ΒιογραφίαΟ π. Ιωάννης (Ιβάν) Ίλιτς Σέργιεφ γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1829 μ.Χ., την μέρα εορτής του μεγάλου Σλαύου Οσίου Ιωάννη της Ρίλας (Βουλγαρίας), του οποίου πήρε και το όνομα, στο χωριό Σούρα του Αρχάγγελσκ (βορεινή Λευκή θάλασσα της Ρωσίας). Ο πατέρας του ονομαζόταν Ηλίας (Ίλιτς) Μιχαήλοβιτς Σέργιεφ και η μητέρα του Θεοδώρα Βλάσιεβνα και ήσαν δύο ευσεβείς και με πενιχρή μόρφωση χωρικοί, ενώ ο παππούς του ήταν ιερέας. Από μικρή ηλικία λόγω του οικογενειακού κλίματος η θεία λατρεία και η αυστηρή νηστεία έγιναν οι βάσεις της παιδικής του κατήχησης. Σε ηλικία 6 ετών άρχισε η μητέρα του να του παραδίδει μαθήματα και σε ηλικία 10 ετών στάλθηκε στην ενοριακή σχολή του Αρχάγγελσκ, όπου αποφοίτησε σε ηλικία 22 ετών ως αριστούχος στο θεολογικό Σεμινάριο, με αποτέλεσμα να επιτύχει κρατική υποτροφία και να σταλεί στη θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης. Την ίδια εποχή πεθαίνει ο πατέρας του σε ηλικία 48 ετών. Με όπλο τον καλλιγραφικό γραπτό του χαρακτήρα, γίνεται γραμματέας της Ακαδημίας και με πενιχρό μισθό, ζει αυτός και η μητέρα του. Ενώ είχε την επιθυμία να γίνει ιεραπόστολος στη μακρινή Κίνα, στο τέταρτο έτος των σπουδών περνάει βαθιά κατάθλιψη, που όμως την ξεπερνάει σιγά-σιγά. Μελετά τα γραπτά πολλών Πατέρων της Εκκλησίας και στέκεται ιδιαίτερα στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Φιλάρετο Μόσχας. Στο τέλος των σπουδών του εγκαταλείπει οριστικά τη σκέψη της εξωτερικής ιεραποστολής και όταν του προτείνεται η θέση ιερέα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου στην Κρονστάνδη, στο νησί Κότλινε του Φιννικού κόλπου, που ήταν τόπος εξορίας. Ο γέροντας ιερέας Κωνσταντίνος Νετβίτσκυ του ζήτησε επιπλέον, και αυτός δέχτηκε, να νυμφευτεί και την κόρη του Ελισσάβετ Κωνσταντίνοβνα. Στις 11 Νοεμβρίου του 1855 μ.Χ. (26 ετών) έγινε διάκονος και την επόμενη μέρα πρεσβύτερος, από τον επίσκοπο Χριστόφορο Βιννίτσκυ, στο ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Ως ιερέας ο Ιωάννης, ακολουθεί αυστηρό πνευματικό βίο, ενώ η σύζυγός του γίνεται με αυταπάρνηση βοηθός στο έργο του και μετά από ένα χρονικό διάστημα συναποφασίζουν τελικά να ζήσουν χωρίς παιδιά, σαν αδέλφια. Στον τόπο εξορίας, στην Κρονστάνδη, ο πληθυσμός ακολουθούσε βίο μακριά από την εκκλησιαστική πρακτική. Γρήγορα ο Ιωάννης κατάλαβε πως όλοι ανήκουν στο ποίμνιό του. Η προσέγγιση άρχισε από τα παιδιά, γιατί όπως έλεγε κρατούν ένα μέρος από το αρχικό μεγαλείο της εικόνας του Θεού. Ακολούθησαν σιγά-σιγά και οι μεγάλοι. Ενθάρρυνε κάθε άνδρα και γυναίκα να εισέλθουν στον εκκλησιαστικό βίο. Μοίραζε τα πενιχρά του έσοδα, με αποτέλεσμα ο ίδιος να στερείται ακόμα τα απαραίτητα. Ο ίδιος έπραττε σημαντικό ιεραποστολικό έργο. Αγόραζε τρόφιμα, φάρμακα, καλούσε γιατρούς. Η βάση της φιλανθρωπικής του δράσης στηριζόταν στο να οργανώσει αυτούς που μπορούσαν να βοηθούν. Με συχνά κηρύγματα ανέλυε τις πολύπλευρες αιτίες της Κρονστανδικής πενίας και επαιτείας. Έτσι κατάφερε σύντομα να ιδρυθούν πτωχοκομεία, εργατικές πολυκατοικίες, επαγγελματικές σχολές και έτσι να δοθεί ανάλογα στον καθένα κατοικία και εργασία. Έμβλημά του υπήρξε η κοινωνική αλληλεγγύη γι αυτό και το έργο του αφορούσε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από καταγωγή ή θρησκευτική ομολογία. Μερικά παραδείγματα του κοινωνικού του έργου είναι: - Το 1874 μ.Χ συγκροτεί ενοριακή πρόνοια για τους φτωχούς.
- Το 1882 μ.Χ , εγκαινιάζει εργατική εστία. Η εστία κάηκε, αλλά πάλι την έκτισε, αφού είχε ήδη δημιουργήσει ασφαλιστικό ταμείο. Το ίδρυμα αυτό μεγάλωσε και έγινε πολυδύναμο, όπου έβρισκαν γνώσεις και εργασία παιδιά και απόκληροι. Το 1902 μ.Χ δούλευαν σε αυτό 7281 εργαζόμενοι.
- Το 1903 μ.Χ. η στοιχειώδης σχολή του ιδρύματος είχε 259 παιδιά, το τμήμα ζωγραφικής 30 άτομα, το εργαστήρι ξυλουργικών ειδικοτήτων 61 άτομα, το γυναικείο τμήμα 50 άτομα. Διέθετε επιπλέον εργαστήρι υποδηματοποιίας, ζωολογική συλλογή και τμήμα γυμναστικής.
- Η παιδική βιβλιοθήκη το 1896 μ.Χ., διέθετε 2687 τόμους, ενώ παράλληλα με αυτήν λειτουργούσαν δύο βιβλιοπωλεία.
- Εκτός από τα ιδρύματα λειτουργούσαν ακόμη το σχολείο της Κυριακής, το κέντρο λαϊκών διαλέξεων, το λαϊκό αναγνωστήριο και η δανειστική βιβλιοθήκη.
- Η ενοριακή πρόνοια συντηρούσε ορφανοτροφείο - νηπιαγωγείο και εξοχικό οίκημα για παιδιά, πτωχοκομείο, ξενώνα για αστέγους και κέντρο ιατρικής βοήθειας. Το 1896 μ.Χ πέρασαν δωρεάν από το ιατρείο αυτό 2721 ασθενείς, ενώ η λαϊκή τραπεζαρία ετοίμαζε σε καθημερινή βάση 400 έως 800 μερίδες φαγητού.
- Επιστέγασμα αυτής του της πορείας είναι η ίδρυση στην Πετρούπολη γυναικείας μονής αφιερωμένης στον Άγιο Ιωάννη της Ρίλας, η ίδρυση της μονής Βοροντσόφσκυ στο Ριμπίνσκυ της επαρχίας Πσκόφ και της μονής Πιουχτίτσκυ στη Ρωσική Πολωνία.
- Χτίζει στη Σούρα τρισυπόστατο πέτρινο ναό αφιερωμένο στον Αγ. Νικόλαο, τον Αγ. Ιωάννη της Ρίλας και την Αγ. Παρασκευή. Ιδρύει ακόμη ορθόδοξη εκκλησιαστική αδελφότητα, σχολείο, παιδική στέγη, πριονιστήριο και συνεταιρισμό. Κατόπιν δημιουργεί ιερά γυναικεία μονή αφιερωμένη στον Αγ. Ιωάννη της Ρίλας. Το 1912 μ.Χ. η μονή είχε 120 μοναχές, ενώ διέθετε ξεχωριστή σκήτη κοντά στο χωριό και μετόχι στο Αρχάγγελσκ.
Επί 32 χρόνια ο π. Ιωάννης εργάστηκε σαν παιδαγωγός (1857 - 1862 μ.Χ. στην περιφερειακή σχολή Κρονστάνδης και 1862 - 1889 μ.Χ. στο Γυμνάσιό της). Βασική του αρχή ήταν η απλότητα στη διδασκαλία. Θεωρούσε πως η γνώση είναι απέραντη, γι’ αυτό και είναι ανάγκη να εκλεγεί για τα παιδιά μόνο το πιο απαραίτητο τμήμα της. Για να δημιουργηθεί ένα αρμονικό σύστημα, θεωρούσε πως η μόρφωση είναι αχώριστη από την αγωγή της καρδιάς, η οποία και προηγείται. Σαν δάσκαλος απέφευγε να τιμωρεί, δίδασκε με συζήτηση, επαναλάμβανε τις εκλεκτές περικοπές από την Αγία Γραφή, προκαλούσε ερωτήματα, ενθάρρυνε την παιδική ελευθερία και πρωτοβουλία. Οι προσωπικές του παιδαγωγικές αρχές που ξεχωρίζουν στο έργο του είναι: - Η αρχή της απλότητας της διδασκαλίας.
- Η μόρφωση οφείλει να είναι αχώριστη από την αγωγή της καρδιάς.
- Να μη τιμωρεί.
- Να διδάσκει με διαλογική συζήτηση.
- Να επαναλαμβάνει με τρόπο ζωντανό αναλύσεις της Αγ. Γραφής συνοδεύοντας την επανάληψη με αναγνώσεις εκλεκτών περικοπών.
- Να επιτρέπει τις ερωτήσεις των μαθητών και να προκαλεί συζητήσεις, στις οποίες έπαιρναν μέρος πολλοί απ’ αυτούς.
- Η ενθάρρυνση της ελευθερίας και της πρωτοβουλίας των μαθητών.
- Η εκκλησιαστική ακολουθία μπορεί και πρέπει να είναι το καλύτερο μέσον αγωγής για την μόρφωση της χριστιανικής ψυχής.
Ο άγιος Ιωάννης σύντομα αντιτάχθηκε στη θεολογική πρόταση της αραιής μετάληψης της Θείας Κοινωνίας. Γι’ αυτό τον λόγο πρότεινε συχνή συμμετοχή στις ακολουθίες, αγωνιστική διάθεση φιλανθρωπίας και εξομολόγηση μετά από μετάνοια. Η προσωπική εξομολόγηση που έκανε, ήταν συχνά πολύωρη, έτσι το μεγάλο πλήθος των πιστών τον οδήγησε σε αναβίωση της κοινής εξομολόγησης. Καταδίκαζε με αυστηρότητα την χλιαρότητα και τον τυπικό ευσεβισμό της Ρωσικής κοινωνίας, που είχε υποβαθμίσει τη μετοχή στη θεία Κοινωνία σε μία άπαξ του έτους υποχρέωση και την Θεανδρική ζωή της εκκλησίας στο επίπεδο των εθίμων. Εν τέλη έγινε λοιπόν ένας «στάρετς» που έκαναν σ’ αυτόν ελεύθερη υπακοή χιλιάδες πιστοί, γιατί άνοιξε καινούργιους δρόμους μένοντας πιστός στην ορθόδοξη πίστη. Εμπόδιζε από τη Θεία Κοινωνία μόνο τους φανατικούς οπαδούς του (Ιωαννίτες), με τους οποίους είχε ανοικτούς λογαριασμούς από το 1880 μ.Χ., οι οποίοι τον θεωρούσαν ως νέα ενσάρκωση του Χριστού. Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος να πηγαίνει στα μέρη που δρούσαν για να τους καταπολεμήσει. Έτσι το πρώτο ταξίδι γι’ αυτό το σκοπό το έκανε το 1892 μ.Χ. στη περιοχή Γντόφσκυ, κοντά στη Πετρούπολη.Ό ίδιος όμως πραγματοποιούσε και μεγάλες περιοδείες, που επαναλαμβάνονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αυτό οφείλεται στην ανάγκη που δημιούργησε η απήχηση της ζωής του πέρα από την Κροστάνδη και η τεράστια αλληλογραφία που είχε. Τα ταξίδια αυτά άρχισαν το 1888 μ.Χ. πηγαίνοντας κάθε χρόνο στο χωριό του Σούρα. Τα υπόλοιπα ταξίδια - περιοδείες έγιναν στο Βορονέζ, Χάρκοβο, Κίεβο, Κουρσκ, Οδησσό, Βαρσοβία μέχρι και το Βερολίνο. Το 1907 μ.Χ. και ενώ ήταν επίλεκτο μέλος πολλών κοινωφελών οργανώσεων, διορίστηκε και μέλος της Ιεράς Συνόδου. Όμως ποτέ δεν έκανε χρήση του δικαιώματος να συμμετάσχει καθώς τα παράσημα που του έδωσαν, όπως και τα βαρύτιμα ράσα ή οι δωρεές των πλουσίων, έδιναν αφορμές για επικρίσεις. Ήταν ένα συμπλήρωμα των δοκιμασιών του διότι δεν ξεχώρισε την καλή αγγελία και ως ανάγκη και των πλουσίων και των επιφανών. Βαριά άρρωστος τον Δεκέμβρη του 1908 μ.Χ., χωρίς να καταλύει την νηστεία των Χριστουγέννων, τέλεσε για τελευταία φορά τη Θεία Λειτουργία στις 10 Δεκεμβρίου 1908 μ.Χ. Στις 18 του μηνός είπε «δόξα τω Θεώ, ότι έχουμε δυο μέρες ακόμα για να τα κάνουμε όλα». Στις 19 έχασε τις αισθήσεις του, το βράδυ συνήλθε αλλά με πυρετό. Λειτούργησαν μεσάνυκτα για να προλάβουν να τον κοινωνήσουν με πολύ κόπο. Στις 6.00 του διάβασαν την ευχή «εις ψυχορραγούντα». Απεβίωσε, στην Κρονστάνδη, στις 07:40 της 20 Δεκεμβρίου 1908 μ.Χ., σε ηλικία 80 ετών. Η κηδεία του ήταν επιβλητική. Την ακολούθησαν πάνω από 20.000 πιστοί. Συμμετείχε ο πρωθιεράρχης της ρωσικής εκκλησίας με πολλούς επισκόπους, 60 ιερείς και 20 διακόνους. Η Ιερά Σύνοδος διέταξε ο βίος του να διδάσκεται στα ιερατικά σεμινάρια. Ο τάφος του βρίσκεται στον υπόγειο ναό της γυναικείας μονής Ιωάννοφσκυ της Πετρούπολης, ως μεγάλο προσκύνημα. Η ζωή του χαρακτηρίζεται προφητική για την Εκκλησία της Ρωσίας του 20ου και 21ου αιώνα. Στις 8 Ιουνίου 1990 μ.Χ., η Ι. Σ. της Εκκλησίας της Ρωσίας, στην πράξη αναγνώρισης της αγιότητάς του αναφέρει ότι έγινε "... για την ενάρετη ζωή του με την οποία ήταν τύπος των πιστών και για την πλήρη ζήλου και θυσιών υπηρεσία του στον Θεό και την Εκκλησία. Για την αγάπη του στον πλησίον με την οποία σαν τον καλό Σαμαρείτη δίδασκε στο ποίμνιό του την ευσπλαχνία προς τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Για τα θαύματα που έκανε, τόσο στη ζωή, όσο και μετά θάνατον, μέχρι σήμερα...". Παρότι ο στάρετς Ιωάννης ήταν πνευματικό τέκνο του ορθοδόξου ησυχασμού, τα συγγράμματα και οι λόγοι του εκτός από τη λατρευτική μυστηριακή ζωή είχαν και κοινωνικό χαρακτήρα. Έτσι τα έργα του που εκδόθηκαν αφπρούσαν: - Συζητήσεις και κηρύγματα
- Αντιρρητική συγγραφή, αναμνήσεις και επιστολές.
- Αποσπάσματα από το ημερολόγιό του με το τον τίτλο «Η εν Χριστώ ζωή μου».
Το τελευταίο βιβλίο εκδόθηκε σε πολλές «επαυξημένες» εκδόσεις σε πολλές γλώσσες. Η αγγλική μετάφραση του Γουλιάεφ, 1987 μ.Χ., προκάλεσε αίσθηση με αποτέλεσμα κρίσεις να γραφούν στον αγγλικό, αμερικανικό και αυστραλέζικο τύπο. Ο ίδιος αποτέλεσε σημείο αναφοράς της Εκκλησιαστικής Αναγέννησης που σημειώθηκε στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, παρότι αυτή δεν σημάδεψε καίρια και πλήρως την Ρωσική θεσμική Εκκλησία. Από μερικούς γίνεται η παρανόηση, ότι ο άγιος Ιωάννης είχε σε υψηλή εκτίμηση τον Ρασπούτιν και μάλιστα τον παρουσίαζε ως άγιο άνθρωπο, συντελώντας στην αποδοχή του Ρασπούτιν από την αυτοκρατορική οικογένεια των Ρωμανώφ. Η σχετική βιβλιογραφική έρευνα δείχνει ότι αυτό δεν ευσταθεί, αλλά ότι πρόκειται για «αστικό μύθο» όπου γίνεται σύγχυση του αγίου Ιωάννη με έναν άλλο ιερέα της εποχής, τον πρωτοπρεσβύτερο Ioann Ianyshev.
Λόγια ή γραπτά του Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης:
"Μετανοείτε, μετανοείτε! Έρχεται μια τρομερή εποχή, τόσο τρομερή, που ούτε και να φανταστείτε δεν μπορείτε... "
"Επειδή η αμαρτία στο βάθος της δεν είναι παρά κακία και υπερηφάνεια, πρέπει να θεραπεύουμε κάθε αμαρτωλό με την αγαθότητα και την αγάπη.
Είναι αυτό μια μεγάλη αλήθεια που συχνά τη λησμονούμε. Πράγματι συχνά, πολύ συχνά, ενεργούμε αντίθετα προς αυτή την αλήθεια. Προσθέτουμε κακία στην κακία, αντιθέτουμε υπερηφάνεια στην υπερηφάνεια. Έτσι η αρρώστια μεγαλώνει εξαιτίας μας και δεν υποχωρεί. Αντί να τη θεραπεύουμε την επιδεινώνουμε...
Κύριε, ελέησέ μας, απάλυνε την καρδιά μας... "
"Το σκοτεινό κάλυμμα
Οι άνθρωποι καλύπτονται από το σκοτάδι της άγνοιας. Αγνοούν τον Θεό, τον εαυτό τους και τους εχθρούς της σωτηρίας. Έτσι εκείνοι μπορούν εύκολα να ληστέψουν το νοητό σπίτι της ψυχής μας, το νοητό πλούτο της. "
"Όταν είσαι ταραγμένος και απελπισμένος από την κακία των ανθρώπων, να θυμάσαι πόσο απέραντα σε αγαπά ο παντοδύναμος και πάνσοφος Θεός, που ανέχεται το κακό <<έως καιρού>> και μετά το τιμωρεί με δικαιοκρισία. "
"Ειρήνη είναι η ακεραιότητα και η υγεία της ψυχής. Το να χάνεις την ειρήνη σου, σημαίνει να χάσεις την πνευματική σου υγεία."
"Καταστροφή της αγάπης με άλλη αγάπη Ο διάβολος, ο πιο απεχθής εχθρός μας, αγωνίζεται να καταστρέψει την αγάπη με άλλη αγάπη. Την αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον μας, με την αγάπη για τον κόσμο. Γι’ αυτό ας ξεριζώσουμε από μέσα μας την αγάπη γι’ αυτόν τον κόσμο κι ας καλλιεργήσουμε την αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον μας με την αυταπάρνηση."
"Για όλη την ημέρα
Με μισή ώρα προσευχής το βράδυ, θα κερδίσεις τρεις ώρες καλύτερου ύπνου. Και το πρωί που πρέπει να πας στη δουλειά σου, σήκω νωρίτερα και προσευχήσου με θέρμη. Θ’ αποκτήσεις γαλήνη και ενεργητικότητα για όλη την ημέρα. "
Η εμφάνιση του Αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ, στόν Άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης ~ ἄλλως περί Αντιχρίστου.
Οἱ Ἅγιοι Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ καί Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, ἀπό τούς μεγαλυτέρους καί πλέον γνωστούς Ἁγίους τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, φωτιζόμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα προεῖπαν συγκλονιστικές προφητείες σχετικά μέ τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Ρωσίας ἀπό τό ἀθεϊστικό καθεστώς πού ἐπιβλήθηκε μέ τήν Μπολσεβικική Ἐπανάσταση τοῦ 1917... Τό 1907, δέκα μόλις χρόνια πρίν τήν Ἐπανάσταση, ὁ ἅγ. Ἰωάννης μιλῶντας στίς ἀδελφές τῆς Μονῆς Λεουσάνσκ, εἶπε: «Μία ἀπαίσια περίοδος ἔρχεται, τόσο ἀπαίσια πού δέν μπορεῖτε νά φαντασθῆτε...». Στό σημεῖο αὐτό ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς, ἡλικίας 80 ἐτῶν, ρώτησε: «Λοιπόν, πότε θά γίνει αὐτό, Πάτερ;» «Ἐμεῖς – ἀπάντησε ὁ Ἅγιος – δέν θά ζήσουμε νά τήν δοῦμε, ἀλλά αὐτές –εἶπε καί ἔδειξε τίς μοναχές – θά ζήσουν καί θά τήν δοῦν». Πράγματι, ὁ ἅγ. Ἰωάννης καί ἡ Ἡγουμένη κοιμήθηκαν μετά ἀπό λίγο, ἐνῶ οἱ μοναχές πρόλαβαν τήν Ἐπανάσταση, ὑπέστησαν διωγμούς καί εἶδαν τήν μονή τους νά διαλύεται. Πρόσφατα εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητος μία ἄλλη ἐμπειρία τοῦ ἁγ. Ἰωάννη. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἕνα σχετικό ὅραμα τόν Ἰανουάριο τοῦ 1901, κατά τό ὁποῖο τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Τό ὅραμα κινεῖται σέ δύο χρονικά ἐπίπεδα: Τό ἀμέσως ἑπόμενο (πού ἀφορᾶ τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Ρωσίας ἀπό τίς ἀθεϊστικές δυνάμεις τοῦ συλλογικοῦ Ἀντιχρίστου – Κομμουνισμοῦ, τήν δολοφονία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’, τήν δημιουργία τῆς λεγόμενης Ζωντανῆς Ἐκκλησίας τῶν νεωτεριστῶν καί ἀργότερα τῶν καθυποταγμένων στό Σοβιετικό καθεστώς Σεργιανιστῶν, τό μαρτύριο ἑκατομμυρίων Ὀρθοδόξων πιστῶν, τά θύματα τῆς μεγάλης πεῖνας). Καί τό ἀπώτερο (πού ἀφορᾶ τήν πτώση σέ αἵρεση τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τήν ὑποκατάσταση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό νεωτερίζουσες «ἐκκλησίες» σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ ἱστορικοῦ Ἀντιχρίστου, τό σφράγισμα τῶν ἀνθρώπων, τόν διωγμό τῶν Χριστιανῶν, ἀλλά καί τήν καταστροφή τοῦ Ἀντιχρίστου καί τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας). Ἀπό τά προφητευόμενα συγκλονιστικά γεγονότα, ἄλλα ἔχουν ἤδη συμβεῖ καί ἄλλα ἀναμένονται (Προλεγόμενα ~ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου) Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης διηγείται αυτό το όραμα που είχε τον Ιανουάριο του 1901:
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἁγ. Σεραφείμ τοῦ ΣάρωφΜετά τήν βραδυνή προσευχή μου, ξάπλωσα λίγο νά ξεκουραστώ στό ἀμυδρά φωτισμένο κελλί μου, καθώς ἦμουν κουρασμένος. Μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔκαιγε μία λαμπάδα. Δέν εἶχε περάσει περισσότερο ἀπό μισή ὥρα, ὅταν ἄκουσα ἕνα θρόϊσμα καί κάποιος ἀκούμπησε τόν ἀριστερό μου ὥμο καί μοῦ εἶπε μέ τρυφερή φωνή: «Σήκω, δούλε τοῦ Θεοῦ Ἰωάννη, καί ἀκολούθησε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Σηκώθηκα καί εἶδα κοντά στό παράθυρο τόν ἔνδοξο Στάρετς ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Εἶχε ψαρά μαλλιά, φοροῦσε μαῦρο μανδύα καί κρατοῦσε στό χέρι του ραβδί. Μέ κοιτοῦσε μέ τρυφερότητα και ἐγώ κρατιόμουν μέ δυσκολία ὄρθιος, νά μήν πέσω ἀπό τόν μεγάλο φόβο μου. Τά χέρια καί τά πόδια μου ἔτρεμαν, ἤθελα νά μιλήσω, ἀλλά ἡ γλῶσσα μου δέν μέ ὑπάκουε. Ὁ Στάρετς σημείωσε πάνω μου τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί ἀμέσως αἰσθάνθηκα χαρά καί γαλήνη. Ἔπειτα ἔκανα τόν Σταυρό μου καί ὁ ἴδιος. Στή συνέχεια ἔδειξε μέ τό ραβδί του τόν δυτικό τοίχο τοῦ κελλιοῦ μου. Πάνω του εἶχε χαράξει τίς ἀκόλουθες χρονολογίες: 1913, 1914, 1917, 1922, 1924 καί 1934. Οἱ Νεομάρτυρες τῆς Ρωσικῆς ἘκκλησίαςΞαφνικά ὁ τοῖχος χάθηκε καί βρέθηκα νά περπατῶ μέ τόν Στάρετς σ’ ἕνα καταπράσινο λιβάδι, γεμάτο ἀπό χιλιάδες σταυρούς πού σημείωναν τάφους! Ἄλλοι ἦσαν ξύλινοι, ἄλλοι πήλινοι καί ἄλλοι χρυσοί. Τόν ρώτησα, τί ἦσαν αὐτοί οἱ σταυροί. Μοῦ ἀπάντησε γαλήνια, ὅτι οἱ σταυροί αὐτοί ἦσαν γι’αὐτούς πού ὑπέφεραν καί θανατώθηκαν γιά τήν πίστι τους στόν Χριστό καί γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἔγιναν Μάρτυρες. Καί ἔτσι συνεχίσαμε νά περπατάμε. Ξαφνικά εἶδα ἕνα ὁλόκληρο ποτάμι ἀπό αἷμα καί τόν ρώτησα ποιά ἦταν ἡ σημασία αὐτοῦ τοῦ αἵματος πού τόσο εἶχε χυθεῖ. Ὁ Στάρετς κοίταξε γύρω καί ἀπάντησε, ὅτι αὐτό ἦταν τό αἷμα τῶν πραγματικῶν Χριστιανῶν! Ὁ Στάρετς στή συνέχεια ἔδειξε ψηλά καί εἶδα πλῆθος Ἀγγέλων νά ψάλλουν τό «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ». Μᾶς προσπέρασε ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων μέ λαμπάδες στά χέρια καί τήν χαρά νά λάμπει στά πρόσωπά τους. Ἦσαν Ἐπίσκοποι, μοναχοί, μοναχές, ὁμάδες λαϊκῶν, ἐνήλικες, νέοι, ἀκόμη καί παιδιά καί βρέφη. Ρώτησα τόν θαυματουργό Γέροντα ποιοί ἦσαν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι κι αὐτός μοῦ ἀποκρίθηκε: «Ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ὑπέφεραν γιά τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί γιά τίς Ἅγιες Εἰκόνες πού βρέθηκαν στά χέρια ἁμαρτωλῶν καταστροφέων»! Ρώτησα τόν Γέροντα ἄν μποροῦσα νά καθήσω δίπλα τους κι αὐτός ἀπάντησε: «Εἶναι πολύ νωρίς γιά σένα νά ὑποφέρεις, ἑπομένως τό νά καθήσεις μαζί τους δέν εἶναι εὐλογημένο ἀπό τόν Θεό»! Ἡ πτώση σέ αἵρεση τῶν τοπικῶν ἘκκλησιῶνἜπειτα ἔδειξε κάποια σύννεφα καί τότε εἶδα πλῆθος ἀναμμένες λυχνίες πού ἔκαιγαν μέ λευκή φλόγα. Ξαφνικά ἄρχισαν νά πέφτουν στό ἔδαφος ἡ μία μετά τήν ἄλλη, κατά δεκάδες καί ἑκατοντάδες, ἔχαναν τό φῶς τους καί γίνονταν στάχτες! Τότε ὁ ἅγιος Στάρετς μοῦ ἔδειξε ἕνα σύννεφο καί μοῦ εἶπε: «Κοίτα». Εἶδα ἑπτά ἀναμμένες λυχνίες. Τόν ρώτησα ποιό ἦταν τό νόημα τῶν καιομένων λυχνιῶν πού ἔπεφταν στό ἔδαφος καί μοῦ ἀπάντησε: «Εἶναι οἱ ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ πού πέφτουν σέ αἵρεση, ἀλλά αὐτές οἱ ἑπτά λυχνίες στά σύννεφα εἶναι οἱ ἑπτά ἐκκλησίες τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πού θά μείνουν μέχρις συντελείας τοῦ αἰῶνος»! Ἡ νεωτερίζουσα «Ἐκκλησία»Προχωρήσαμε περισσότερο καί πήγαμε σέ μία μεγάλη ἐκκλησία. Θέλησα νά κάνω τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά ὁ Στάρετς μοῦ εἶπε: «Δέν εἶναι ἀνάγκη νά κάνεις τόν Σταυρό σου, γιατί τό μέρος αὐτό εἶναι τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως»! Ἡ ἐκκλησία ἦταν σκοτεινή καί καταθλιπτική. Στήν «Ἁγία Τράπεζα» ὑπῆρχε ἕνα ἄστρο καί στό Εὐαγγέλιο ὑπῆρχαν ἐπίσης ἀστέρια. Κεριά καμωμένα ἀπό πίσσα ἔκαιγαν τρίζοντας σάν καυσόξυλα! Τό Ἅγιο Ποτήριο ἦταν ἐκεῖ, καλυμμένο ἀπό μία ἀπαίσια βρωμιά! Ὑπῆρχε καί ἕνα πρόσφορο κι αὐτό σημειωμένο μέ ἀστέρια! Ἕνας Ἱερέας στέκοταν μπροστά σ’ αὐτή τήν φοβερή «ἁγίατράπεζα» μέ πρόσωπο μαῦρο σάν πίσσα καί ἀπό κάτω της βρίσκοταν μία γυναῖκα ντυμένη μέ κόκκινα, μέ ἕνα ἀστέρι στά χείλη της πού γελοῦσε οὐρλιάζοντας «εἶμαι ἐλεύθερη»! Σκέφθηκα: «Θεέ μου, εἶναι τρομερό»! Ἄνθρωποι σάν τρελλοί ἄρχισαν νά τρέχουν γύρω ἀπό τήν «ἁγία τράπεζα», φωνάζοντας, σφυρίζοντας, χειροκροτῶντας καί τραγουδῶντας ἄσεμνα τραγούδια. Ξαφνικά μία ἀστραπή ἄστραψε, ἕνα ἀστροπελέκι ἀντήχησε, ἡ γῆ σείστηκε καί ἡ «ἐκκλησία» κατέρρευσε, στέλνοντας τήν γυναῖκα, τούς ἀνθρώπους καί τόν παπά στήν ἄβυσσο! Σκέφθηκα, «Κύριε, σῶσε μας, εἶναι τόσο τρομερό». Ρώτησα τόν Στάρετς, ποιά ἦταν ἡ σημασία αὐτῆς τῆς φοβερῆς «ἐκκλησίας». «Αὐτοί – μοῦ ἀποκρίθηκε – εἶναι οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι, οἱ αἱρετικοί, πού ἐγκατέλειψαν τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ἀναγνώρισαν τήν πρόσφατη νεωτερίζουσα ἐκκλησία, τήν ὁποία ὁ Θεός δέν ἔχει εὐλογήσει. Σ’ αὐτή τήν ἐκκλησία δέν νηστεύουν, δέν παρακολουθοῦν Ἀκολουθίες καί δέν παίρνουν Θεία Κοινωνία»! Ὁ πόνος τῶν ἀθέωνἜπειτα εἶδα μία κοσμοσυρροή. Κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς εἶχε στά χείλη του ἀστέρι καί ὅλοι ἦσαν τρομερά ἐξαντλημένοι ἀπό τήν δίψα καί τήν περιπλάνηση. Ὅταν μᾶς εἶδαν φώναξαν δυνατά: «Ἅγιοι Πατέρες, προσευχηθεῖτε γιά μᾶς, γιατί ἐμεῖς δέν μποροῦμε. Οἱ γονεῖς μας δέν μᾶς δίδαξαν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Οὔτε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἔχουμε, οὔτε εἰρήνη. Ἀπορρίψαμε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ»! Τό μαρτύριο τῶν μοναχῶν ἀπό τόν ἈντίχριστοἈκολούθησα τόν Στάρετς. «Κοίτα», μοῦ εἶπε δείχνοντας μέ τό δάχτυλο. Εἶδα ἕνα βουνό ἀπό ἀνθρώπινα πτώματα, βαμμένα στό αἷμα. Φοβήθηκα καί ρώτησα τόν Στάρετς, ποιό ἦταν τό νόημα αὐτῶν τῶν νεκρῶν σωμάτων. Μοῦ ἀπάντησε: «Αὐτοί εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν μοναστική ζωή, ἀπέρριψαν τόν Ἀντίχριστο καί δέν ἔλαβαν τήν σφραγίδα του. Ὑπέφεραν γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό καί τήν Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ἔλαβαν τούς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου πεθαίνοντας γιά τόν Χριστό. Νά προσεύχεσαι γι’ αὐτούς τούς δούλους τοῦ Θεοῦ». Τό μαρτύριο τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’Χωρίς προειδοποίηση ὁ Στάρετς γύρισε πρός τόν βορρᾶ καί ἔδειξε μέ τό χέρι του. Εἶδα ἕνα αὐτοκρατορικό ἀνάκτορο, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ἔτρεχαν σκυλιά. Καί εἶδα τόν Τσάρο νά κάθεται στόν θρόνο. Τό πρόσωπό του ἦταν χλωμό, ἀλλά ἀνδρεῖο. Ἔλεγε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ξαφνικά ἔπεσε σάν νεκρός. Τό στέμμα του ἔπεσε καί τά σκυλιά τσαλαπάτησαν τόν βασιλιά! Ἦμουν φοβισμένος καί ἔκλαιγα πικρά. Ὁ Στάρετς μέ ἄγγιξε στόν δεξιό ὤμο. Εἶδα μία φιγούρα σαβανωμένη στά λευκά, ἦταν ὁ Νικόλαος Β’. Ἦταν στεφανωμένος καί τό πρόσωπό του γεμάτο αἵματα. Γύρω ἀπό τό λαιμό του ὑπῆρχε χρυσός σταυρός καί ψυθύριζε ἤσυχα μία προσευχή. «Κάνε προσευχή γιά μένα π. Ἰωάννη – μοῦ εἶπε – Πές σ’ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους, ὅτι ἐγώ, ὁ Τσάρος – Μάρτυρας πέθανα ἀνδρείως γιά τήν πίστη μου στόν Χριστό καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πές στούς ἁγίους πατέρες νά κάνουν μία πανυχίδα γιά μένα τόν ἁμαρτωλό, ἀλλά δέν θά ὑπάρξει τάφος γιά μένα»!!! Σύντομα ὅλα τά κάλυψε ὁμίχλη. Ἔκλαψα πικρά, προσευχόμενος γιά τόν Τσάρο – Μάρτυρα. Τά χέρια καί τά πόδια μου ἔτρεμαν ἀπό τόν φόβο. Ἡ καταδίκη τῶν βλασφήμων Μετά ὁ Στάρετς μοῦ εἶπε, «κοῖτα». Εδα μία κοσμοσυρροή ἀνθρώπων διασκορπισμένων στή γῆ πού εἶχαν πεθάνει ἀπό τήν πεῖνα, ἐνῶ ἄλλοι ἔτρωγαν γρασίδι καί χορτάρια! Σκυλιά ἔτρωγαν τά πτώματα τῶν νεκρῶν καί ἡ δυσοσμία ἦταν τρομερή. Σκέφτηκα, «Κύριε, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν πίστη. Ἀπό τά στόματά τους ἔβγαιναν βλασφημίες καί γι’ αὐτό δέχτηκαν τήν ὀργή Σου».
Τά αἱρετικά βιβλία
Ἔπειτα εἶδα ἕνα ὁλόκληρο βουνό από βιβλία, πού ἀνάμεσά τους σέρνονταν σκουλήκια πού ἀνέδυαν τρομερή δυσοσμία. Ρώτησα τόν Στάρετς ποιά ἦταν ἡ σημασία τῶν βιβλίων αὐτῶν. «Αὐτά τά βιβλία – μοῦ εἶπε – εἶναι γεμάτα ἀσέβεια καί βλασφημία καί θά μολύνουν τούς Χριστιανούς μέ αἱρετικές διδασκαλίες». Στή συνέχεια ὁ Στάρετς ἄγγιξε μέ τό ραβδί του κάποια ἀπό αὐτά τά βιβλία καί ἐκεῖνα ἔπιασαν φωτιά. Ὁ ἄνεμος σκόρπισε τίς στάχτες τους.
Ἡ ἀμέλεια τῶν Ἱερέων καί ἡ προσευχή τῶν Ἀγγέλων
Στή συνέχεια εἴδαμε μία ἐκκλησία, γύρω ἀπό τήν ὁποία ἦταν στοιβαγμένες δεήσεις γιά τούς κεκοιμημένους. Ἔσκυψα καί θέλησα νά μνημονεύσω, ἀλλά ὁ Στάρετς μέ σταμάτησε. «Αὐτές οἱ δεήσεις – εἶπε – βρίσκονται ἐδῶ πολλά χρόνια καί οἱ Ἱερεῖς τίς ἔχουν ξεχάσει. Δέν πρόκειται νά τίς μνημονεύσουν ποτέ, ἀλλά οἱ νεκροί θά ζητοῦν κάποιον νά προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς». «Ποιοί θά προσευχηθοῦν γι’ αὐτούς;», τόν ρώτησα. «Οἱ Ἄγγελοι» μοῦ ἀπάντησε.
Ἡ κοινή καταδίκη νεωτεριστῶν καί ἁμαρτωλῶν
Προχωρήσαμε πιό πέρα καί ὁ Στάρετς τάχυνε τό βῆμα του τόσο πού μέ δυσκολία τόν προλάβαινα. «Κοίτα» μοῦ εἶπε. Εἶδα ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων νά καταδιώκονται ἀπό δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τούς κτυποῦσαν μέ πασσάλους, δίκρανα καί γάντζους! Ρώτησα τόν Στάρετς γιά τήν σημασία τοῦ ὁρωμένου καί αὐτός μοῦ ἀπάντησε: «Αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀρνήθηκαν τήν πίστη τους καί ἄφησαν τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί δέχθηκαν τήν καινούργια νεωτερίζουσα «ἐκκλησία». Καί αὐτοί εἶναι οἱ Ἱερεῖς, οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές πού ἀρνήθηκαν τούς ὄρκους τους, καθώς καί οἱ λαϊκοί πού ἀρνήθηκαν τόν γάμο τους καί ὑποδουλώθηκαν στό ποτό, στήν ἀνηθικότητα καί κάθε εἴδους βλασφημίες». Ὅλοι εἶχαν πρόσωπα τρομακτικά καί φοβερή δυσοσμία ἔβγαινε ἀπό τά στόματά τους. Οἱ δαίμονες τούς κτυποῦσαν, ὁδηγῶντας τους στήν τρομερή ἄβυσσο, ἀπό τήν ὁποία ἔβγαιναν οἱ φλόγες τῆς κολάσεως! Φοβισμένος ἔκανα τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, προσευχόμενος νά μᾶς ἀποτρέψει ὁ Κύριος ἀπό τέτοια μοῖρα.
Ἡ ἐγκαθίδρυση τοῦ ἱστορικοῦ Ἀντιχρίστου
Τελικά εἶδα τόν θόλο τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων. Πάνω του ὑπῆρχε ἕνα ἀστέρι. Γύρω του ὑπῆρχαν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι πού προσπαθοῦσαν νά μποῦν. Θέλησα νά κάνω τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά ὁ Στάρετς μοῦ ἄρπαξε τό χέρι καί μοῦ εἶπε: «Ἐδῶ εἶναι τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως»!
Ἔτσι μπήκαμε στό Ναό πού ἦταν γεμάτος κόσμο. Εἶδα ἕναν θρόνο πού πάνω του ἔκαιγαν κεριά ἀπό λίπος ζώων. Πάνω του κάθοταν ἕνας βασιλιᾶς ντυμένος στά κόκκινα, φλογισμένος, πορφυρός. Στό κεφάλι φοροῦσε χρυσό στέμμα μέ ἀστέρι. Ρώτησα τόν Στάρετς, «ποιός εἶναι;» «Ὁ Ἀντίχριστος», μοῦ ἀπάντησε. Ἦταν πολύ ψηλός, μέ μάτια σάν φωτιά, μαῦρα φρύδια, ξυρισμένα τά γένια, θηριώδης, πανούργος, διαβολικός, μέ τρομακτικό πρόσωπο. Ἦταν μόνος του στό θρόνο καί ἔτεινε τά χέρια του πρός τούς ἀνθρώπους φωνάζοντας: «Εἶμαι ὁ βασιλιᾶς, εἶμαι ὁ ἀρχηγός, εἶμαι ὁ θεός. Αὐτός πού δέν ἔχει τήν σφραγίδα μου θά θανατωθεῖ»!
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔπεσαν κάτω καί τόν προσκύνησαν καί ἐκεῖνος ἄρχισε νά βάζει τήν σφραγίδα του στά χείλη καί στά χέρια τους, ὥστε νά μπορέσουν νά πάρουν λίγο ψωμί καί νά μήν πεθάνουν ἀπό τήν πεῖνα.
Γύρω ἀπό τόν Ἀντίχριστο ὑπηρέτες του ὁδηγοῦσαν ἀρκετούς ἀνθρώπους μέ τά χέρια δεμένα, ἐπειδή δέν τόν εἶχαν προσκυνήσει. «Εἴμαστε Χριστιανοί – ὁμολόγησαν – καί πιστεύουμε στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό». Ἀμέσως ὁ Ἀντίχριστος συνέτριψε τά κεφάλια τους καί τό χριστιανικό αἷμα ἄρχισε νά ρέει.
Μετά ὁδηγήθηκε μπροστά στόν Ἀντίχριστο ἕνα παιδί γιά νά τόν προσκυνήσει, ἀλλά ἐκεῖνο διακήρυξε τολμηρά: «Εἶμαι Χριστιανός καί πιστεύω στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐσύ εἶσαι ὑπηρέτης τοῦ Σατανᾶ»! «Θάνατος σ’ αὐτόν», ἀναφώνησε ὁ Ἀντίχριστος, ἄλλοι ὅμως πού δέχθηκαν τό σφράγισμά του ἔπεσαν καί τόν προσκύνησαν.
Κατόπιν εἶδα μία ὁμάδα ἀνθρώπων, νέων καί γέρων μαζί, πού ἦσαν ντυμένοι ἄσχημα. Κρατοῦσαν ψηλά ἕνα ἀστέρι μέ πέντε ἄκρα. Σέ κάθε ἄκρο ὑπῆρχαν δώδεκα δαίμονες καί στό κέντρο ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς, μέ κέρατα στό κεφάλι. Βγάζοντας ἀφρούς ἀπό τό στόμα, ἀνακοίνωσε στούς ἀνθρώπους: «Σηκωθεῖτε σεῖς οἱ καταραμένοι μέ τήν σφραγίδα μου»! Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοί δαίμονες καί ἄρχισαν νά βάζουν τήν σφραγίδα του στά χείλη, στούς ἀγκώνες καί στό δεξί τό χέρι τῶν ἀνθρώπων. Ρώτησα τόν Στάρετς, τί σημαίνει αὐτό. Μοῦ ἀποκρίθηκε, «εἶναι τό σημάδι τοῦ Ἀντιχρίστου». Ἔκανα τόν Σταυρό μου καί τόν ἀκολούθησα.
Ἡ καταστροφή τοῦ Ἀντιχρίστου
Ξαφνικά ἀκούστηκε μία βοή καί χιλιάδες φλογισμένες ἀστραπές ἄρχισαν νά πέφτουν. Βέλη ἄρχισαν νά χτυποῦν τούς ὑπηρέτες τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἔπειτα, ἕνα μεγάλο φλογισμένο βέλος χτύπησε καί τόν ἴδιο στό κεφάλι, τό στέμμα του ἔπεσε καί κομματιάστηκε μαζί του στό ἔδαφος.
Αἰσθάνθηκα τόν Στάρετς νά μέ παίρνει ἀπό τό χέρι. Προχωρήσαμε περισσότερο καί εἶδα καί πάλι αἷμα χριστιανικό. Τότε θυμήθηκε τά λόγια τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Ἀποκάλυψη, ὅτι τό αἷμα θά ἔφτανε στό χαλινάρι τοῦ ἀλόγου. Σκέφθηκα, «Κύριε σῶσε μας» καί τήν ἴδια στιγμή εἶδα Ἀγγέλους νά πετοῦν καί νά ψάλλουν τό «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ».
Ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας
Ξαφνικά ὁ Στάρετς σταμάτησε καί ἔδειξε μέ τό χέρι του πρός τήν ἀνατολή. Εἶδα μία μεγάλη συγκέντρωση ἀνθρώπων μέ χαρούμενα πρόσωπα, πού κρατοῦσαν σταυρούς καί κεριά. Στό μέσο τους ὑπῆρχε μία Ἁγία Τράπεζα λευκή, ὅσο τό χιόνι. Πάνω της ὑπῆρχε ὁ Τίμιος Σταυρός καί τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἀπό πάνω ἕνας ἀέρας μέ τό αὐτοκρατορικό στέμμα, στόν ὁποῖο ἦταν γραμμένο μέ χρυσά γράμματα: «Γιά τό ἄμεσο μέλλον». Γύρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ἔστεκαν Ἐπίσκοποι, Ἱερεῖς, μοναχοί, μοναχές καί λαϊκοί πού ἔψαλλαν τό «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ». Ἀπό τήν μεγάλη μου χαρά ἔκανα τόν Σταυρό μου καί δόξασα τόν Θεό.
Ξαφνικά ὁ Στάρετς κούνησε τόν σταυρό πού φοροῦσε πρός τά πάνω τρεῖς φορές καί τότε εἶδα ἕνα βουνό ἀπό σώματα καλλυμένα μέ ἀνθρώπινο αἷμα πού πάνω τους πετοῦσαν Ἄγγελοι. Ἔπαιρναν στόν οὐρανό τίς ψυχές αὐτῶν πού εἶχαν θανατωθεῖ γιά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ψάλλοντας τό «Ἀλληλούϊα».
Παρατηρῶντας ὅλα αὐτά ἄρχισα νά κλαίω δυνατά, ὁ Στάρετς ὅμως μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί μοῦ ἀπαγόρευσε νά κλαίω. «Ὅσοι δέν δεχθοῦν τήν σφραγίδα τοῦ Ἀντιχρίστου – μοῦ εἶπε – θά γίνουν Μάρτυρες καί ὅσοι χύσουν τό αἷμα τους θά λάβουν οὐρανίους στεφάνους». Ἔπειτα στράφηκε πρός τήν ἀνατολή καί προσευχήθηκε γι’ αὐτούς τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, καθώς τά λόγια τοῦ Προφήτη Δανιήλ γιά τό «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως» ἔβγαιναν ἀληθινά.
Τό τέλος τοῦ ὁράματος
Ὁ Στάρετς μέ κύτταξε καί μοῦ εἶπε: «Μή λυπᾶσαι, διότι σύντομα, πολύ σύντομα, θά ἔρθει τό τέλος τοῦ κόσμου. Προσευχήσου στόν Κύριο, ὁ Θεός εἶναι εὔσπλαχνος στούς ὑπηρέτες Του. Ὁ καιρός πλησιάζει στό τέλος του». Ἔδειξε τήν ἀνατολή, ἔπεσε στά γόνατα καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Προσευχήθηκα κι ἐγώ μαζί του. Μετά ὁ Στάρετς ἄρχισε νά φεύγει ἀπό τήν γῆ καί νά κατευθύνεται πρός τίς οὐράνιες μονές. Καθώς ἔφευγε, θυμήθηκε πώς ἐνῶ τόν γνώριζα, δέν εἶχα ρωτήσει τό ὄνομά του καί ἔτσι τόν ἰκέτεψα δυνατά. «Πάτερ, ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;» «Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ» μοῦ ἀπάντησε μέ τρυφερότητα!
Κάτι σάν κουδούνι ἀντήχησε πάνω ἀπό τό κεφάλι μου, ἄκουσα τόν ἦχο καί σηκώθηκα ἀπό τό κρεββάτι. «Κύριε – ἀναφώνησα – εὐλόγησε καί βοήθησέ με, δι’ αὐχῶν τοῦ ἁγίου Στάρετς Σεραφείμ. Σ’ εὐχαριστῶ πού μέ φώτισες τόν ἁμαρτωλό δοῦλο Σου Ἰωάννη, Ἱερέα τῆς Κροστάνδης»
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου