Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Λένιν: η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης ~ Τι αποκαλύπτουν τα μυστικά αρχεία της KGB


Του Κωνσταντίνου Τσοπάνη

Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκειών

 

 

«….Τα όσα αποφασίζονται πίσω από τις κλειστές πόρτες, οι κοινοί θνητοί θα τα πληροφορηθούν από τους Ιστορικούς, ίσως και μετά την παρέλευση μιας εκατονταετίας.

Έτσι, για να μην μπαίνουμε σε κόπο χωρίς αποτέλεσμα, τα όσα συζητούνται σήμερα στους λεγομένους «κύκλους της ελίτ», πιθανώς να τα μάθουν οι απόγονοί μας ή ακόμα και οι απόγονοι των απογόνων μας, μετά από …»

Ο Βλάντιμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ “Λένιν”

Λέγεται ότι η Ρωσική Επανάσταση του 1917 έγινε από τον Λένιν. Όμως εκείνος πληροφορήθηκε περί της Σοσιαλιστικής Επαναστάσεως (της όντως Επαναστάσεως) της 27ης Φεβρουαρίου του 1917 στη Ρωσία, μόλις στις 2 Μαρτίου του 1917 από τις εφημερίδες, κι ενώ ακόμα ευρίσκετο στη Ζυρίχη. Φθάνοντας στο σπίτι είπε στη Ναντέζντα Κρούπσκαγια: «Είναι συγκλονιστικό! Τι έκπληξη! Φαντάσου! Πρέπει να επιστρέψουμε σπίτι, αλλά πως; Όλα μου μοιάζουν τόσο απροσδόκητα!» (Βλέπε το βιβλίο του D. Volkogonov, Lenin: A New Biography, Free Press, 1994, σελ. 138).
Με άλλα λόγια η πραγματική Επανάσταση του 1917 ήταν ένα εντελώς απρόσμενο γεγονός για τον «ηγέτη της προλεταριακής επαναστάσεως»: πέρα από κάθε ελπίδα και προσδοκία του, υπουργοί, αξιωματούχοι αλλά κι ο ίδιος ο Τσάρος είχαν συλληφθεί. Άλλοι είχαν κάνει την επανάσταση, της οποίας επιθυμούσε να είναι ο πατέρας. Λοιπόν επείγετο να επιστρέψει στη Ρωσία.

Εκείνη την περίοδο ήταν σε πλήρη εξέλιξη ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Γερμανία, που πολεμούσε εναντίον της Ρωσικής Αυτοκρατορίας επιθυμούσε να παραλύσει ο αντίπαλος της εσωτερικώς. Ο Λένιν είχε προσληφθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, μαζί με άλλους «επαγγελματίες επαναστάτες» της Ρωσίας, από τη γερμανική μυστική αστυνομία. Πρότεινε, λοιπόν, στους εργοδότες του να του επιτρέψουν να επιστρέψει στη Ρωσία. Εκείνοι με τη σειρά τους, όχι μόνον δέχθηκαν αλλά έθεσαν και στη διάθεση του ένα εντυπωσιακό χρηματικό ποσό για να διευκολύνουν τις ενέργειες του. Ο Γερμανός Σοσιαλδημοκράτης Eduard Berstein ισχυρίζετο πως: «για να επιτύχει η Οκτωβριανή Επανάσταση η Γερμανία έδωσε στον Λένιν ένα ποσόν «πάρα πολύ μεγάλο, σχεδόν απίστευτο», αποτελούμενο από 50 εκατομμύρια χρυσά μάρκα. Με αυτά τα χρήματα θα μπορούσε να ξεκινήσει έναν πόλεμο ολόκληρο, αλλά εκείνος δωροδόκησε μια επανάσταση.

Από το θρυλικό τεθωρακισμένο ή «σφραγισμένο» τραίνο, χαρισμένο από τους Γερμανούς, πριν ακόμα να φτάσει στον Φιλανδικό σταθμό της Αγίας Πετρουπόλεως, ο Λένιν – με τη «σεμνότητα» που τον διέκρινε – τηλεγράφησε στους ηγέτες του μπολσεβικικού κόμματος να ανακοινώσουν την άφιξη του με την εφημερίδα «Pravda», αφού δεν επιθυμούσε να επιστρέψει ως ένας μετανάστης του συρμού, αλλά σαν ένας αρχηγός, περί του οποίου όμως, μέχρι εκείνη την ώρα σε ολόκληρη τη Ρωσία δεν είχαν ακούσει πιο πολλοί από μια χούφτα ανθρώπων. Τον Ιούλιο του 1917 η Προσωρινή Κυβέρνηση αναγκάσθηκε να εκδώσει μια εντολή σύλληψης του Λένιν ως «Γερμανού κατασκόπου» επί τη βάσει κάποιων αποδείξεων, μεταξύ των οποίων, ευρίσκετο και η Διαταγή Πληρωμής της Γερμανικής Αυτοκρατορικής Τραπέζης υπ. αριθμ., 7433, της 2ας Μαρτίου του 1917, μέσω της οποίας του είχαν καταβληθεί πενήντα εκατομμύρια μάρκα. Αλλά ο τότε κυβερνήτης της Ρωσίας και παλιός συμμαθητής του από τα χρόνια του Λυκείου, τέκτονας A. Kerenski, θέλοντας να τον έχει μελλοντικό σύμμαχο, τον έσωσε μόλις την τελευταία στιγμή.

Στο μέτωπο το 1917 οι Γερμανοί πετούσαν στα χαρακώματα των Ρώσων εχθρών τους διακηρύξεις υπογεγραμμένες από τον Β. Ι. Λένιν, οι οποίες έλεγαν: «Παραδοθείτε! Πετάξτε τα όπλα κι επιστρέψτε στο σπίτι! Οι κυριώτεροι εχθροί μας δεν βρίσκονται στα χαρακώματα των Γερμανών, οι οποίοι είναι κι αυτοί εργάτες όπως κι εσείς, αλλά στα κυβερνητικά έδρανα της Πετρουπόλεως». Ο Λένιν είχε γίνει ο πιο αξιόπιστος σύμμαχος των εχθρών της πατρίδος του.

Χιλιάδες λιποτάκτες εγκατέλειπαν μαζί με τον οπλισμό τους το μέτωπο. Ο Λένιν τους είχε υποσχεθεί ειρήνη, κτήματα, εργοστάσια, βότκα και ψωμί, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να εργασθούν. Αυτές οι χιλιαστικές υποσχέσεις έκαναν τον Λένιν συμπαθή στα μάτια των λιποτακτών.

Οι μελετητές αυτής της περιόδου συμφωνούν άπαντες πως μια σύλληψη του Λένιν το θέρος ή το φθινόπωρο του 1917 θα είχε αλλάξει την ρου της Ιστορίας.
Έχουμε συνηθίσει από την κομμουνιστική ιστοριογραφία, η οποία έχει κατακλύσει τα ράφια βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών, να βλέπουμε τον Λένιν να παρουσιάζεται πολύ συχνά ως το υπόδειγμα του μεγάλου Ρώσου πατριώτη. Ωστόσο κάθε ενεργεία του είχε ως σκοπό να προκαλέσει την ήττα της χώρας του κατά τον Α΄ΠΠ, καθώς και να διευκολύνει τον ίδιο και το κόμμα του να ανέλθουν στην εξουσία. Έτσι, με απώτερο στόχο το δικό τους συμφέρον, ονειρευόταν να μετατρέψει ή να εκφυλίσει τον παγκόσμιο πόλεμο σε έναν ρωσικό εμφύλιο πόλεμο, πράγμα που τελικά και πέτυχε. Για εκείνον, όπως εξάλλου και για τους ιδεολογικούς του απογόνους μέχρι και σήμερα, η ιδέα του διεθνισμού ήταν πολύ πιο σημαντική από εκείνη του πατροπαράδοτου πατριωτισμού. Ο Στρατηγός Erich von Gudendorff, αρχηγός του γερμανικού Γενικού Επιτελείου θα γράψει: «Διευκολύνοντας το ταξίδι του Λένιν στη Ρωσία, η κυβέρνηση μας επωμίσθηκε μια μεγάλη ευθύνη. Η ενέργεια αυτή ήτο απολύτως δικαιολογημένη από στρατιωτικής απόψεως. Έπρεπε να νικήσουμε τη Ρωσία».

Ο προδότης της επανάστασης… 

Αφότου ανέλαβε την εξουσία, ο Λένιν βοήθησε, εκ των έσω, τους Γερμανούς να καταβάλλουν τη Ρωσία. Το «Διάταγμα της Ειρήνης» του Νοεμβρίου του 1917 εκδόθηκε από τον Λένιν με πραγματικό σκοπό την εγκατάλειψη του μετώπου με τη Γερμανία από τον ρωσικό Στρατό, ενώ παραλλήλως αποτέλεσε και μια βαρειά προδοσία της Νέας Ρωσίας προς τους Συμμάχους. Μετά από αυτή την εξέλιξη οι ισχυρές στρατιές του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στο Ανατολικό Μέτωπο είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τον Στρατό του Βασιλιά της Ρουμανίας. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, σε διάστημα λιγότερο του ενός μηνός αφότου κατέλαβαν την εξουσία, οι μπολσεβίκοι αποκατέστησαν επαφή με τους Γερμανούς, ρωτώντας πρώτα απ’ όλα ποιοι είναι οι όροι που θέτουν. Η γερμανική πλευρά ζήτησε να της αποδοθεί μια περιοχή που εκτείνετο σε περισσότερα από 150 000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Σύμφωνα με την ειρήνη του Brest – Litovsk, οι όροι τους οποίους ο Λένιν υπέδειξε στον Λεό Τρότσκυ (το όνομα του ήταν Lev Bronstein, γεννημένος στο Telenesti, έφτασε να γίνει το νούμερο 2 μετά τον Λένιν στην κομμουνιστική ιεραρχία της Τσαρικής Αυτοκρατορίας), για να τους αποδεχθεί χωρίς συζήτηση ήσαν οι εξής: η Σοβιετική Ρωσία παραιτείτο από το 34% του πληθυσμού της, από το 32%  των γεωργικών της εκτάσεων και από το 89% των ανθρακωρυχείων της. Ο Μπουχάριν, που έβλεπε σε αυτές τις παραχωρήσεις «μια προδοσία της επανάστασης», αποκάλεσε τον Λένιν προδότη. Επειδή η Αγία Πετρούπολη θα παραχωρείτο και αυτή οικειοθελώς, ο Λένιν μετέφερε την πρωτεύουσα της χώρας στη Μόσχα. Η συνέλευση των Σοβιέτ υπερψήφισε στις 15 Μαρτίου του 1918 τη Συνθήκη Ειρήνης του Brest-Litovsk με 724 ψήφους υπέρ και 276 κατά, μετά από παράκληση του Λένιν, ο οποίος επίσης καλούσε τον πληθυσμό «να μην προβάλλει αντίσταση στον γερμανικό Στρατό».

Οι Ρώσοι υπήκοοι αναρωτούντο προβληματισμένοι: «Πως είναι δυνατόν οι άνδρες του Κάιζερ να καταφθάνουν με τις επιβατικές αμαξοστοιχίες σαν τουρίστες και να καταλαμβάνουν τη μια πόλη μετά την άλλη χωρίς να συναντούν καμμία αντίσταση;» Ο Λένιν εκπλήρωνε τις υποσχέσεις που είχε δώσει. Αλλά πολύ σύντομα η Αντάντ, με το μέρος της οποίας ήτο και η Ελλάς, νίκησε τη Γερμανία και τους συμμάχους της. Έτσι, από καθαρή τύχη και μόνον συμπτωματικώς, η μπολσεβικική Ρωσία σώθηκε από την «επαίσχυντη ειρήνη» του  Brest-Litovsk, που είχε υπογραφεί από τον Λένιν και μέσω της οποίας η Ρωσία έχανε όλα τα ευρωπαϊκά της εδάφη.

Οι αγιογράφοι του επίσης παρουσιάζουν τον Λένιν ως το πρότυπο της δημοκρατίας.

Τον Ιούνιο του 1917, όταν η Προσωρινή Κυβέρνηση θέλοντας να αντιμετωπίσει την προσπάθεια των Μπολσεβίκων να καταλάβουν την εξουσία, απηγόρευσε κάθε είδους διαδήλωση για διάστημα τριών ημερών, ο Λένιν διεμαρτυρήθη εντόνως, ισχυριζόμενος ότι «σε κάθε δημοκρατική χώρα η οργάνωση τέτοιου είδους διαδηλώσεων είναι απαράγραπτο δικαίωμα του κάθε πολίτη.»

Μετά την 25 Οκτωβρίου του 1917, όμως, εάν μια διαδήλωση, ένα συνέδριο, κάποια εκδήλωση δεν είχε εγκριθεί από τον Ντερζίνσυ (Dzerjinski), τον αρχηγό της ΤΣΕΚΑ (CEKA), ο Λένιν διέταζε είτε να συλληφθούν οι συμμετέχοντες, είτε να πυροβολούνται επί τόπου. Η «επανάσταση» της 25ης Οκτωβρίου του 1917, δεν ήταν παρά ένα συνηθισμένο παλατινό πραξικόπημα, στο οποίο «δεν υπήρξε ούτε καν ένας τραυματίας». Στα Χειμερινά Ανάκτορα δεν εισέβαλαν, όπως παρουσιάζεται στις σοβιετικές ταινίες, οι μπολσεβίκοι στρατιώτες, αλλά «ένα πλήθος εξαγριωμένων κουρελήδων, το οποίο συμπεριφέρθηκε με τη χαρακτηριστική βία που διέπει τέτοιου είδους ομάδες» (Βλέπε στο βιβλίο του D. Volkogonov, Lenin: A New Biography, Free Press, 1994, σελ., 192). Ήταν μια ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας από τη μία Προσωρινή Κυβέρνηση στην άλλη, η οποία θα έπρεπε να είναι κι εκείνη προσωρινή, όπως τουλάχιστον πιστευόταν τότε. «Έμοιαζε περισσότερο με μια αλλαγή φρουράς», θυμάται ο μπολσεβίκος Suhanov. Την επομένη ημέρα όμως η Αγία Πετρούπολη ξύπνησε σε μια άλλη χώρα, σε έναν άλλον κόσμο, σε μιαν άλλη εποχή. Ήταν η εποχή που θα ξεκινούσε μια καταστροφή η οποία ακόμα και μέχρι σήμερα, 90 χρόνια μετά, δεν έχει τελειώσει.

Μολονότι τον παρουσιάζουν ως ένα παράδειγμα αληθινού Ρώσου, (ο Μαγιακόφσκι έλεγε: «Я русский бы выучил только за то, что им разговаривал Ленин», δηλαδή θα μάθαινα ρώσικα μόνον και μόνον γιατί τα μιλούσε ο Λένιν!), ωστόσο ο Λένιν μισούσε τους Ρώσους. Ενώ η ούτως καλούμενη «Οκτωβριανή Επανάσταση» του 1917 είχε στραφεί κατά του ρωσικού λαού. Στη σύνθεση του πρώτου Πολιτικού Γραφείου (Πολίτμπιρω), που συγκροτήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1919, συμμετείχαν πέντε μόνιμα μέλη: ο Λένιν (Ulianov), ο Κάμενεφ (Rozenfeld), ο Krestinski, ο Στάλιν (Djugasvili), ο Τρότσκυ (Bronstein), εκ των οποίων κανείς δεν ήταν Ρώσος. .

Άλλοι σημαντικοί μπολσεβίκοι ηγέτες ήσαν οι: Ντερζίνσκυ (Dzerjinski) (Πολωνός), Ζηνόβιεφ (Εβραίος του οποίου το αληθινό όνομα ήταν Radomyslski), Ορτζονικίτζε (Ordjonikidze) (Γεωργιανός), Ζβέρντλωφ (Sverdlov) (Εβραίος), Ρακόφσκι (Βούλγαρος από τη Ρουμανία), Ενουκίτζε (Enukidze) (Γεωργιανός), Λινατσάρσκι (Linacearski) (Πολωνός), Αϊτάκοφ (Aitakov) (Τουρκμάνος), Ρουτζουτάκ (Rudzutac) (Λετονός), Μικογιάν (Mikoian) (Αρμένης), Σμίντ (Smidt) (Γερμανός), Καγκάνοβιτς (Kaganovici) (Εβραίος), Ράντεκ (Radek) (Εβραίος), Σμίλγκα (Smilga) (Λετονός), Στουτσίκα (Stucika) (Λετονός), Κοσιόρ (Kosior) (Πολωνός) κλπ. Όλοι αυτοί ανήκαν σε εθνότητες ή μειονότητες που είχαν καταπιεστεί από την Τσαρική Αυτοκρατορία.

Με αυτόν τον τρόπο, θα έλεγε κανείς ότι, ο Θεός τιμώρησε τη Ρωσία για την απληστία της να επεκταθεί χωρίς όρια και δισταγμούς επάνω στα άλλα έθνη. Από τους 500 Λαϊκούς Επιτρόπους της Σοσιαλιστικής Συνομοσπονδίας της Ρωσίας (RSFSR) στα τέλη του 1917 – οι 475 ήταν μη Ρώσοι και μόνον 25 από αυτούς – κατά κανόνα ανειδίκευτοι εργάτες – ανήκαν στον λαό τον οποίον διατείνοντο ότι εκπροσωπούσαν.

Εξοντώνοντας τους Ρώσους… 

Ο Βλαντιμήρ Ίλιτς Λένιν, όντας Εβραίος από την πλευρά της μητέρας του – η οποία ήταν κόρη του Izrael Moisevici Blank από το Jitomir, και καλμούχος από την πλευρά του πατέρα του, – η γιαγιά του, Anna Alexeevna Smirnova, ήταν μια καλμούχα προσηλυτισμένη στον Χριστιανισμό – δεν είχε εμπιστοσύνη στους Ρώσους. Μετά την επανάσταση συνέστησε «τα υψηλά και πνευματικά καθήκοντα του κράτους να τα εμπιστευθούν σε ξένους, και να αφήσουν τους δευτερεύοντες ρόλους της διοικήσεως και της κρατικής μηχανής στους «ηλίθιους Ρώσους» (τη φράση αυτή τη διέσωσε η μεγαλύτερη αδελφή του Ιλίτς, Ana Elizarova, η οποία, μεταξύ των άλλων, έγραφε στον Στάλιν: «Ίσως να μην είναι άγνωστο σε εσάς το γεγονός ότι ο παππούς μας προήρχετο από μια οικογένεια φτωχών Εβραίων, και ο ίδιος ήταν, όπως αναφέρει και το πιστοποιητικό βαπτίσεως του, γυιός ενός Εβραίου Mesceanin από το Jitomir, του Moise Blenk.» (Βλέπε το βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ «Η δέκατη Τρίτη φυλή», εκδ., Χατζηνικολή.) Σε μια συζήτηση με τον Λεό Τρότσκυ, ο Λένιν είπε: «Οι Ρώσοι είναι πολύ μαλακοί και ανεκτικοί, για αυτό δεν αξίζει να τους δοθούν σημαντικά αξιώματα» (Βλέπε στο μνημονευθέν βιβλίο του D. Volkogonov, σελ. 293). Σε μια επιστολή που έστειλε το φθινόπωρο του 1920 στο Λιθουανό Jean Berzin ονόμαζε τον λαό τον οποίον διοικούσε ως «ηλιθίους Ρώσους».

Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι δήλωσε: «Ένας έξυπνος Ρώσος είναι σχεδόν πάντα Εβραίος στην καταγωγή, ή Ρώσος με εβραϊκό αίμα».

Έτσι εξηγείται και η ιλιγγιώδης άνοδος των Βεσσαραβών Mihail Frunze, (υπουργός πολέμου της ΕΣΣΔ από τις 26 Ιανουαρίου έως τις 31 Οκτωβρίου του 1925), Serghei Lazo, Διοικητής του μετώπου της Υπερβαϊκάλης (Transbaicalia), Grigore Kotovski, Διοικητού της ΙΙ Στρατιάς Ιππικού, Iona Iakir, Διοικητού της Στρατιάς του μετώπου, διοικητού της στρατιωτικής διοικήσεως Κιέβου και Ουκρανίας, Ivan Fedko, Διοικητού της Στρατιάς του μετώπου, Val Zarzar, Διοικητού του Κόκκινου Στρατού, Ion Secrieru, Αρχηγού της Διοικήσεως Πυροβολικού του Κόκκινου Στρατού κ.α. Για να καταλάβει κάποιος το πηδάλιο διοικήσεως της νέας σοβιετικής αυτοκρατορίας, ένα μεγάλο πλεονέκτημα ήταν και το να μην είναι Ρώσος.

Για έναν σχεδόν αιώνα οι αγιογράφοι του κάνουν λόγο για τη θρυλική «καλωσύνη» του Ίλιτς. Όμως δεν ήταν ο Στάλιν εκείνος που εξαπέλυσε μαζικές εκτελέσεις, αλλά ο Λένιν. Ο Στάλιν απλώς τις συνέχισε. Υπάρχουν εντολές απαγχονισμού, εκτελέσεων, εγκλεισμού χιλιάδων ανθρώπων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, προσωπικά υπογεγραμμένες από «τον καλύτερο των καλυτέρων», τον Βλαντιμήρ Ίλιτς Λένιν. Με υπόδειξη του Λένιν ιδρύθηκε, τον Δεκέμβριο του 1917 η ΤΣΕΚΑ (CEKA – Ειδική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Αντεπανάστασης και της Δολιοφθοράς), στην οποία δόθηκαν απεριόριστες εξουσίες. Τον Διάταγμα του «Περί της Ερυθράς Τρομοκρατίας» αναφέρει: «Είναι απαραίτητο η Σοβιετική Δημοκρατία να προστατευθεί έναντι του ταξικού της εχθρού με την απομόνωση του τελευταίου στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ενώ όλοι όσοι εμπλέκονται στις συνομωσίες και στις εξεγέρσεις της Λευκής Φρουράς να εκτελεσθούν». Στα άρθρα αυτού του διατάγματος οι μόνοι που δεν συμπεριελαμβάνοντο ήσαν τα μέλη του μπολσεβικικού κόμματος. Όλους τους άλλους η ΤΣΕΚΑ είχε το δικαίωμα να τους συλλαμβάνει και να τους εκτελεί επί τόπου. Επίσης ήταν ο ίδιος ο Λένιν που έγραψε στον Ντερζίσκυ ότι οι συλλήψεις έπρεπε να διενεργούνται κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αυτός ήταν επίσης που εφηύρε και τον όρο «εχθρός του λαού». Αυτός ο πόλεμος εναντίον του ρωσικού λαού, αλλά και των άλλων λαών της ΕΣΣΔ, ξεκίνησε από τον Λένιν και συνεχίσθηκε μέχρι και τον θάνατο του Στάλιν το έτος 1953. Σε αυτόν τον πόλεμο εξοντώθηκαν, με κάθε τρόπο, εξήντα έξι εκατομμύρια σοβιετικών υπηκόων. Δηλαδή πολύ περισσότεροι από όλους τους Ευρωπαίους που βρήκαν τον θάνατο στα πεδία των μαχών καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων πολέμων του Εικοστού αιώνος. Η ανηλεής εξόντωση τόσων πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων αποτελεί και το μεγαλύτερο αμάρτημα του Λένιν και του κομμουνιστικού κόμματος της πρώην ΕΣΣΔ. Η κρατική τρομοκρατία που εξαπολύθηκε από τον Λένιν είχε έναν μόνον σκοπό: το να παραμείνει ο ίδιος στην εξουσία με κάθε κόστος. Ακόμα κι αν θα έπρεπε να εξαφανιστούν κι εκείνοι που δεν είχαν γεννηθεί ακόμα και που πιθανώς στο μέλλον να μην τον ήθελαν. Εξολοθρεύθηκαν οικογένειες ολόκληρες. Ο ίδιος, σύμφωνα με μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν, «ενεργούσε σαν ανακριτής, σαν κατήγορος και σαν δικαστής ταυτοχρόνως». Ο Λένιν αναγνώριζε μια μόνη τάξη – το προλεταριάτο. Οι υπόλοιπες έμελλε να εξαφανισθούν, συμπεριλαμβανομένης και της αγροτικής τάξεως. Σχετικά με αυτήν την τελευταία είπε ότι «το σχέδιο του θερίσματος του σταριού με τη βοήθεια των πολυβόλων, ήταν λαμπρό», κι επίσης ο ίδιος έδωσε την «πολύτιμη υπόδειξη»: «Απαγχονίστε τους ηγέτες των κύκλων των Κουλάκων». Ή : «Πυροβολήστε τους συνωμότες και όσους διστάζουν χωρίς να ερωτήσετε κανέναν» (Volgonov, μνημ. εργ., σελ. 304). Με δική του υπόδειξη, αυτοί που συμμετείχαν στην αγροτική εξέγερση της περιοχής του Ταμπώφ δολοφονήθηκαν τον Αύγουστο του 1921 κατά δεκάδες χιλιάδες – αγρότες, γυναίκες, παιδιά, αβοήθητοι γέροντες, όλοι μαζί –  με ασφυξιογόνα αέρια, των οποίων η χρήση είχε ήδη απαγορευθεί από τους διεθνείς οργανισμούς.

Οι διανοούμενοι θεωρήθηκαν σαν παράσιτα, το ιερατείο ως «αντεπαναστατικό», η αστική τάξη σαν «πρώην λαός», οι αγρότες σαν απολίτιστοι.

Στον τεχνητό λιμό της Ουκρανίας, των ετών 1921-1922, πέθαναν περισσότερα από 25 εκατομμύρια ανθρώπων. Αλλά την ίδια στιγμή, που η Ουκρανία υφίστατο ανθρωποκτονία για να μην ανεξαρτητοποιηθεί, με σαδιστικές υποδείξεις του Λένιν, η χώρα έστελνε εκατοντάδες τόνου σίτου, χρήματα, χρυσό, τιμαλφή κλπ, στα κομμουνιστικά κόμματα του εξωτερικού προκειμένου να κάνει «εξαγωγή της επανάστασης» και να προκαλέσει μια «παγκόσμια εξέγερση». Στις 7 Δεκεμβρίου του 1922 το Πολίτμπυρω, υπό την προεδρία του Λένιν, απεφάσισε να εξάγει σχεδόν ένα εκατομμύριο τόνους σιτηρών στο εξωτερικό – προκειμένου να μπορέσουν να συσταθούν όσο το δυνατόν περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη. Η «έννοια» του δεν ήταν ο λαός του, αλλά η διάδοση της τρομοκρατίας παγκοσμίως.

Σε ένα τηλεγράφημα που έστειλε το 1918 στον Στάλιν, ο Λένιν έγραφε: «Ήρθε ο καιρός να ενθαρρύνουμε την έκρηξη της επαναστάσεως στην Ιταλία. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η δουλειά προϋποθέτει τη σοβιετοποίηση της Ουγγαρίας, κι ίσως ακόμα της Τσεχίας και της Ρουμανίας».

Η σοβιετοποίηση της Ρουμανίας ήταν μία από τις φροντίδες των μοσκοβιτών λενινιστών όλων των εποχών. Μολονότι μέχρι το 1917 ο Λένιν αναφέρει στα έργα του ότι η Βεσσαραβία είναι περιοχή που ανήκει στη Ρουμανία, («…περιφερειακώς της Ρωσίας κατοικούν Φιλανδοί, Πολωνοί, Ρουμάνοι…» κλπ.), μετά την κατάληψη της εξουσίας αλλάζει γνώμη και στις 12 και 18 Απριλίου του 1918, μερικές εβδομάδες αφ’ ότου το Συμβούλιο της Χώρας στη Ρουμανία ψήφισε την ένωση της Βεσσαραβίας με τη Ρουμανία, η κυβέρνηση υπό την δική του καθοδήγηση διεμαρτυρήθη, εκφράζοντας καθαρά την άποψη του Λένιν, αν και η ψήφος περί ενώσεως αποτελούσε «εκδήλωση της λαϊκής θελήσεως», ότι «ερχόταν σε κατάφωρη αντίθεση με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου», δίνοντας ταυτοχρόνως εντολή – περίπτωση μοναδική στην παγκόσμια διπλωματική ιστορία – να συλληφθεί αμέσως ο Ρουμάνος πρεσβευτής στην Αγία Πετρούπολη, ο Φαναριώτικης καταγωγής Διαμάντης (Diamandi).

Σε ένα τηλεγράφημα που εστάλλη στις 5 Μαΐου του 1919 στον πρόεδρο της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας, Cristian Rakovski, έναν Ρουμανοβούλγαρο, ο οποίος μέχρι και το 1918 σε δεκάδες άρθρα και ομιλίες του υποστήριζε ότι η Βεσσαραβία είναι ρουμανικό έδαφος, κατειλημμένο από την Τσαρική Ρωσία, ο Λένιν του ανέφερε κάποιες καταχρήσεις στο Lugansk, καταδικάζοντας κατά κάποιον τρόπον μαζί με αυτόν και την επεκτατική επιθυμία της Ουκρανίας που ήθελε να επιτεθεί και να καταλάβει τη Ρουμανία. Την ίδια περίοδο ο Grigore Kotovski δεχόταν κάθε έπαινο διότι με τη μεγαλομανία του δήλωνε ότι εάν δεν υπήρχε η στρατιωτική πειθαρχία θα είχε περάσει προ πολλού τον Δνείστερο (Nistru) μαζί με μερικές εκατοντάδες ιππείς του για να «απελευθερώσει» τη Ρουμανία από την εκμετάλλευση των Βογιάρων και των εκμεταλλευτών γαιοκτημόνων (Βλέπε: Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Garnet, (Енциклопедичeский словарь Гранат), Μόσχα 1927, σελ. 218, στο άρθρο περί του Gr. Kotovski, όπου οι συγγραφείς με αγάπη τον αποκαλούν, μεταξύ των άλλων, «ηρωικό πατερούλη» (“уголовный герой и бандитский батька” ).

Καταδιώκοντας τους διανοούμενους… 

Ο Λένιν, ο οποίος δήλωνε στις ανακρίσεις ότι το επάγγελμα του ήταν εκείνο του «συγγραφέως» και που, ως εκ τούτου, θεωρείτο διανοούμενος, θα πει για ολόκληρη τη ρωσική διανόηση: οι εκπρόσωποι της «…πιστεύουν ότι είναι ο νους του έθνους. Στην πραγματικότητα, δεν αποτελούν το νου, αλλά τα σκατά του έθνους (“гавно нации”)» (Βλέπε Vologonov, μνημ. εργ., σελ., 393). Ο ίδιος υποστήριζε πολλές φορές πως οι διανοούμενοι έπρεπε να εκκαθαρισθούν και η λογοτεχνία να αποτελέσει ένα παράρτημα του μπολσεβικικού κόμματος: «το θέμα της λογοτεχνίας και της φιλολογίας θα πρέπει να αποτελέσει ένα συνθετικό της κομματικής δουλειάς». Περί του Λέοντος Τολστόι θα πει ότι είναι «ένας γαιοκτήμονας», «ένας ηλίθιος εν Ιησού Χριστώ», περί του V. Korolenko ότι είναι «ένας επίλεκτος φιλισταίος», περί του Μαξίμ Γκόρκι ότι «πιστεύει ακόμα στον Πατερούλη Τσάρο». Κατόπιν δικής του προτροπής θα ληφθεί η απόφαση για να σταλεί η ρωσική ελίτ της διανόησης πέρα από τα σύνορα της Ρωσίας, ενώ η ουκρανική διανόηση «να απελαθεί στις πιο μακρινές ζώνες της ΕΣΣΔ», δηλαδή στη Σιβηρία. Οι παγκοσμίου φήμης Ρώσοι καλλιτέχνες και επιστήμονες – Σαλιάπιν, Μπούνιν, Μπερδιάεφ, Καντίνσκυ, Σαγκάλ, Στραβίνσκυ κλπ. – αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.

Το Κόμμα απεφάσιζε για την τύχη όσων θέλησαν να μείνουν στη γη που τους γέννησε: αυτό αποφάσιζε ποιος θα έγραφε και τι, ποιος θα είχε δικαίωμα να δημοσιεύσει τα κείμενα του, ποιος θα επαινείτο ή θα κατεκρίνετο, ποιος θα παρασημοφορείτο, σε ποιόν θα αποδίδοντο μεγάλες τιμές κλπ. Κι όλα αυτά δεν κρίνονταν με βάσει το ταλέντο κάποιου, αλλά επί τη βάσει της δουλικότητος του καλλιτέχνη ή του συγγραφέως. (Όποιος θέλει περισσότερες λεπτομέρειες δεν έχει παρά να διαβάσει το βιβλίο του Solomon Volkov «Σοστακόβιτς και Στάλιν», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ το 2003.) Λέγεται ότι ο Βλαντιμήρ Ίλιτς Λένιν «αγαπούσε πάρα πολύ το θέατρο». Αλλά ο Λένιν δεν παρηκολούθησε στη Ρωσία ποτέ καμμία παράσταση. Μόνο όταν ευρίσκετο με την Κρούπσκαγια στη Βέρνη πήγε σε δύο – τρεις παραστάσεις, αλλά όπως ομολογεί η σύζυγος του «πηγαίναμε στο θέατρο και φεύγαμε μετά την πρώτη πράξη». Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος δεν παρηκολούθησε στη ζωή του κανένα έργο μέχρι το τέλος θα προτείνει, μετά την επανάσταση, να κλείσει το Θέατρο Μπολσόι – που αποτελούσε τη υπερηφάνεια των Ρώσων όλων των εποχών – με την αυστηρά υπόδειξη: «Να παραμείνουν μόνον μερικές δεκάδες καλλιτεχνών στη Μόσχα και την Πετρούπολη για να δίνουν αυτοχρηματοδοτούμενες παραστάσεις (ως χορευτές και τραγουδιστές) για την εργατική τάξη». Όλοι οι υπόλοιποι μεγάλοι καλλιτέχνες (συμπεριλαμβανομένου και του I. Saliapin που εξεμέτρησε το ζην στο Παρίσι το 1938 σε ηλικία μόλις 65 ετών) απερρίφθησαν με το αιτιολογικό ότι «ήσαν άχρηστοι στην υπόθεση της επανάστασης».

Ο Λένιν, σαν διανοούμενος που περιφρονούσε τους διανοουμένους και σαν συγγραφέας που απαξίωνε τους συγγραφείς, γνώριζε καλά ότι όσο πιο χαμηλό ήταν το διανοητικό επίπεδο των μαζών τόσο πιο εύκολα θα μπορούσε να τις χειραγωγήσει. (Δεν είναι τυχαία η ημιμάθεια μέχρι αγραμματοσύνης που έχει επικρατήσει στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης της οποίας ο πολιτικός κόσμος αλληθωρίζει μονίμως προς τα αριστερά. Τοις γαρ κείνου ρήμασι πειθόμενοι……)

Ο Λένιν ζητούσε συχνά από τον Ντερζίνσκυ καταλόγους με ονόματα διανοουμένων οι οποίοι αποτελούσαν κίνδυνο για την επανάσταση, και ο διοικητής της ΓΚΕΠΕΟΥ (GPU) συμπεριελάμβανε σε αυτούς τους καταλόγους όλη την ελίτ της ρωσικής κοινωνίας. Αυτοί οι κατάλογοι περιείχαν: ονόματα χιλιάδων καθηγητών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, συγγραφέων, καλλιτεχνών, ιατρών, μηχανικών κλπ. Όλοι αυτοί επιβιβάσθηκαν με τη βία σε τραίνα και πλοία και απελάθηκαν από τη χώρα.

Ο Λένιν κατήργησε όλα τα πολιτικά κόμματα της Ρωσίας, εγκαθιδρύοντας τη δικτατορία ενός μόνου κόμματος, του μπολσεβικικού. Όπως ήδη αναφέραμε ο ίδιος επίσης ίδρυσε την ΤΣΕΚΑ, με απεριόριστες εξουσίες. Η ΤΣΕΚΑ ήταν κράτος εν κράτει. Οι υποδείξεις του προς αυτήν ήσαν οι ακόλουθες: «Εάν δείτε κάποιον έξυπνο άνθρωπο, ντυμένο ευπρεπώς και ο οποίος να μιλά σωστά ρωσικά –πυροβολήστε τον επί τόπου, διότι σίγουρα δεν είναι δικός μας!».

Ο «θεοσεβούμενος» Λένιν

Η Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία (το Πατριαρχείο) είχε συγκαταλέξει μέχρι και την πτώση του κομμουνισμού το όνομα του Λένιν στα δίπτυχα της και τον μνημόνευε υποχρεωτικά στις λειτουργίες την 22α Απριλίου.

Αλλ’ όμως δεν είχε υπάρξει άνθρωπος που να είχε μισήσει περισσότερο τον Θεό και ο οποίος να είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο, ειδικά μετά το 1917, να πάρει τη θέση Του. Περηφανεύετο ο μπολσεβίκος G. M. Krjijanovski ότι ο Λένιν, όταν ήσαν στην Πέμπτη τάξη ακόμα του Δημοτικού, του «είχε αρπάξει τον σταυρό από τον λαιμό και τον πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων». Αποκαλούσε τους ιερείς «αντεπαναστάτες με ράσα». Ζητούσε από την ΤΣΕΚΑ εκθέσεις περί της «επαναστατικής καταστολής των ιερέων και των άλλων θρησκευτικών αξιωματούχων», ενώ στις 4 Μαΐου του 1922 εξέδωσε ένα κυβερνητικό διάταγμα με το οποίο εγκαινίαζε τη «θανατική ποινή για τους ιερείς». Οι εντολές του Λένιν ήσαν ξεκάθαρες: όποιος φορούσε ιερατικό ένδυμα έπρεπε να εκτελεστεί ή τουλάχιστον να συλληφθεί. Ο ίδιος θα γράψει το 1922, σε μια επιστολή του προς το Πολίτμπυρω: «Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των θυμάτων από τις γραμμές των αντιδραστικών κληρικών και των μπουρζουάδων, τόσο το καλύτερο». Σε μια άλλη επιστολή του τού ιδίου έτους υποδεικνύει: «Όσο περισσότερους ιερείς πυροβολούμε, τόσο το καλύτερο». Στις 22 Μαρτίου του 1922 έκρινε ότι έπρεπε να ζητήσει κατά τη συνεδρίαση του Πολίτμπυρω «τη σύλληψη της Συνόδου και του Πατριάρχου» της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Τύχων, – πρώτος πατριάρχης μετά την ανασύσταση του Πατριαρχείου το 1917, που εξελέγη από κληροκολαϊκή σύναξη και αφόρισε τον κομμουνισμό ως θρησκευτική αίρεση – συνελήφθη και εξεμέτρησε το ζην λίγο καιρό αργότερα από τις κακουχίες στη φυλακή, με το αιτιολογικό ότι «αυτός και η συμμορία του αντιτείθοντο στην κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας». Κατασχέθηκαν ακόμα και τα ιερά λείψανα Ρώσων αγίων: του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ, του Αγίου Βαρνάβα της Βετλούγκα και άλλων, από τα οποία αφαιρέθηκαν οι χρυσές και ασημένιες λειψανοθήκες και βανδαλίσθηκαν. Εκατοντάδες τόνοι χρυσού και ασημιού, διαμαντιών, πολυτίμων αντικειμένων αφαιρέθηκαν από τις εικόνες, πάρθηκαν από τις εκκλησίες, λιώθηκαν και πωλήθηκαν στο εξωτερικό για να στηριχθούν οικονομικώς τα νεοπαγή κομμουνιστικά κόμματα διαφόρων χωρών. Από το 1918 μέχρι και το 1924 εκτελέσθηκαν «από δεκατέσσερις έως είκοσι χιλιάδες κληρικοί και λαϊκοί θρησκευόμενοι» (Βλέπε Volkogonov, σελ., 411). Από τις 80 000 εκκλησίες που υπήρχαν στη Ρωσία είναι ζήτημα εάν λειτουργούσαν ακόμα οι 11 525. Με κυβερνητικό διάταγμα απηγορεύθει να σημαίνουν οι καμπάνες σε όλη την επικράτεια «της χώρας του Ίλιτς».

Η πόλη Σιμπίρσκ, στην οποία γεννήθηκε ο Βλαντιμήρ Λένιν, είχε το 1917 δέκα ενοριακούς ναούς, καθεδρικούς και μοναστήρια. Τα χρόνια που ακολούθησαν όλοι οι χώροι λατρείας, μεταξύ των οποίων και η εκκλησία στην οποία βαπτίσθηκε ο Λένιν, ανατινάχθηκαν. Τα κοιμητήρια ισοπεδώθηκαν με μπολντόζες, στο κοιμητήριο Pokrovski άφησαν άθικτο μόνον έναν τάφο, εκείνον του Ίλια Νικολάγιεβιτς Ουλιάνωφ, του πατέρα του από τον οποίον όμως αφαιρέθηκε ο σταυρός και αντικαταστάθηκε με ένα σύμβολο των μπολσεβίκων.

Το 1942, όταν ο Στάλιν επέτρεψε, για λόγους τονώσεως του ηθικού του λαού που πολεμούσε τους Γερμανούς εισβολείς, να ξαναλειτουργήσουν οι ναοί, σε ολόκληρη την αχανή επικράτεια της ΕΣΣΔ δεν υπήρχαν παρά δέκα μόνο επίσκοποι και μητροπολίτες. Ο ίδιος ο πατριάρχης Μόσχας Σέργιος είχε καταστεί πειθήνιο της ΕΣΣΔ σε βαθμό που το όνομα του να καταστεί στην εκκλησιαστική ιστορία συνώνυμο αιρέσεως που δηλοί την πλήρη υποταγή της Εκκλησίας στην κοσμική εξουσία, ο «σεργιανισμός».

Για τον Λένιν η χώρα χρειαζόταν μια άλλη θρησκεία και άλλους θεούς. Η νέα θρησκεία, στο μυαλό του Λένιν, ήταν η κομμουνιστο-μπολσεβικική ιδεολογία, ενώ τη θέση του νέου θεού ήταν έτοιμος να την καταλάβει ο ίδιος. Υποστηρίζεται, ψευδώς, ότι τον Λένιν τον διέκρινε μια «θρυλική σεμνότητα». Αλλ’ όμως ήδη από την εποχή που ήταν ακόμα ζωντανός, τόσο ο ίδιος όσο και τα συνεταιράκια του στην εξουσία, αφ’ ότου κατέλαβαν την κυβέρνηση, ξαναβάφτιζαν τις πόλεις δίνοντας τους τα ονόματα τους, ανήγειραν μνημεία, πλήρωναν συγγραφείς που έγραφαν βιβλία για εκείνους, ζωγράφους για να τους φιλοτεχνούν πορτραίτα, μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν στα διαμερίσματα των Τσάρων στο Κρεμλίνο (σας θυμίζει κάτι από τη «Φάρμα των Ζώων» του Όργουελ;), εξέδιδαν τα «Απαντά» τους (παρότι μερικοί από αυτούς δεν είχαν γράψει οι ίδιοι ποτέ κάτι στην πραγματικότητα) κλπ. Το έτος 1922 με διαταγή του ιδίου του Λένιν, ανηγέρθησαν αδριάντες «του Λένιν στις πόλεις Σιμπίρσκ, Ζιτομίρ και Γιαροσλάβ», και το επόμενο έτος ανηγέρθησαν ανδριάντες του σε άλλες τριάντα πόλεις. Κι εδώ αξίζει να αναφέρουμε το γεγονός ότι ο «σεμνός» ηγέτης έχανε ημέρες ολόκληρες για να ποζάρει μπροστά σε μια στρατιά από γλύπτες οι οποίοι θα τον απαθανάτιζαν. Ήδη από τον Ιούλιο του 1918, με υπόδειξη του Λένιν, ο ακαδημαϊκός Pokrovski υπέβαλε στο Λαϊκό Επιτροπάτο (Sovnarkom) μια έκθεση με την οποία ζητούσε την ανέγερση «πενήντα μνημείων αφιερωμένων στην επαναστατική δράση». Αφού όμως η ανέγερση ανδριάντων των νέων ηγετών καθυστερούσε, ο Λένιν τηλεγράφησε στον Λουνατσάρσκι: «Άκουσα την έκθεση του Βινογκράντωφ για τις προτομές και τα μνημεία και είμαι βαθειά αγανακτισμένος. Σε επιπλήττω για την εγκληματική σου αμέλεια. Να μου στείλετε κατεπειγόντως τον κατάλογο με τα ονόματα των ενόχων για να σταλούν στη δικαιοσύνη. Ντροπή σας δολιοφθορείς και αχρείοι!». Κατόπιν αυτής της εκρήξεως της «ιεράς αγανακτήσεως» του «σεμνού» «ρομπότ της επαναστάσεως» μια δωδεκαριά ακτιβιστές, γλύπτες, ζωγράφοι, αρχιτέκτονες και λοιποί «σαμποτέρ», οι οποίοι καθυστερούσαν να του αναγείρουν αγάλματα, τυφεκίσθηκαν.

Μετά από αυτά τα αποτελεσματικά μέτρα όλα άρχισαν να κυλούν ομαλά στον τομέα ανέγερσης αγαλμάτων του Λένιν. Για την ικανοποίηση της «θρυλικής σεμνότητος» του φρόντισε ένα άλλο «τέρας σεμνότητος», ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, ο οποίος το 1924 πρότεινε την ιδιότυπη αγιοποίηση του Λένιν με την υπόδειξη όπως «σε κάθε πόλη της ΕΣΣΔ να ανεγερθεί κι από ένα μνημείο αφιερωμένο στον ηγέτη του διεθνούς προλεταριάτου». Το 1990 στην πρώην ΕΣΣΔ υπήρχαν περισσότερα από 2.000.000 μνημεία, αγάλματα, προτομές κλπ αφιερωμένες στον Βλαντίμηρ Ίλιτς Λένιν. Για τη δε κατασκευή τους είχαν ξοδευτεί τέτοια ποσά που θα αρκούσαν για την κατασκευή 2.000.000 διαμερισμάτων. Δηλαδή κατοικίες για το ένα τέταρτο περίπου του πληθυσμού της χώρας.

Όλα όσα είπε ο Λένιν ήσαν ένα τερατώδες αδιάντροπο ψέμμα. Την 1η Μαΐου του 1919 ανακοίνωσε στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Κόκκινη Πλατεία: «Οι περισσότεροι από εσάς, που δεν έχουν φτάσει το τριακοστό ή το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, θα δείτε τον κομμουνισμό να ανθοφορεί».

Στο Τρίτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Νεολαίας το 1921 επανέλαβε το ίδιο ψέμμα: «Η γενιά που είναι τώρα δεκαπέντε ετών θα ζήσει για δέκα ή και είκοσι χρόνια σε μια κομμουνιστική κοινωνία». Ο Χρουτσώφ θα έθετε, κι εκείνος με τη σειρά του, μια νέα ημερομηνία για την έλευση του κομμουνισμού επί γης: το έτος 1981. (Η αλήθεια είναι ότι ενέσκηψε μια κατάρα εκείνο το έτος αλλά ήταν σε τοπικό επίπεδο και σίγουρα εκτός ΕΣΣΔ: το ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση της άμοιρης Ελλάδος.) Ανοησίες και ψεύτικες υποσχέσεις. Μόνον που οι κομμουνιστές ήξεραν να ψεύδονται πειστικά.

Ηττημένος από τη σύφιλη…

Ο Λένιν πέθανε πριν από 90 περίπου χρόνια. Η νεκροψία απέδειξε ότι ο θάνατος του προήλθε «από μία ανίατη ασθένεια των αιμοφόρων αγγείων», συνεπεία μιας αθεράπευτης σύφιλης της «επαναστατικής» του νεότητος. Αυτός ο Μέγας Συφιλιδικός, όπως τον απεκάλεσαν στη Ζυρίχη, ήταν – όπως γράφτηκε, από τους πρώτους Βουλγάρους επαναστάτες, οι μαρτυρίες των οποίων αναπαρήχθησαν εδώ και μερικά χρόνια στον παγκόσμιο Τύπο, συμπεριλαμβανομένου και του περιοδικού «Λόγος και Τέχνη» – ομοφυλόφιλος και τις περιόδους που ήταν εξόριστος στο Razliv ή τη Σιβηρία δεν είχε μαζί του τη Ναντέζντα Κονσταντίνοβα Κρούπσκαγια, αλλά τον «ομορφούλη» Griska Zinoviev.

O Ρώσο εβραίος συγγραφέας Ηλία Έρενμπουργκ αναφέρει με ειρωνεία: «Είναι αρκετό να κοιτάξει κάποιος την Κρούπσκαγια, για να καταλάβει ότι τον Λένιν δεν τον ενδιέφεραν οι γυναίκες». Αλλά είναι δυνατόν να παντρεύθηκε την Κρούπσκαγια μόνον και μόνον γιατί στην εμφάνιση της έμοιαζε με έναν μυώδη άνδρα;!
Ο Ζηνόβιεφ έγραφε σε επιστολή του προς τον Λένιν: «Σε φιλώ κι εσένα και το μαρξιστικό σου κωλαράκι». Η ημερησία βουλγαρική εφημερίδα «Trud» δημοσίευσε εδώ και μερικά χρόνια ένα εντυπωσιακό άρθρο για την ερωτική ζωή του αρχηγού της μπολσεβικικής επανάστασης. Ο Δρ της Ιστορίας N. V. Sokolov που ερευνά για πολλά χρόνια τα αρχεία της Ρωσίας, ανακάλυψε κάτι που τον αποζημίωσε για τον κόπο του: ο Βλαντιμήρ Ίλιτς Λένιν ήταν ομοφυλόφιλος! Ο Ρώσος ιστορικός ισχυρίζεται, βασισμένος σε κάποιες επιστολές που ανακάλυψε στα αρχεία, ότι εραστής του Βλαντιμήρ Ίλιτς υπήρξε ένα από ηγετικά στελέχη του κομμουνισμού, ο Γκριγκόρι Ζηνόβιεφ. Ιδού λοιπόν τι αναφέρει στο άρθρο της με τίτλο: «Ζηνόβιεφ, το αρσενικό», η βουλγαρική εφημερίδα «Trud».

Ο Ζηνόβιεφ. Πηγή Wikipedia

Πριν να ασχοληθεί με το αρχειακό υλικό, ο συντάκτης του άρθρου ερεύνησε τα επίσημα χρονικά, όπως δημοσιεύθηκαν στην έκδοση του 1981 των γραπτών του Βλαντιμήρ Ίλιτς Λένιν. Εκεί μπορούμε να διαβάσουμε: «Στις 8 Ιουλίου του 1917, ο G. Aliluev και ο Στάλιν συνόδευσαν τον Λένιν μέχρι τον Σταθμό Razliv, όπου ο Λένιν κρυβόταν στο κατάλυμα του εργάτη N. A. Emilianov. (Οι Αρχές καταζητούσαν τότε τον Λένιν ως εγκληματία του κοινού ποινικού Δικαίου.) Ο Emilianov ενοικίαζε μερικά στρέμματα γης σε μια περιοχή που ευρίσκετο περίπου 5 χιλιόμετρα από τη λίμνη Razliv κι αργότερα παραχώρησε στον Λένιν και τον Ζηνόβιεφ την καλύβα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος στο κτήμα…» Και το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: τι ρόλο παίζει ο Ζηνόβιεφ;

Στη βιογραφία του Λένιν διαβάζουμε: «Ο Λένιν εργαζόταν πάρα πολύ. Έγραφε άρθρα». Ναι, όντως, ο Λένιν έγραψε μερικά άρθρα για τα οποία χρειαζόταν 5—7 ημέρες. Αλλά αυτός έμεινε στην καλύβα του συντρόφου Emilianov μέχρι και τις 5 Αυγούστου. Διαβάζουμε παρακάτω: «Ο Λένιν περπατούσε, έκανε ηλιοθεραπεία, κολυμπούσε στη λίμνη, ψάρευε». Με άλλα λόγια, έκανε διακοπές για έναν μήνα αφότου πήγε στη Φινλανδία.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τι γύρευε εκεί ο Ζηνόβιεφ; Γιατί ζούσαν μόνοι τους; Γιατί στη βιογραφία του Λένιν μπορούμε να βρούμε σωρείες λεπτομερειών για τη ζωή του, αλλά δεν διαβάζουμε ούτε μια γραμμή για τη συμβίωση του επί έναν μήνα ολόκληρο με τον Ζηνόβιεφ; Στο Razliv, οι σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο κομμουνιστών ηγετών παίρνουν μια συναρπαστική εξέλιξη. Συζούν μόνοι τους για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και αυτό αλλάζει τη ζωή τους. «Η νύχτα ήταν κρύα, ο ουρανός έναστρος, μύριζε παντού θερισμένο χορτάρι», γράφει ο Ζηνόβιεφ περιγράφοντας τη διαμονή τους στα δάση γύρω από τη λίμνη του Razliv. «Ο καπνός ανέβαινε από τη φωτιά που σιγόκαιγε κι απάνω της έβραζε κρέας από γίδα μέσα σε μια μικρή κατσαρόλα … Είχαμε ξαπλώσει στο κρεββάτι, κάτω από ένα μικρό υπόστεγο. Έκανε κρύο. Είχαμε σκεπαστεί με μια παλιά κουβέρτα την οποία μας είχε βρει ο Emilianov. Ήταν στενή και ο καθένας μας προσπαθούσε να αφήσει περισσότερη στον άλλον. Ο Ίλιτς μου έλεγε ότι είχε μια μικρή κάπα και δεν του χρειαζόταν το σκέπασμα.

Μερικές φορές δεν μπορούσα να κοιμηθώ για πολλή ώρα, έτσι έμενα ξαπλωμένος σιωπώντας απολύτως. Μπορούσα να ακούω τους χτύπους της καρδιάς του Ίλιτς. Κοιμόμασταν μαζί, αγκαλισμένοι ο ένας με τον άλλον.…»

Τον Σεπτέμβριο, ο Ζηνόβιεφ γράφει στον Λένιν, ο οποίος ευρίσκετο στη Φινλανδία:

«Αγαπημένε Vova! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο στεναχωριέμαι που βρίσκομαι μακριά σου, πόσο μου λείπουν τα χάδια μας… Μπορείς να είσαι σίγουρος, ότι αφότου έφυγες δεν με άγγιξε κανείς. Μπορείς να είσαι απολύτως σίγουρος για τα αισθήματα μου απέναντι σου και για την πίστη μου προς εσένα. Πίστεψε με, δεν με άγγιξε κανείς, ούτε άνδρας ούτε γυναίκα κι ούτε θα με αγγίξει. Μόνο εσένα έχω. Έλα, μην φοβάσαι. Θα ετοιμάσω τα πάντα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο»..
Ο Λένιν δεν απήντησε σε αυτήν την επιστολή και ο Ζηνόβιεφ του έγραψε και πάλι μετά από μια εβδομάδα:
«Αγαπημένε Vova! Δεν μου απήντησες. Ξέχασες τον μικρό Ghersele… Έχω ετοιμάσει μια όμορφη φωλιά για μας. Μπορούμε να μείνουμε εκεί για όσο θέλουμε… Είναι μια υπέροχη κατοικία, εκεί θα είμαστε καλά οι δυό μας και κανείς δεν θα μπορεί να εμποδίσει τον ερωτά μας. Θα είμαστε όπως και πριν. Θυμάμαι με πόσο μεγάλη χαρά συναντιώμαστε, θυμάσαι πως κρυβόμασταν στη Γενεύη από την ίδια γυναίκα… κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματα μας. Έλα, όσο μπορείς πιο γρήγορα. Σε περιμένω, λουλούδι μου.
Δικός σου,
Ghersele.

Μετά τη συνομωσία του Οκτωβρίου, ο Λένιν επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη. Ο Ζηνόβιεφ όμως ευρίσκετο στη Μόσχα, απ’ όπου και έγραφε ξανά στον Λένιν:

«Ίλιτς! Εκτέλεσα όλες τις εντολές σου. Εδώ ζω πολύ δύσκολα, αλλά με θερμαίνει η σκέψη ότι μετά από μερικές ημέρες θα ξαναειδωθούμε και θα αγκαλιαστούμε. Και μόνο η ελπίδα ότι μου είσαι πιστός με ζεσταίνει. Φιλώ εσένα και το μαρξιστικό σου κωλαράκι.
Δικός σου, Ghersele».

Αυτές οι επιστολές γενούν πρώτα από όλα δύο ερωτήματα: από ποια γυναίκα κρύβονταν οι δύο αυτοί κομμουνιστές ηγέτες και τι είδους σχέση είχαν μεταξύ τους;

Το 1918, ο Ζηνόβιεφ γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Vova! Κάθε φορά που βρίσκομαι μακριά σου με καταλαμβάνει θλίψη. Είσαι μεγάλος παιχνιδιάρης. Σε ξέρω καλά. Εγώ όμως συγκρατούμε και δεν επιτρέπω στον εαυτό μου τίποτε. Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να προσποιείσαι. Αλλά τώρα είναι καλύτερα. Δεν πρέπει να κρυβόμαστε από τη Ναντέζντα Κονσταντίνοβα, σε αντίθεση με όσα συνέβησαν στη Γενεύη, όπου μας έπιασε για πρώτη φορά».

Πρέπει λοιπόν να καταλάβουμε ότι στη Γενεύη, όπου ο Λένιν με τον Ζηνόβιεφ είχαν τα πρώτα τους ερωτικά σκιρτήματα, συνελήφθησαν επί τω έργω από την Κρούπσκαγια — τη νόμιμη σύζυγο του Λένιν. Ο Λένιν τα παραδέχθηκε όλα και αυτή δεν τους ξαναδημιούργησε πρόβλημα.
Η επομένη επιστολή είναι γραμμένη από τη Narva, την άνοιξη του έτους 1918, όταν ο Ερυθρός Στρατός νικούσε τις δυνάμεις του Λευκού Στρατηγού Γιουντένιτς. Ο Ζηνόβιεφ πανηγύριζε. Έγραφε: «Vova! Θα έρθω σύντομα και δεν θα σε αφήσω ό,τι κι αν πει αυτή η αναίσθητη. Περίμενε με!»

Το 1922, όταν ο Λένιν ήταν βαρειά άρρωστος, η Κρούπσκαγια έγραφε στον Ζηνόβιεφ. «Σας παρακαλώ να μην ενοχλείτε τον άντρα μου με τα αιτήματα σας για συναντήσεις. Είναι καιρός να ηρεμήσετε. Η αδιαντροπιά σας είναι πλέον ανυπόφορη. Ο Ίλιτς είναι άρρωστος».

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’30, όταν μέσα στα πλαίσια της επαναστατικής διαλεκτικής , ο Ζηνόβιεφ εκτελέσθηκε, αυτές οι επιστολές πέρασαν στα αρχεία της KGB. Αναμφιβόλως, ο Στάλιν τις γνώριζε. Και παραμένει το ερώτημα: Γιατί δεν έδωσε διαταγή να καταστραφούν;

Μετά τον θάνατο του Λένιν, σοβιετικοί επιστήμονες ίδρυσαν ένα ιδιαίτερο ινστιτούτο για μελετήσουν τον εγκέφαλο του. Το Ινστιτούτο Εγκεφάλου του Λένιν τελούσε υπό τη διεύθυνση του Vogt, μολονότι ο εγκέφαλος του όταν εκείνος πέθανε, εξαιτίας μιας νόσου, είχε «γίνει τόσος όσο ένα παξιμάδι». Και φυσικά δεν προσφέρετο για μελέτη.

Αλλά ο Βλαντιμήρ Ίλιτς Λένιν προήρχετο από μια οικογένεια που είχε βεβαρυμμένο ιστορικό στις νόσους του εγκεφάλου, με τον πατέρα του να έχει απωλέσει τις διανοητικές του ικανότητες σε ηλικία περίπου σαράντα ετών. Είναι δε γνωστόν ότι και ο ίδιος ο Λένιν πέθανε παράφρων. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ούρλιαζε σαν σκύλος, αντί να μιλά – κλαψούριζε λυπημένα, είχε ξεχάσει να διαβάζει και να γράφει, ενώ ο ιατρός Kojevnikov σημείωνε στο ημερολόγιο του στις 11 Μαρτίου του 1923 ότι «ο μέγας ρήτωρ έλεγε «όχι» όταν έπρεπε να πει «ναι» και το αντίστροφο». Η Κρούπσκαγια ήταν εκείνη που τον μάθαινε ξανά, για πολύ καιρό, να μιλά. Το έτος 1923 κατάφερε να μάθει μόνον μερικές λέξεις. Ιδού λοιπόν οι πιο σημαντικές λέξεις της ρωσικής γλώσσας τις οποίες κατάφερε να προφέρει μετά από μήνες κόπου: «κελί» (της φυλακής), «κογκρέσο», «αγρότης», «εργάτης», «λαός» και «επανάσταση».
«Ο Λένιν πέθανε, αλλά το έργο του είναι ζωντανό», λένε οι κομμουνιστές.

Για όσο χρόνο οι πράξεις του θα συνεχίσουν να είναι «ζωντανές» και να αποτελούν πρότυπα, για τόσο χρόνο οι πολιτικές του σχιζοφρένειες θα συνεχίζουν να καθοδηγούν ορισμένα άτομα, τα οποία πιστεύουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος ζώντας μόνο μέσα σε έναν στρατώνα, ενώ τα μεγάλα του εγκλήματα θα χαρακτηρίζονται σαν «αξίες ενώπιον της Ιστορίας», αφού «κάθε έγκλημα στο όνομα της επαναστάσεως είναι ηθικό», (αποφθέγματα του Βλαντιμήρ Ίλιτς Λένιν). Άραγε για πόσο χρόνο έναν αιμοδιψή άνθρωπο θα τον παρουσιάζουν σαν αλάθητο άγιο, σαν ένα εικόνισμα μπροστά στο οποίο θα γονατίζουν οι γενιές, – κι αν θέλουμε να μιλήσουμε θεολογικά αυτή η προφανής τύφλωση δεν μπορεί παρά μόνον να είναι μια τιμωρία από τον Θεό.

Και οι σημερινοί κομμουνιστές, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους συνεχιστές του Λένιν, θα έπρεπε να φέρουν κι εκείνοι ευθύνες και για τα δικά του εγκλήματα. Ευθύνες, οι οποίες είναι τεράστιες.

Οι κομμουνιστικές επαναστάσεις σε όλη τη γη έχουν ένα κοινό κίνητρο, τον ανθρώπινο φθόνο: οι μη έχοντες επιθυμούν να γίνουν κι εκείνοι κατέχοντες, αλλά χωρίς να εργασθούν. Εάν θα έπρεπε να συνοψίσουμε μερικές από τις μακροσκελείς διδασκαλίες του Λένιν, θα μπορούσαν να είναι οι ακόλουθες:

-Εάν επιθυμείτε να έχετε κάτι – σκοτώστε τον ιδιοκτήτη του κι αυτό το κάτι θα γίνει δικό σας!

-Στο όνομα ενός λαμπρού μέλλοντος – να πυροβολήσουμε δέκα, εκατό εκατομμύρια ανθρώπους, «να μην σταματήσουμε ανεξαρτήτως του αριθμού των νεκρών» (Λένιν), ακόμα και αν στο τέλος δεν θα παραμείνουν παρά μόνον μερικές εκατοντάδες χιλιάδες, οι οποίοι θα αξίζουν πραγματικά για να ζήσουν ευτυχισμένοι.

– Το «συμφέρον των μαζών» μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον για ίδιον συμφέρον. Πυροβολήστε τις μάζες, επικαλούμενοι το συμφέρον των μαζών! Κηρύξτε ασταμάτητα ότι το κράτος πρέπει να κυβερνάτε από τον λαό, και κυβερνήστε το στο όνομα του, χωρίς να συμβουλεύεστε τον λαό!

– Για έναν κομμουνιστή όλα επιτρέπονται. Κάθε παλιανθρωπιά που γίνεται από έναν κομμουνιστή είναι ηθική, και κάθε παλιάνθρωπος, εάν είναι κομμουνιστής, είναι ένας ήρωας. (Αυτές ήταν οι ιδέες τις οποίες παρουσίασε ο Λένιν στο Συνέδριο της Κομσομόλ το έτος 1919: «Εμείς δεν πιστεύουμε στην αιώνια ηθική και θεωρούμε παρωχημένα όλα τα παραμύθια που σχετίζονται με την ηθική!». Το ίδιο είπε και σε μια συζήτηση που είχε με τον μπολσεβίκο Vladimir Voitinski, όπου και αναφέρεται στην ανάγκη της παλιανθρωπιάς των μπολσεβίκων: «Το κόμμα δεν ένα σχολείο για κυρίες… ένας κακούργος μπορεί να είναι ακριβώς ο άνθρωπος τον οποίον χρειαζόμαστε, ακριβώς διότι είναι κακούργος».
Όλες οι μέθοδοι που πρότεινε ο Λένιν για να αλλάξει την όψη του κόσμου είναι μέθοδοι τρομοκρατίας. Ο Βλαντιμήρ Ίλιτς Λένιν υπήρξε ο πατέρας της παγκόσμιας τρομοκρατίας. Χίλιες φορές πιο επικίνδυνο είναι το γεγονός πως ιδεολογικοί του απόγονοι υπήρξαν ο Μπίν Λάντεν, ο Λένιν Κάρλος το «Τσακάλι» και ο Igor Smirnov.

Ο ερχομός του Λένιν στην εξουσία στη Ρωσία κατά το έτος 1917 υπήρξε μια κατάρα για αυτή τη χώρα καθώς και για όλες τις χώρες που ανήκαν στην απέραντη πρώην Τσαρική Αυτοκρατορία ή που γειτόνευαν με αυτήν. Επί παραδείγματι, το δράμα του Αφγανιστάν, που κρατά δεκαετίες και που έφερε τη χώρα αυτή αιώνες πίσω, ξεκίνησε από την επιδίωξη των σοβιετικών να επεκτείνουν τον ιδιότυπο ερυθρό τους «παράδεισο» με τα όπλα εισβάλλοντας και σε αυτήν τη χώρα. Ο Λένιν πέταξε στα σκουπίδια την ανάπτυξη της χώρας του, αλλά και όλων των χωρών που υπέκυψαν στον μαρξιστικό – λενινιστικό ζυγό, και τις έφερε εκατό χρόνια πίσω. Χρόνος, που όπως φαίνεται, για κάποιους λαούς δεν μπορεί πλέον να κερδηθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου