Ο Θεόφιλος Γεωργιάδης, Ελληνοκύπριος εθνικιστής, πολιτικός επιστήμονας και εθνικός αγωνιστής, γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1957, στο χωριό Ευρύχου της Κύπρου και δολοφονήθηκε στις 10 το βράδυ της 20ης Μαρτίου 1994 έξω από το σπίτι του στη Λευκωσία, πιθανόν με εντολή των Τουρκικών μυστικών υπηρεσιών. Η δολοφονία του υπήρξε η πρώτη που διαπράχθηκε από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες με θύμα Ελληνοκύπριο μετά το 1974, μέσα στο εσωτερικό της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Θεόφιλος Γεωργιάδης τάφηκε στο νεκροταφείο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία. Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Γεωργιάδη και είχαν αποκτήσει τρία παιδιά, τον Χαράλαμπο, το Χρήστο και το Θοδωρή.
Πατέρας του ήταν ο Πάμπος, [Χαράλαμπος], Γεωργιάδης, μέλος και αγωνιστής της Ε.Ο.Κ.Α. που πολέμησε και το 1963 για την καταστολή της τούρκικης εξεγέρσεως στην Κύπρο, και μητέρα του η Έλλη Γεωργιάδη, των οποίων ήταν το τρίτο παιδί, ενώ είχε ακόμη δύο μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδελφή. Παρακ
ολούθησε μαθήματα βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρά του, που είναι σήμερα, (2013) υπό τουρκική κατοχή, ενώ παρακολούθησε τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στο επίσης τουρκοκρατούμενο Γυμνάσιο Νεαπόλεως, στη Λευκωσία και το 1975 τελείωσε τη Μέση εκπαίδευση και αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Έως τον Ιούλιο του 1974 και την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η οικογένεια του διέμενε στο προάστιο Τράχωνας, βόρεια της Λευκωσίας, το οποίο επίσης κατέχεται από τις τουρκικές δυνάμεις, και το 1974 μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, σαν πρόσφυγας.
Το 1975 κατατάχθηκε στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου και εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, [Σ.Ε.Α.Π.], στο Ηράκλειο της Κρήτης και στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ανορθοδόξου Πολέμου, [Κ.Ε.Α.Π.] στη Ρεντίνα της Θεσσαλονίκης, ενώ υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην 32α Μοίρα Καταδρομών με τον βαθμό του Εφέδρου Ανθυπολοχαγού. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας ανακατατάχθηκε στην Εθνική Φρουρά και συνέχισε να υπηρετεί ως έφεδρος με το βαθμό του Υπολοχαγού.
Παρακολούθησε μαθήματα από το 1977 έως το 1981 και αποφοίτησε από το τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πάντειου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν άριστος γνώστης της Τουρκικής γλώσσας και ιστορίας και ειδικευμένος Τουρκολόγος, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία και τη Γερμανία. Με την επιστροφή του στην Κύπρο προσλήφθηκε την κυπριακή αστυνομία, αρχικά με ειδικότητα στα τουρκικά θέματα, ενώ το 1986 ανέλαβε τη θέση του υπεύθυνου Τύπου στο Τμήμα Τουρκικών Θεμάτων του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (Γ.Τ.Π.–Press & Information Office, PiO) της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποστολή του ήταν η μελέτη του τουρκικού τύπου και η σύνταξη εκθέσεων και εισηγήσεων προς το Κυπριακό κράτος. Ήταν συχνά κύριος ομιλητής σε διαλέξεις που διοργανώνονταν με θέματα που αφορούσαν την Τουρκία, στις οποίες αναφέρονταν στο μύθο της «…παντοδύναμης Τουρκίας των 60 εκατομμυρίων..», ενώ έδωσε εκατοντάδες συνεντεύξεις και δημοσίευσε πλήθος από άρθρα για το Κυπριακό ζήτημα στον ελληνικό, τον ελληνοκυπριακό και το διεθνή Τύπο, για τα δικαιώματα του Ελληνισμού, τη γενοκτονία εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου, τα Εθνικά Προβλήματα του Ελληνισμού, το Αρμενικό ζήτημα και τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Κούρδων. Από το 1988 μαζί με φίλους και ομοϊδεάτες του ίδρυσαν την Κυπριακή Επιτροπή Αλληλεγγύης στο Κουρδιστάν. Ήταν ενεργός συμπαραστάτης στους αγώνες των Απελευθερωτικού Μετώπου του Κουρδιστάν, [ERNK], Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, [PKK], και του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Κουρδιστάν, [ARGK] και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Φωνή του Κουρδιστάν», που είναι το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του PKK στην Ελλάδα. Πρωτοστάτησε στην Ίδρυση του Παγκυπρίου Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων, και στη συνέχεια παρέμεινε ενεργό και δραστήριο στέλεχος του. Το 1992 σχολιάζοντας τις συμφωνίες Μακαρίου–Ντενκτάς του 1977, για τη «λύση» του Κυπριακού, έγραφε, «…πάνω στη βάση της εκδίωξης των 200.000 νομίμων κατοίκων της περιοχής, των ομαδικών τάφων πάνω από 6.000 σφαγιασθέντων ή πεσόντων της εισβολής και 1619 αγνοουμένων (83 Ελλαδίτες) στηρίζεται τόσο το δίκαιο όσο και η βιωσιμότητα της λύσης αυτής..». Πρωτοστάτησε επίσης στην προσπάθεια ανευρέσεως των Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων της Τουρκικής εισβολής, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τις σχέσεις του με Αρμένιους και Κούρδους, που είχαν υπηρετήσει το 1974, ως στρατιώτες του στρατού κατοχής. Στη Λευκωσία, στο οδόφραγμα πλάι στο ξενοδοχείο «Λήδρα Πάλας», υπάρχει φωτογραφία του που συνοδεύεται από το επίγραμμα, «Όσο ζω θα επιμένω ότι οι αγνοούμενοι βρίσκονται εν ζωή. Δεν θα δεχτώ να θαφτούν ζωντανοί κι’ αν χαθώ, η ψυχή μου από ψηλά θα αγωνίζεται γι’αυτούς.». Στις 12 και 13 Μαρτίου 1994, πήρε μέρος στη διοργάνωση του Διεθνούς Συνεδρίου των Βρυξελλών, στο οποίο όσοι συμμετείχαν καταδίκασαν την Τουρκία για εθνικό ξεκαθάρισμα, εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, όμως το γεγονός έγινε γνωστό και είδε το φως της δημοσιότητας τον Οκτώβριο του 2006.
Το τέλος του :
Το πρωί της Κυριακής 20 Μαρτίου 1994, έγραψε και παρέδωσε στον δημοσιογράφο Γιώργο Σπανό, άρθρο που δημοσιεύθηκε την επόμενη μέρα στην εφημερίδα «Χαραυγή» της Λευκωσίας, με την ευκαιρία της γιορτής του «Νεβρόζ», [Newroz], η οποία είναι ταυτισμένη με την εξέγερση των Κούρδων κατά της Τουρκίας. Δολοφονήθηκε το ίδιο βράδυ έξω από το σπίτι του στο χώρο στάθμευσης του αυτοκινήτου του, στην οδό Θουκυδίδου της Αγλαντζιάς στη Λευκωσία, κατά τη διάρκεια της επισκέψεως στην Κύπρο του Γεράσιμου Αρσένη, τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας της Ελλάδος. Πυροβολήθηκε εκ του συστάδην πέντε φορές με πιστόλι 9 χιλιοστών και προκάλεσαν αρχικά το σοβαρό τραυματισμό του και λίγες ώρες αργότερα το θάνατό του. Επέστρεφε από ταξίδι στη Λάρνακα, όπου είχε παραλάβει από το αεροδρόμιο τον Γιάτο Ρός, απεσταλμένο του Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση του Κουρδιστάν, [ERNK], τον οποίο είχε αφήσει στα γραφεία της Επιτροπής στην οδό Δοϊράνης στη Λευκωσία. Οι αστυνομικοί βρήκαν στον τόπο της δολοφονίας του οι αστυνομικοί βρήκαν το τεύχος του περιοδικού «Φωνή του Κουρδιστάν», ενώ στα χέρια του κρατούσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του. Επιγραφή Λήδρα Πάλας Ο εκτελεστής Αριστόδημος Γιουρούκης και οι δύο βασικοί συνεργάτες του Ανδρέας Πουμπουρής και Πανίκος, [Παναγιώτης], Ψαρράς δολοφονήθηκαν λίγες εβδομάδες αργότερα. Το πτώμα του Γιουρούκη βρέθηκε σε ορεινή διάβαση της Λάρνακας, ενώ οι άλλοι δύο δολοφονήθηκαν με βόμβες μεγάλης ισχύος, μέσα στα αυτοκίνητά τους. Στις 4 Ιουλίου 1994, μέλη της οργανώσεως «17 Νοέμβρη», δολοφόνησαν με έξι σφαίρες τον Ομέρ Σιπαχίογλου, Τούρκο διπλωμάτη στην Αθήνα και πιθανολογούμενο ως αρχηγό των Τουρκικών μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, στήνοντας ενέδρα έξω από το σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο, την ώρα που έμπαινε στο αυτοκίνητό του. Την ίδια μέρα σε προκήρυξη που είχε την υπογραφή «17 Νοέμβρη-Κομάντο Θεόφιλος Γεωργιάδης>>, η οργάνωση κατήγγειλε την Τουρκία και ανέφερε μεταξύ άλλων, «…Ο …{…}… Θεόφιλος Γεωργιάδης δολοφονήθηκε …{…}… από πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας…{…}…, επειδή …{…}… θεωρούσε …{…}… καθήκον του να βοηθάει έμπρακτα πολιτικά και υλικά τον αγώνα του Κουρδικού λαού…..». Σύμφωνα με τον Νικόλαο Συλικιώτη, πρώην υπουργό Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, «...μπορεί ....{...}... να έφυγε νωρίς από κοντά μας, όμως στο σύντομο πέρασμα του από τη ζωή πρόλαβε να αφήσει τέτοιες παρακαταθήκες, τόσο σε εμάς τους ζώντες, όσο και στις μελλοντικές γενιές, τις οποίες δεν μας επιτρέπεται να ξεχάσουμε....». Προτομή του έχει αναγερθεί στο σημείο όπου έγινε στόχος της δολοφονικής επιθέσεως, ενώ «Θεόφιλος Γεωργιάδης» έχει μετονομασθεί το αμφιθέατρο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριώ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά μετά το θάνατό του, η Μ.Ι.Τ., σε συνεργασία με την τουρκική παρακρατική ομάδα του Αμπντουλάχ Τσατλί, η οποία οργάνωσε τα αιματηρά επεισόδια του 1996 στην Πράσινη Γραμμή και την δολοφονία των δυο Κύπριων αγωνιστών, κατέληξε σε συμφωνία με τον Χασάν Ζορτί, λαθρέμπορο γνωστό με το ψευδώνυμο «Σκόρδος», που δραστηριοποιούνταν στα κατεχόμενα Κυπριακά εδάφη, ο οποίος διατηρούσε επαφές και συνεργαζόταν με Ελληνοκύπριους, ανθρώπους του υποκόσμου. Του εξασφάλισαν ποσό 4.000 κυπριακών λιρών σε μετρητά καθώς και τέσσερα κιλά ηρωίνης, προκειμένου να στρατολογήσει επαγγελματίες δολοφόνους. Ο Ζορντί μέσω του χωριού Πύλα, βρίσκεται στη νεκρή ζώνη, μετέβη στη Λευκωσία και στη Λεμεσό, όπου σε μια πρώτη του επαφή με Ελληνοκύπριο λαθρέμπορο, αντιμετώπισε την άρνησή του και επιπλέον ο Ελληνοκύπριος φέρεται να γνωστοποίησε την Τουρκική πρόθεση στις Ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες παρά την καταγγελία του Γεωργιάδη ότι δέχονταν απειλές για τη ζωή του, δεν έδωσαν την απαραίτητη σημασία και δεν πήραν μέτρα για την προστασία του. Οι επαφές του Ζορντί τελεσφόρησαν με επιτυχία στα πρόσωπα των Αριστόδημου Γιουρούκη, Ανδρέα Πουμπουρή και Πανίκου, [Παναγιώτη], Ψαρρά, που δέχθηκαν να αναλάβουν την εκτέλεση, εξασφαλίζοντας ως αμοιβή μέρος των τεσσάρων κιλών ηρωίνης. Σύμφωνα με τις αρχές ασφαλείας της Κύπρου, την δολοφονία διέπραξε ο Αριστόδημος Γιουρούκης, ο οποίος λίγες εβδομάδες μετά τη δολοφονία βρέθηκε δολοφονημένος σε ορεινή περιοχή βορείως της Λεμεσού, ενώ οι Ανδρέας Πουμπουρής και Πανικός Ψαρράς, που ήταν συνεργοί και συμμέτοχοι στη δολοφονία βρήκαν το θάνατο, όταν άγνωστοι τοποθέτησαν ισχυρούς εκρηκτικούς μηχανισμούς κάτω από τα αυτοκίνητα τους. Τον Απρίλιο του 1995 ο Γλαύκος Κληρίδης, τότε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανακοίνωσε ότι όλοι οι δολοφόνοι του Θεόφιλου Γεωργιαδη ήταν νεκροί. Την ευθύνη της δολοφονίας ανέλαβε η τουρκική παρακρατική οργάνωση, «Τουρκική Ταξιαρχία Εκδικήσεως», η ίδια που πρωταγωνίστησε λίγο καιρό μετά στα αιματηρά γεγονότα της Πράσινης Γραμμής, με κονδύλια της τότε κυβέρνησης της Τανσού Τσιλέρ που διατηρούσε συνεργασία με την τουρκική μαφία, τις μυστικές υπηρεσίες και το τουρκικό παρακράτος. Στις 17 Ιουνίου 1996 στη διάρκεια μια δίκης στη Λευκωσία, ο κρατούμενος Παναγιώτης Κακάρης, αποκάλυψε την ιδιότητα του δολοφόνου, Αντρέα Γιουρούκη, αδελφό του Αριστοδήμου, ο οποίος κρατούνταν στις φυλακές στην Λευκωσία γιατί είχε καταδικαστεί για την δολοφονία δυο ατόμων το 1986 και 1987. Ο Κακάρης αποκάλυψε πως, «Ο Γιουρούκης είχε σχέση με την ΜΙΤ» και ότι αν εκπλήρωνε την αποστολή που του ανέθεσε η ΜΙΤ, σαν αντάλλαγμα θα φυγαδεύονταν από τις φυλακές. Στην ίδια δική ο κρατούμενος, Κυριάκος Ψωμάς, προέβη σε δηλώσεις που ξεκαθάρισαν ακόμα περισσότερο το σχέδιο : «Ο Γιουρούκης μου ζήτησε να βρω κάποιον προκειμένου να βοηθήσω στην δολοφονία. Μια μέρα παρακολουθώντας στην τηλεόραση μια ομιλία του Θεοφίλου Γεωργιάδη μου είπε, -Κοίταξε καλά, αυτή θα είναι η τελευταία του ομιλία και μου ανέφερε ότι σχεδίαζαν την δολοφονία του». Ο ανιψιός του Παναγιώτη Κακάρη και επίσης κρατούμενος, Ανίκητος Κακάρης, κατέθεσε τα εξής : «Μου ζητήθηκε να τοποθετήσω βόμβα κάτω από το αμάξι του Γεωργιάδη και σαν αντάλλαγμα θα είχα την βοήθεια των αδελφών Αριστοδήμου για την δραπέτευση μου από τις φυλακές».
ΠΗΓΗ: METAPEDIA
Πατέρας του ήταν ο Πάμπος, [Χαράλαμπος], Γεωργιάδης, μέλος και αγωνιστής της Ε.Ο.Κ.Α. που πολέμησε και το 1963 για την καταστολή της τούρκικης εξεγέρσεως στην Κύπρο, και μητέρα του η Έλλη Γεωργιάδη, των οποίων ήταν το τρίτο παιδί, ενώ είχε ακόμη δύο μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδελφή. Παρακ
ολούθησε μαθήματα βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρά του, που είναι σήμερα, (2013) υπό τουρκική κατοχή, ενώ παρακολούθησε τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στο επίσης τουρκοκρατούμενο Γυμνάσιο Νεαπόλεως, στη Λευκωσία και το 1975 τελείωσε τη Μέση εκπαίδευση και αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Έως τον Ιούλιο του 1974 και την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η οικογένεια του διέμενε στο προάστιο Τράχωνας, βόρεια της Λευκωσίας, το οποίο επίσης κατέχεται από τις τουρκικές δυνάμεις, και το 1974 μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, σαν πρόσφυγας.
Το 1975 κατατάχθηκε στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου και εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, [Σ.Ε.Α.Π.], στο Ηράκλειο της Κρήτης και στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ανορθοδόξου Πολέμου, [Κ.Ε.Α.Π.] στη Ρεντίνα της Θεσσαλονίκης, ενώ υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην 32α Μοίρα Καταδρομών με τον βαθμό του Εφέδρου Ανθυπολοχαγού. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας ανακατατάχθηκε στην Εθνική Φρουρά και συνέχισε να υπηρετεί ως έφεδρος με το βαθμό του Υπολοχαγού.
Παρακολούθησε μαθήματα από το 1977 έως το 1981 και αποφοίτησε από το τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πάντειου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν άριστος γνώστης της Τουρκικής γλώσσας και ιστορίας και ειδικευμένος Τουρκολόγος, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία και τη Γερμανία. Με την επιστροφή του στην Κύπρο προσλήφθηκε την κυπριακή αστυνομία, αρχικά με ειδικότητα στα τουρκικά θέματα, ενώ το 1986 ανέλαβε τη θέση του υπεύθυνου Τύπου στο Τμήμα Τουρκικών Θεμάτων του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (Γ.Τ.Π.–Press & Information Office, PiO) της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποστολή του ήταν η μελέτη του τουρκικού τύπου και η σύνταξη εκθέσεων και εισηγήσεων προς το Κυπριακό κράτος. Ήταν συχνά κύριος ομιλητής σε διαλέξεις που διοργανώνονταν με θέματα που αφορούσαν την Τουρκία, στις οποίες αναφέρονταν στο μύθο της «…παντοδύναμης Τουρκίας των 60 εκατομμυρίων..», ενώ έδωσε εκατοντάδες συνεντεύξεις και δημοσίευσε πλήθος από άρθρα για το Κυπριακό ζήτημα στον ελληνικό, τον ελληνοκυπριακό και το διεθνή Τύπο, για τα δικαιώματα του Ελληνισμού, τη γενοκτονία εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου, τα Εθνικά Προβλήματα του Ελληνισμού, το Αρμενικό ζήτημα και τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Κούρδων. Από το 1988 μαζί με φίλους και ομοϊδεάτες του ίδρυσαν την Κυπριακή Επιτροπή Αλληλεγγύης στο Κουρδιστάν. Ήταν ενεργός συμπαραστάτης στους αγώνες των Απελευθερωτικού Μετώπου του Κουρδιστάν, [ERNK], Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, [PKK], και του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Κουρδιστάν, [ARGK] και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Φωνή του Κουρδιστάν», που είναι το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του PKK στην Ελλάδα. Πρωτοστάτησε στην Ίδρυση του Παγκυπρίου Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων, και στη συνέχεια παρέμεινε ενεργό και δραστήριο στέλεχος του. Το 1992 σχολιάζοντας τις συμφωνίες Μακαρίου–Ντενκτάς του 1977, για τη «λύση» του Κυπριακού, έγραφε, «…πάνω στη βάση της εκδίωξης των 200.000 νομίμων κατοίκων της περιοχής, των ομαδικών τάφων πάνω από 6.000 σφαγιασθέντων ή πεσόντων της εισβολής και 1619 αγνοουμένων (83 Ελλαδίτες) στηρίζεται τόσο το δίκαιο όσο και η βιωσιμότητα της λύσης αυτής..». Πρωτοστάτησε επίσης στην προσπάθεια ανευρέσεως των Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων της Τουρκικής εισβολής, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τις σχέσεις του με Αρμένιους και Κούρδους, που είχαν υπηρετήσει το 1974, ως στρατιώτες του στρατού κατοχής. Στη Λευκωσία, στο οδόφραγμα πλάι στο ξενοδοχείο «Λήδρα Πάλας», υπάρχει φωτογραφία του που συνοδεύεται από το επίγραμμα, «Όσο ζω θα επιμένω ότι οι αγνοούμενοι βρίσκονται εν ζωή. Δεν θα δεχτώ να θαφτούν ζωντανοί κι’ αν χαθώ, η ψυχή μου από ψηλά θα αγωνίζεται γι’αυτούς.». Στις 12 και 13 Μαρτίου 1994, πήρε μέρος στη διοργάνωση του Διεθνούς Συνεδρίου των Βρυξελλών, στο οποίο όσοι συμμετείχαν καταδίκασαν την Τουρκία για εθνικό ξεκαθάρισμα, εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, όμως το γεγονός έγινε γνωστό και είδε το φως της δημοσιότητας τον Οκτώβριο του 2006.
Το τέλος του :
Το πρωί της Κυριακής 20 Μαρτίου 1994, έγραψε και παρέδωσε στον δημοσιογράφο Γιώργο Σπανό, άρθρο που δημοσιεύθηκε την επόμενη μέρα στην εφημερίδα «Χαραυγή» της Λευκωσίας, με την ευκαιρία της γιορτής του «Νεβρόζ», [Newroz], η οποία είναι ταυτισμένη με την εξέγερση των Κούρδων κατά της Τουρκίας. Δολοφονήθηκε το ίδιο βράδυ έξω από το σπίτι του στο χώρο στάθμευσης του αυτοκινήτου του, στην οδό Θουκυδίδου της Αγλαντζιάς στη Λευκωσία, κατά τη διάρκεια της επισκέψεως στην Κύπρο του Γεράσιμου Αρσένη, τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας της Ελλάδος. Πυροβολήθηκε εκ του συστάδην πέντε φορές με πιστόλι 9 χιλιοστών και προκάλεσαν αρχικά το σοβαρό τραυματισμό του και λίγες ώρες αργότερα το θάνατό του. Επέστρεφε από ταξίδι στη Λάρνακα, όπου είχε παραλάβει από το αεροδρόμιο τον Γιάτο Ρός, απεσταλμένο του Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση του Κουρδιστάν, [ERNK], τον οποίο είχε αφήσει στα γραφεία της Επιτροπής στην οδό Δοϊράνης στη Λευκωσία. Οι αστυνομικοί βρήκαν στον τόπο της δολοφονίας του οι αστυνομικοί βρήκαν το τεύχος του περιοδικού «Φωνή του Κουρδιστάν», ενώ στα χέρια του κρατούσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του. Επιγραφή Λήδρα Πάλας Ο εκτελεστής Αριστόδημος Γιουρούκης και οι δύο βασικοί συνεργάτες του Ανδρέας Πουμπουρής και Πανίκος, [Παναγιώτης], Ψαρράς δολοφονήθηκαν λίγες εβδομάδες αργότερα. Το πτώμα του Γιουρούκη βρέθηκε σε ορεινή διάβαση της Λάρνακας, ενώ οι άλλοι δύο δολοφονήθηκαν με βόμβες μεγάλης ισχύος, μέσα στα αυτοκίνητά τους. Στις 4 Ιουλίου 1994, μέλη της οργανώσεως «17 Νοέμβρη», δολοφόνησαν με έξι σφαίρες τον Ομέρ Σιπαχίογλου, Τούρκο διπλωμάτη στην Αθήνα και πιθανολογούμενο ως αρχηγό των Τουρκικών μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, στήνοντας ενέδρα έξω από το σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο, την ώρα που έμπαινε στο αυτοκίνητό του. Την ίδια μέρα σε προκήρυξη που είχε την υπογραφή «17 Νοέμβρη-Κομάντο Θεόφιλος Γεωργιάδης>>, η οργάνωση κατήγγειλε την Τουρκία και ανέφερε μεταξύ άλλων, «…Ο …{…}… Θεόφιλος Γεωργιάδης δολοφονήθηκε …{…}… από πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας…{…}…, επειδή …{…}… θεωρούσε …{…}… καθήκον του να βοηθάει έμπρακτα πολιτικά και υλικά τον αγώνα του Κουρδικού λαού…..». Σύμφωνα με τον Νικόλαο Συλικιώτη, πρώην υπουργό Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, «...μπορεί ....{...}... να έφυγε νωρίς από κοντά μας, όμως στο σύντομο πέρασμα του από τη ζωή πρόλαβε να αφήσει τέτοιες παρακαταθήκες, τόσο σε εμάς τους ζώντες, όσο και στις μελλοντικές γενιές, τις οποίες δεν μας επιτρέπεται να ξεχάσουμε....». Προτομή του έχει αναγερθεί στο σημείο όπου έγινε στόχος της δολοφονικής επιθέσεως, ενώ «Θεόφιλος Γεωργιάδης» έχει μετονομασθεί το αμφιθέατρο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριώ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά μετά το θάνατό του, η Μ.Ι.Τ., σε συνεργασία με την τουρκική παρακρατική ομάδα του Αμπντουλάχ Τσατλί, η οποία οργάνωσε τα αιματηρά επεισόδια του 1996 στην Πράσινη Γραμμή και την δολοφονία των δυο Κύπριων αγωνιστών, κατέληξε σε συμφωνία με τον Χασάν Ζορτί, λαθρέμπορο γνωστό με το ψευδώνυμο «Σκόρδος», που δραστηριοποιούνταν στα κατεχόμενα Κυπριακά εδάφη, ο οποίος διατηρούσε επαφές και συνεργαζόταν με Ελληνοκύπριους, ανθρώπους του υποκόσμου. Του εξασφάλισαν ποσό 4.000 κυπριακών λιρών σε μετρητά καθώς και τέσσερα κιλά ηρωίνης, προκειμένου να στρατολογήσει επαγγελματίες δολοφόνους. Ο Ζορντί μέσω του χωριού Πύλα, βρίσκεται στη νεκρή ζώνη, μετέβη στη Λευκωσία και στη Λεμεσό, όπου σε μια πρώτη του επαφή με Ελληνοκύπριο λαθρέμπορο, αντιμετώπισε την άρνησή του και επιπλέον ο Ελληνοκύπριος φέρεται να γνωστοποίησε την Τουρκική πρόθεση στις Ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες παρά την καταγγελία του Γεωργιάδη ότι δέχονταν απειλές για τη ζωή του, δεν έδωσαν την απαραίτητη σημασία και δεν πήραν μέτρα για την προστασία του. Οι επαφές του Ζορντί τελεσφόρησαν με επιτυχία στα πρόσωπα των Αριστόδημου Γιουρούκη, Ανδρέα Πουμπουρή και Πανίκου, [Παναγιώτη], Ψαρρά, που δέχθηκαν να αναλάβουν την εκτέλεση, εξασφαλίζοντας ως αμοιβή μέρος των τεσσάρων κιλών ηρωίνης. Σύμφωνα με τις αρχές ασφαλείας της Κύπρου, την δολοφονία διέπραξε ο Αριστόδημος Γιουρούκης, ο οποίος λίγες εβδομάδες μετά τη δολοφονία βρέθηκε δολοφονημένος σε ορεινή περιοχή βορείως της Λεμεσού, ενώ οι Ανδρέας Πουμπουρής και Πανικός Ψαρράς, που ήταν συνεργοί και συμμέτοχοι στη δολοφονία βρήκαν το θάνατο, όταν άγνωστοι τοποθέτησαν ισχυρούς εκρηκτικούς μηχανισμούς κάτω από τα αυτοκίνητα τους. Τον Απρίλιο του 1995 ο Γλαύκος Κληρίδης, τότε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανακοίνωσε ότι όλοι οι δολοφόνοι του Θεόφιλου Γεωργιαδη ήταν νεκροί. Την ευθύνη της δολοφονίας ανέλαβε η τουρκική παρακρατική οργάνωση, «Τουρκική Ταξιαρχία Εκδικήσεως», η ίδια που πρωταγωνίστησε λίγο καιρό μετά στα αιματηρά γεγονότα της Πράσινης Γραμμής, με κονδύλια της τότε κυβέρνησης της Τανσού Τσιλέρ που διατηρούσε συνεργασία με την τουρκική μαφία, τις μυστικές υπηρεσίες και το τουρκικό παρακράτος. Στις 17 Ιουνίου 1996 στη διάρκεια μια δίκης στη Λευκωσία, ο κρατούμενος Παναγιώτης Κακάρης, αποκάλυψε την ιδιότητα του δολοφόνου, Αντρέα Γιουρούκη, αδελφό του Αριστοδήμου, ο οποίος κρατούνταν στις φυλακές στην Λευκωσία γιατί είχε καταδικαστεί για την δολοφονία δυο ατόμων το 1986 και 1987. Ο Κακάρης αποκάλυψε πως, «Ο Γιουρούκης είχε σχέση με την ΜΙΤ» και ότι αν εκπλήρωνε την αποστολή που του ανέθεσε η ΜΙΤ, σαν αντάλλαγμα θα φυγαδεύονταν από τις φυλακές. Στην ίδια δική ο κρατούμενος, Κυριάκος Ψωμάς, προέβη σε δηλώσεις που ξεκαθάρισαν ακόμα περισσότερο το σχέδιο : «Ο Γιουρούκης μου ζήτησε να βρω κάποιον προκειμένου να βοηθήσω στην δολοφονία. Μια μέρα παρακολουθώντας στην τηλεόραση μια ομιλία του Θεοφίλου Γεωργιάδη μου είπε, -Κοίταξε καλά, αυτή θα είναι η τελευταία του ομιλία και μου ανέφερε ότι σχεδίαζαν την δολοφονία του». Ο ανιψιός του Παναγιώτη Κακάρη και επίσης κρατούμενος, Ανίκητος Κακάρης, κατέθεσε τα εξής : «Μου ζητήθηκε να τοποθετήσω βόμβα κάτω από το αμάξι του Γεωργιάδη και σαν αντάλλαγμα θα είχα την βοήθεια των αδελφών Αριστοδήμου για την δραπέτευση μου από τις φυλακές».
ΠΗΓΗ: METAPEDIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου