άσυλο. Τότε ήταν που οι απηυδισμένοι κάτοικοι της Βουδαπέστης ζήτησαν εκδίκηση από τους άντρες των μυστικών υπηρεσιών. Αρκετοί από τους άνδρες των μυστικών υπηρεσιών οι οποίοι είχαν ανοίξει αδικαιολόγητα πυρ εναντίον των αόπλων διαδηλωτών κρεμάσθηκαν από τον λαιμό ή τα πόδια. Άλλοι εκτελέσθηκαν με μια πιστολιά ενώ υπήρξαν και κάποιοι που κάηκαν ζωντανοί, με τους Σοβιετικούς να παρατηρούν ξανά αμέτοχοι τα γεγονότα.

Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή 26 Οκτωβρίου η εξέγερση γενικεύθηκε και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ουγγαρία. Οι αγρότες διέλυσαν τις κολεκτίβες τις οποίες τους είχαν αναγκάσει να δημιουργήσουν και δυο μεγάλες επαρχιακές πόλεις, η Ντεμπρετσέν και η Μίσκολτς εξέλεξαν επαναστατικές δημοκρατικές αρχές καταργώντας τις κομμουνιστικές. Στην ίδια την πρωτεύουσα ο συνταγματάρχης Παλ Μάλετερ παρέδωσε στους επαναστάτες τον στρατώνα Κίλιαν το οποίον πολιορκούσαν επί τρεις ημέρες και ένα επαναστατικό συμβούλιο από διανοούμενους ανέλαβε να δώσει στο κίνημα κάποια γενική κατεύθυνση ορίζοντας ταυτοχρόνως τον Μάλετερ στρατιωτικό αρχηγό. Ο ουγγρικός στρατός είχε ταχθεί ήδη με το μέρος των επαναστατών και μόνο οι άνδρες της κομμουνιστικής μυστικής αστυνομίας παρέμεναν στο πλευρό των Σοβιετικών. Μια καινούρια ημέρα ελευθερίας ήταν έτοιμη να ανατείλει στην Ουγγαρία.

Η μια πόλη μετα την άλλη άρχισαν να αποκηρύσσουν την κομμουνιστική κυβέρνηση και να διώχνουν τους τοπικούς τυραννίσκους. Ντέμπρετσεν και Μίσκολτς στην αρχή και κατόπιν Σέγκεντ, Πετς, Σόλνοκ, Κάποσβαρ, Βέσπρεμ, Σόμπατχελυ, Γκυόρ, Μαγκυάροβαρ, Σόπρον, Χέγκυτκελον, Σέντγκοτχαρντ, Ντούναφολτβαρ και άλλες έστειλαν στη Βουδαπέστη αντιπροσωπείες απαιτώντας άμεση απελευθέρωση της Ουγγαρίας και αποκατάσταση της δημοκρατίας. Μπροστά στη γενικευμένη εξέγερση πολλοί διοικητές των σοβιετικών μονάδων υποσχέθηκαν σε εκπροσώπους των επαναστατών να μείνουν ουδέτεροι αν κανείς δεν πείραζε τους άνδρες τους. Κατά συνέπεια η δοτή κομμουνιστική κυβέρνηση έμεινε απομονώθηκε προς στιγμή πλήρως. Οι Γκέρε και Χέγκεντυς, δραπέτες και αιχμάλωτοι μαζί κατέφυγαν μέσα σε ένα σοβιετικό άρμα μάχης για προστασία ενώ έψαχναν τρόπο για να καταφέρουν να διαφύγουν στη Μόσχα.

Ο Νάγκυ σχημάτισε νέα κυβέρνηση με παλαιοκομματικούς διώχνοντας τους σταλινικούς κομμουνιστές από το πολιτικό προσκήνιο και ταυτόχρονα υπό τους ήχους του Ουγγρικού εθνικού ύμνου και όχι της κομμουνιστικής Διεθνούς καλούσε τους Μαγυάρους να σημαιοστολίσουν τις κατοικίες τους με τα εθνικά χρώματα της πατρίδας τους. Αντιπρόσωποι των επαναστατών έφτασαν στον Ιμρε Νάγκυ ζητώντας του να απαιτήσει μετά τις τελευταίες εξελίξεις «οι σοβιετικές δυνάμεις κατοχής να αποχωρήσουν από την Ουγγαρία με λευκή σημαία». Ο γηραιός και τρομοκρατημένος Νάγκυ τους απήντησε ότι ήταν τρελλοί αν νόμιζαν ότι μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ωστόσο στα χέρια του υπήρχε μια δήλωση των Σοβιετικών που του είχαν αφήσει οι Σουσλώφ και Μικογιάν και στην οποία η σοβιετική κυβέρνηση μεταξύ των άλλων αναγνώριζε ότι: «στις σχέσεις μεταξύ των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου έχουν διαπραχθεί καθαρά και ολοφάνερα λάθη…… Για αυτό η Σοβιετική Ένωση είναι έτοιμη να προχωρήσει στις αναγκαίες αναθεωρήσεις και συγκεκριμένα σε ότι αφορά την παρουσία των σοβιετικών στρατευμάτων στο έδαφος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας». Δυο δεκαετίες πριν ο Ούγγρος ναύαρχος Χόρτυ είχε απαιτήσει ευθαρσώς από τον σύμμαχο του Χίτλερ να αποδοθούν στην πατρίδα του αυτά που πίστευε ότι δικαιωματικά της ανήκαν. Αυτή την φορά ο γηραιός και πειθήνιος κομμουνιστής Νάγκυ δεν τόλμησε να υψώσει το όποιο του ανάστημα απέναντι στις Σοβιετικούς που είχαν καταλάβει την Ουγγαρία.

Τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου ο παγκόσμιος τύπος εκθείαζε τη γενναιότητα των Ούγγρων και έβλεπε στην εξέγερση τους την αυγή της ελευθερίας των Ανατολικοευρωπαίων οι οποίοι μια δεκαετία πριν είχαν περάσει με τη βία κάτω από τον κομμουνιστικό ζυγό. Στον δυτικό κόσμο η πολωνική και η ουγγρική εξέγερση έδωσαν την αίσθηση ότι άρχιζε η διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Ο εθνικισμός των υπόδουλων εθνών αντιπαρατείθετο στον σοβιετικό διεθνισμό και φαινόταν να ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να νικήσει τον κομμουνισμό. Στο Συμβούλιο Ασφαλείας η Ουγγρική εξέγερση έγινε το θέμα της ημέρας και η χώρα απόκτησε ένα τεράστιο κεφάλαιο συμπάθειας παγκοσμίως. Τα σοβιετικά στρατεύματα αποχώρησαν από τη Βουδαπέστη αφήνοντας πίσω 3.000 τραυματίες και μια πόλη που θύμιζε βομβαρδισμένο τοπίο. Την ίδια ημέρα όμως ξέσπασε ο πόλεμος του Σουέζ κάνοντας την ηρωική επανάσταση των Μαγυάρων να περάσει σε δεύτερο πλάνο. Τελικά το θανατηφόρο πλήγμα στον εθνικισμό, τη στιγμή που αντιμάχετο τον κομμουνισμό, το έδωσε έμμεσα ο Γάλλο-βρετανικός ιμπεριαλισμός ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τον πόλεμο του Σουέζ. Η παγκόσμια κοινή γνώμη απορροφήθηκε από τον πόλεμο του Σουέζ και ουσιαστικά εγκατέλειψε την Ουγγαρία έρμαιο στα χέρια της ΕΣΣΔ. Αυτή τη στιγμή ως ανέλπιστη βοήθεια κατέφθασε η συμπαράσταση του άλλου ερυθρού γίγαντα, της Κίνας, η οποία αμφισβήτησε τη χώρα που όλος ο κομμουνιστικός κόσμος είχε αναγνωρίσει ως «ηγέτιδα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου» και την κατηγόρησε ότι αγνοούσε την αρχή της ισότητας μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών και συμπεριφερόταν έναντι της Ουγγαρίας με σωβινισμό. Σύμφωνα με την Συνθήκη του 1947 οι Σοβιετικοί θα έπρεπε να εκκενώσουν την Ουγγαρία εντός δυο μηνών από την υπογραφή της. Το Κρεμλίνο κατάφερε να διατηρήσει τις δυνάμεις του σε αυτήν την κεντροευρωπαϊκή χώρα με το πρόσχημα ότι κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο για να εξασφαλισθεί μια γραμμή επικοινωνίας με τις δυνάμεις της που στάθμευαν στην κατεχόμενη Αυστρία. Μετά την απελευθέρωση της Αυστρίας αυτός ο λόγος έπαυσε να υφίσταται και εάν ο Νάγκυ κατήγγειλε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας τότε οι Σοβιετικοί θα ήταν υποχρεωμένοι να φύγουν.

Οι σοβιετικοί σε μια κίνηση τακτικού ελιγμού αποχώρησαν από τη Βουδαπέστη αποσύροντας και τα τελευταία άρματα μάχης που φρουρούσαν τα κυβερνητικά κτίρια πέριξ του Δουνάβεως και συναποκομίζοντας τους νεκρούς τους. Πίσω τους άφησαν μια ερειπωμένη πόλη οι πολίτες της οποίας όμως παρέμειναν οπλισμένοι και έτοιμοι να προχωρήσουν την επανάσταση τους μέχρι να δικαιωθούν. Μέσα σε μια μόνο νύχτα «αναστήθηκαν» εννέα πολιτικά κόμματα και άλλες τόσες εφημερίδες του προ-κομμουνιστικού αστικό-δημοκρατικού πολιτικού στερεώματος. Οι Ούγγροι, ελεύθεροι πια να λύσουν τους λογαριασμούς τους, επιτέθηκαν στην έδρα της Πολιτοφυλακής, στην πλατεία Καϊσταρσασαγκ, στο κέντρο της Βουδαπέστης όπου ήταν η έδρα των Α.Β.Ο.Σ. Στην αρχή οι επιτιθέμενοι αποδεκατίσθηκαν αλλά στη συνέχεια επιτέθηκαν με τρία άρματα του ουγγρικού στρατού και με τα κανονια τους άνοιξαν ένα ρήγμα από το οποίο εισήλθαν οι επαναστάτες. Οι άνδρες της μυστικής αστυνομίας που συνελήφθησαν μέσα στην έδρα τους θανατώθηκαν αμέσως από τον λαό που ζητούσε εκδίκηση για τα δέκα χρόνια τυραννίας και τρομοκρατίας που του είχαν επιβάλλει οι μυστικοί αστυνομικοί. Ο Νάγκυ ο οποίος παρ’ όλες τις εξελίξεις παρέμενε πιστός κομμουνιστής και υπάκουο τέκνο της ΕΣΣΔ άρχισε να προειδοποιεί τον επαναστατημένο λαό για «επανεμφάνιση του φασισμού και του αντισημιτισμού» υποστηρίζοντας ότι «η επανάσταση είναι δυνατόν να εξελιχθεί σε αντεπανάσταση». Προσπαθούσε δηλαδή με κάθε τρόπο να εδραιώσει την εξουσία των κομμουνιστών, αλλά οι φωνές του δεν εύρισκαν καμμία απήχηση. Αντιθέτως οι επαναστάτες αποφυλάκισαν τον καρδινάλιο Μίντσεντυ, ο οποίος είχε τεθεί υπό περιορισμό για επτά χρόνια στο μοναστήρι του Φελσοπατένυ, και τον αποκατέστησαν στην αρχιεπισκοπική έδρα ζητώντας του ταυτόχρονα να ηγηθεί εκείνος του επαναστατημένου έθνους.

Στα σύνορα όμως τα σοβιετικά στρατεύματα άρχισαν να συγκεντρώνονται απειλητικά γύρω από συγκοινωνιακούς κόμβους και να καταλαμβάνουν περιφερειακά αεροδρόμια ενώ ταυτόχρονα γκρέμιζαν τα οδοφράγματα που είχαν στήσει οι επαναστάτες στις σιδηροδρομικές γραμμές. Τελικά ο γηραιός και έντρομος Νάγκυ, συρόμενος και ωθούμενος ουσιαστικά από τους Τίλντυ και Γιάνος Κάνταρ, κάλεσε τον πρεσβευτή (ουσιαστικά τοποτηρητή) της ΕΣΣΔ Αντρόπωφ και του ζήτησε να φύγουν τα στρατεύματα τους από την Ουγγαρία τονίζοντας ότι η χώρα αποσυρόταν από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Ο Αντρόπωφ αντέδρασε αλλά το νέο διαδόθηκε μα στην πρωτεύουσα και σε όλη τη χώρα με μια θαρραλέα ομιλία του Γιάνος Κάνταρ. Η Ουγγαρία δηλώνει διεθνώς ότι θα έμενε ουδέτερη κι η Μόσχα δεν φάνηκε να θορυβήθηκε ιδιαιτέρως. Έτσι οι ημέρες πέρασαν ήρεμα μέχρι τις 3 Νοεμβρίου. Επιπλέον ο σοβιετικός στρατηγός Μαλίνιν έλαβε διαταγή να συνεννοηθεί με τους εκπροσώπους της ουγγρικής κυβέρνησης ώστε να αρχίσει η αποχώρηση των στρατευμάτων. Ο Μαλίνιν ξεκίνησε επαφές με τον επιτετραμμένο της ουγγρικής κυβέρνησης συνταγματάρχη Μάλετερ, ο οποίος επί τούτου προήχθη σε στρατηγό και ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών. Η πρώτη συνομιλία που διεξήχθη στο Σοβιετικό γενικό επιτελείο, στη νησίδα Τσέμπελ του Τόκολ, ήταν ικανοποιητική και οι Σοβιετικοί αξιωματικοί υπογράμμισαν μόνο ότι η εκκένωση ήταν από τεχνική άποψη μια περίπλοκη υπόθεση και ζήτησαν προθεσμία μέχρι τις 31 Ιανουαρίου για να την ολοκληρώσουν. Εν τω μεταξύ όμως από την νύχτα της 1ης Νοεμβρίου είχε εξαφανιστεί ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος Γιάννος Κάνταρ. Μόνο ο καρδινάλιος Μίτσεντυ που έχει κάτι υποψιαστεί και κάλεσε από Ραδιοφώνου το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου τη Δύση να βοηθήσει την επαναστατημένη Ουγγαρία. Δεν είχε και πολύ άδικο. Την ίδια νύχτα ο στρατηγός Σερώφ, αρχηγός της πολιτικής αστυνομίας, συνέλαβε τους Ούγγρους αντιπροσώπους στο Τοκόλ και τους φυλάκισε.

 

Ούγγροι επαναστάτες Νοέμβριος 1956
Ούγγροι επαναστάτες Νοέμβριος 1956

 

Επέμβαση και στρατιωτική κατοχή

Η Βουδαπέστη που είχε κοιμηθεί με την αυταπάτη της ελευθερίας ξύπνησε από τον ήχο των ερπυστριών των σοβιετικών αρμάτων. Ο Ιμρε Νάγκυ, που την προηγούμενη βραδιά είχε εξοργισθεί με την έκκληση βοηθείας του καρδιναλίου, απηύθυνε με την σειρά του στις 5,20 το πρωί άλλη μια απεγνωσμένη έκκληση βοηθείας αναγγέλλοντας ταυτοχρόνως, «στους Ούγγρους αλλά και σε όλον τον κόσμο» τη σοβιετική εισβολή. Εις μάτην όμως. Ο Παλ Μάλετερ, υπουργός Στρατιωτικών, ο Ιστβαν Κόβατς, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου και ο Γιάνος Κάνταρ ήταν ήδη κρατούμενοι των Σοβιετικών. Πολύ γρήγορα κατέφυγε στην αμερικάνικη πρεσβεία και ο καρδινάλιος Μίτσεντυ. Ο Ιμρε Νάγκυ έμεινε σχεδόν μόνος απέναντι σε στρατεύματα που εισέβαλλαν σαν «σε εμπόλεμη χώρα» και ηρωοποιήθηκε.

Τα άρματα των Σοβιετικών προωθούνταν κατά τριάδες και σε κάθε σταυροδρόμι άνοιγαν συστηματικά πυρ. Οι Ούγγροι αντιστάθηκαν γενναία και απελπισμένα. Ο λόφος της Βούδα με το μισοερειπωμένο βασιλικό ανάκτορο αντέταξε λυσσώδη άμυνα στα σοβιετικά άρματα μάχης. Οι στρατώνες Κίλιαν βομβαρδίστηκαν από σοβιετικά αεροπλάνα που επιχειρούσαν κάθετες εφορμήσεις ενώ το πυροβολικό κατέκλυζε με τις οβίδες του τον λόφο της Βούδα όπου ήταν οχυρωμένοι οι επαναστάτες. Όπως και την 23 Οκτωβρίου ο λαός ξεχύθηκε εναντίον των εισβολέων μόνο που αυτοί τη φορά τόσο τα στρατεύματα όσο και τα άρματα τους είχαν αλλάξει. Τα τεθωρακισμένα ήταν τελευταίου τύπου Τ 34 και οι στρατιώτες Ασιάτες, Κιργίζιοι ή Ουζμπέκοι που τους είχαν πει ότι τους έστελναν να καταστείλουν μια φασιστική εξέγερση και οι οποίοι νόμιζαν ότι ο Δούναβης ήταν η Διώρυγα του Σουέζ. Οι ασιάτες στρατιώτες συνόδευαν τα τεθωρακισμένα και σάρωναν τους δρόμους με ένα ανελέητο πυρ. Οι Ούγγροι αυτοσχεδίαζαν ηρωικά μέσα αντίστασης, άδειαζαν βαρέλια με μαζούτ στο οδόστρωμα και με μια χειροβομβίδα ανέφλεγαν το υγρό στρώμα κάτω από τα τεθωρακισμένα. Αλλά εκ των πραγμάτων οι πολίτες δεν ήταν δυνατόν να αναχαιτίσουν έναν στρατό αποφασισμένο να σκοτώνει. Τελικά μόλις κατελήφθη η Βουλή ο ίδιος ο Νάγκυ με μια κινηματογραφική τρόπο κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβική πρεσβεία ζητώντας άσυλο από τον σύντροφο Τίτο. Ο Ραδιοφωνικός σταθμός της Βουδαπέστης εξέπεμψε το κύκνειο άσμα του με τη φωνή του άλλοτε έξαλλου κομμουνιστή συγγραφέα Γκιούλα Χάυ που καλούσε τον δυτικό κόσμο να σώσει την πατρίδα του από την σοβιετική εισβολή… oh temporaoh mores!….

 

Σοβιετικά άρματα μάχης T-54 στη Βουδαπέστη στις 31 Οκτωβρίου

 

Στις 6 το πρωί ο Γιάνος Καντάρ, ο οποίος είχε συλληφθεί από τους Σοβιετικούς μερικές ημέρες πριν ανακοίνωσε ότι σχημάτισε κυβέρνηση εργατών που «θα αντιμετωπίσει τα αντεπαναστατικά στοιχεία τα οποία εισχώρησαν στο μαζικό κίνημα που ξέσπασε στις 23 Οκτωβρίου» και ζητούσε από τη Σοβιετική διοίκηση «να συντρίψει τις απαίσιες δυνάμεις της αντίδρασης και να αποκαταστήσει την τάξη και την ηρεμία». Ο Γιάνος Κάνταρ είχε μεταφερθεί στην ουγγρική πρωτεύουσα από τα ίδια εκείνα σοβιετικά τεθωρακισμένα τα οποία απειλούσε πριν λίγες ημέρες και είχε σχηματίσει κυβέρνηση με Ούγγρους «Μοσχοβίτες», όπως ο Φέρεντς Μύνιχ. Δηλαδή άλλη μια επανάληψη του 1945 όταν Ούγγροι κομμουνιστές από την Μόσχα όπως ο Μπέλλα Κούν στάλθηκαν να μετατρέψουν τη χώρα τους σε σοβιετικό προτεκτοράτο.

Ενώ η Βουδαπέστη πνιγόταν μέσα στους καπνούς της μάχης και η νόμιμη κυβέρνηση της Ουγγαρίας σκορπούσε κυνηγημένη, καθώς μια άλλη, παράνομη που είχε σχηματισθεί σε ξένη χωρά, κι από ξένη χώρα εισέβαλλε στο ουγγρικό έδαφος εποχούμενη επί τεθωρακισμένων μιας ξένης χώρας για να πάρει τη θέση της, στο Συμβούλιο Ασφαλείας η συζήτηση για την Ουγγαρία ανεβάλλετο κατόπιν αιτήσεως του Σοβιετικού πρεσβευτή Σομπόλεφ. Σύμφωνα με αυτόν «η ουγγρική εξέγερση ήταν μια εγκληματική στασιαστική ενέργεια φασιστών συμμοριτών που τους χρηματοδοτούσαν οι δυτικές δυνάμεις. Η Σοβιετική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στην έκκληση της νόμιμης ουγγρικής κυβέρνησης, ενώ η αμερικανική προσφυγή αποτελούσε απαράδεκτη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ουγγαρίας με σκοπό να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στην κρίση της Μέσης Ανατολής. Καιρός να συζητηθεί το Σουέζ και η Χερσόνησος του Σινά!» Το Συμβούλιο Ασφαλείας με δέκα ψήφους υπέρ ενέκρινε την αμερικανική πρόταση που καλούσε την ΕΣΣΔ να αποσύρει τα στρατεύματα της, αλλά κανείς Δυτικός δεν φάνηκε διατεθειμένος να αντιδράσει δυναμικά. Στη Νέα Υόρκη η αστυνομία απώθησε τους διαδηλωτές που ήθελαν να πυρπολήσουν το κτίριο του ΟΗΕ, ενώ στο Παρίσι μια διαδήλωση με επικεφαλείς πέντε πρωθυπουργούς κατέβηκε τη Λεωφόρο Ηλυσίων και κατέληξε στην διασταύρωση της οδού Σατωντέν όπου και πυρπόλησε τα γραφεία του Κομμουνιστικού κόμματος. Ανάλογες σκηνές εκτυλίχθησαν και στις Βρυξέλλες, το Στρασβούργο, το Λουξεμβούργο, τη Στοκχόλμη, τη Ζυρίχη, το Σικάγο κ.α. Ο ελεύθερος κόσμος διεμαρτύρετο για τη δολοφονία της Ουγγαρίας. Αλλά οι κομμουνιστές δεν φαίνονταν να ανησυχούσαν. Εκτός από το ευχάριστο μονοπώλειο της βίας, ήξεραν να πλαστογραφούν όχι μόνο την ιστορία αλλά και την πραγματικότητα και αργότερα απόκτησαν την αξιοθαύμαστη ικανότητα να καταργούν τη μνήμη. Για αυτούς στην Ουγγαρία απλώς ο κυρίαρχος λαός κατέθεσε το σκήπτρο του στα σοβιετικά άρματα. Ήδη ο Νεχρού από την Ινδία ενώ καταδίκαζε τα γεγονότα στο Σουέζ, μιλούσε για εμφύλιο πόλεμο στην Ουγγαρία και όχι για «διαπιστωμένη επιθετική ενέργεια». Ο σύντροφος Τίτο, δρώντας προφανώς ιδιοτελώς, έσπευσε να «εγκρίνει τη σοβιετική επέμβαση ύστερα από την, «επικίνδυνη για τον σοσιαλισμό», τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα στην Ουγγαρία. Την ίδια στάση τήρησε και το Πεκίνο. Ο γηραιός Ιμρε Νάγκυ παραδόθηκε από τον Τίτο στις αρχές της πατρίδας του και λίγες ημέρες αργότερα ανακοινώθηκε ότι εξέφρασε την επιθυμία να εκμετρήσει το ζήν σε κάποια άλλη χώρα, εκτός της Ουγγαρίας, αλλά «οπωσδήποτε σοσιαλιστική!» Έκτοτε τον κάλυψε η σιωπή και η λήθη. Ο κομμουνισμός έθετε πάνω από όλα τη σωτηρία του παραβλέποντας τις «εσωτερικές διχόνοιες» και οι ουδέτεροι όπως πάντα έσπευδαν να ευθυγραμμιστούν μαζί του. Έτσι οι Σοβιετικοί αφέθηκαν ανενόχλητοι να «επιβάλλουν την ελευθερία και να επαναφέρουν στο σωστό δρόμο του μαρξισμού» την παρεκκλίνουσα Ουγγαρία. Τα «αρμόνια του Στάλιν», τοποθετημένα κατά συστοιχίες στην παραλιακή λεωφόρου του Δούναβη έβαλαν κατά του λόφου της Βούδα εξουδετερώνοντας κάθε αντίσταση στην πρωτεύουσα. Τα εργοστάσια Τσέπελ βομβαρδίσθηκαν από την αεροπορία και το πυροβολικό. Το Ντουναπεντέλε, η μεγαλύτερη εργατούπολη της Ουγγαρίας που χτίσθηκε χάρη στην βιομηχανική μεγαλομανία του κομμουνισμού, συνέχιζε να αντιστέκεται για καιρό στους σοβιετικούς συντρόφους. Μάχες γίνονταν ακόμα για καιρό στο Πετς, στο Σόμπαχελυ, στο Μίσκολτς και στο Κέτσκεμετ. Ισοπεδώνοντας τα πάντα με τα άρματα τους, δρώντας με ωμότητα βαρβάρων και προβαίνοντας σε ομαδικές εκτελέσεις κατάφεραν να καταβάλουν την αντίσταση των Ούγγρων. Κάποιοι βγήκαν στα βουνά αλλά το γεωγραφικό ανάγλυφο της χώρας δεν ευνοούσε τον ανταρτοπόλεμο. Το μόνο που θα έσωζε την ουγγρική επανάσταση ήταν μια συντονισμένη και συγκεντρωτική βοήθεια από την Δύση η οποία καθώς δεν ερχόταν και την άφησε να ξεψυχήσει. Επιπλέον η Αυστρία, που μόλις είχε γλιτώσει από τα δόντια των Σοβιετικών διαμαρτυρόταν για το πλήθος των προσφύγων. Το ουγγρικό ραδιόφωνο που είχε περιέλθει στα χέρια των Σοβιετικών και της μαριονέτας τους Γιάνος Κάνταρ μετέδιδε «ευχαριστίες στον Ερυθρό στρατό που απελευθέρωσε για δεύτερη φορά τον ουγγρικό λαό». Από την άλλη, στην Δύση ακούγονται μόνο αμυδρά κάποιες τρομακτικές και εφιαλτικές ιστορίες από φυγάδες που κατάφεραν να σωθούν περνώντας τρομοκρατημένοι τα αυστριακά σύνορα.

Μαγυάροι της ουγγρικής μειονότητας της Τρανσυλβανίας ήταν εκείνοι που επαναστάτησαν υπό την ηγεσία του προτεστάντη ιερέα Λάζλο Τόκες τον Δεκέμβριο του 1989 εναντίον του απάνθρωπου καθεστώτος Τσαουσέσκου στη Ρουμανία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου