Κυριακή 24 Μαΐου 2020

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ (π. Γ. Μεταλληνός)

Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή το ζήτημα της πανδημίας, έχει δημιουργηθεί ένας έντονος δημόσιος διάλογος με θέμα την Θεία Κοινωνία. Σύσσωμο το αντικληρικαλιστικό και μηδενιστικό τόξο έχει επιδωθεί σε μία άνευ προηγουμένου συκοφάντηση της Ορθόδοξης Δογματικής. Όταν μάλιστα διάφοροι επιστήμονες, όπως η κορυφαία λοιμωξιολόγος κ. Γιαμαρέλου, τόνισαν ότι η Επιστήμη δεν μπορεί να προσεγγίσει στα Μυστήρια της Πίστεως, πολλοί δήθεν ανοιχτόμυαλοι έσπευσαν να τους απαξιώσουν. Έτσι, δημιουργείται ψευδώς ένα γενικότερο κλίμα σύγκρουσης Επιστήμης και Πίστης, που προφανώς αποσκοπεί στην μείωση της δεύτερης.
Δημοσιεύουμε, λοιπόν, σήμερα ένα δύσκολο, αλλά σπουδαίας σημασίας κείμενο, του αείμνηστου κορυφαίου Θεολόγου π. Γ. Μεταλληνού, που ξεκαθαρίζει τα πράγματα:

1. Στην Ορθοδοξία η αντίθεση —και σύγκρουση— πίστεως (η Θε­ολογίας) και επιστήμης δεν είναι αυτονόητη. Πρόκειται για ψευδοπρόβλημα, διότι και η Ορθοδοξία στην αυθεντική της έκφραση και πραγμάτωση είναι επιστήμη, με διαφορετικό όμως γνωστικό αντι­κείμενο.
Η Ορθόδοξη Θεολογία είναι επιστήμη και μάλιστα θετική, διότι έχει γνωστικό αντικείμενο και χρησιμοποιεί επιστημονική μέθο­δο. Στην ορθόδοξη παράδοση δια­κρίνονται δυο γνώσεις ή σοφίες (Απόστολος Παύλος, Ιάκωβος Αδελφόθεος ως τον Γρηγόριο Πα­λαμά και τον Ευγένιο Βούλγαρη κ.λπ). Υπάρχει η γνώση του ακτίστου (=Θεός) και η γνώση του κτι­στού (=ο κόσμος ως κτίση και δημιουργία). Η γνώση του Θεού (θε­ογνωσία) είναι υπερφυσική και επιτυγχάνεται με την συνέργεια του ανθρώπου με τον Θεό. Η γνώση του κόσμου είναι φυσική και απο­κτάται με την επιστημονική έρευ­να. Μέθοδος της θείας γνώσης είναι η νήψη —κάθαρση της καρ­διάς (Ψαλμ. 50,12 -Ματθ. 5,8). Θε­ολογία λοιπόν είναι η γνωσιολογία και γνώση του ακτίστου. Επιστήμη η γνωσιολογία και γνώση του κτι­στού. Η γνώση στην επιστήμη της Πίστεως ονομάζεται θέωση και είναι ο μόνος σκοπός της Ορθοδοξίας. Όλα τα λοιπά είναι μέσα προς αυτό το τέλος.
Οι δυο γνωσιολογίες, κτιστού και ακτίστου, εργάζονται με διαφο­ρετικά όργανα και γι' αυτό τα μετα­ξύ τους όρια είναι ευδιάκριτα. Όρ­γανο της επιστήμης της πίστεως δεν είναι η διάνοια, αλλά η καρδιά, που μπορεί να δεχθεί την ενοίκηση του ακτίστου, όταν η καρδιά καθαρθεί από τα πάθη και μπορεί να αναπτύξει, ως υπερφυσικό όργανο του ανθρώπου, την νοερή της λει­τουργία (=ενέργεια του νου στην καρδιά). Η παρατήρηση και το πεί­ραμα, βασικές παράμετροι της επι­στημονικής μεθόδου, υπάρχουν και στην επιστήμη της πίστεως.
Στην ησυχαστική μέθοδο θεο­γνωσίας υπάρχει η παρατήρηση ως θέα του ακτίστου φωτός - της θείας άκτιστης ενέργειας και το πείραμα ως δυνατότητα επανάλη­ψης αυτής της εμπειρίας, που εί­ναι κοινή σ' όλους τους επιστήμο­νες της πίστεως, δηλ. τους Αγί­ους. Ό,τι συνεπώς είναι για τους φυσικούς επιστήμονες το τηλε­σκόπιο ή το μικροσκόπιο, για τους επιστήμονες της πίστεως είναι η «καθαρά καρδία», που γίνεται ένα είδος «θεοσκοπίου». Η Θεολογία, ως λόγος περί του Θεού, μ' αυτήν την προϋπόθεση, λειτουργεί ως θετική επιστήμη και όχι ως μετα­φυσική, στοχαστική δηλ. θεολόγηση. Οι φυσικές επιστήμες επιδιώ­κουν την θέαση του μακροκόσμου και του μικροκόσμου. Η επιστήμη της πίστεως στοχεύει στην θέα(ση) του Θεού, ως ακτίστου φωτός, δηλαδή στην θέωση.
2. Με δεδομένη λοιπόν την ύπαρξη κατά την Ορθοδοξία δύο γνώσεων είναι αδύνατη η σύγ­κρουση Ορθοδοξίας και Επιστή­μης. Η σύγκρουση αποφεύγεται, διότι έργο της επιστήμης είναι η γνώση της ουσίας και των μηχα­νισμών λειτουργίας των όντων. Έργο όμως της Θεολογίας είναι η γνώση του Θεού, του δημιουργού τους. Οι φυσικές επιστήμες ασχο­λούνται με το πως· η Θεολογία με το ποιος και γιατί (τελολογία). Έτσι η Αγία Γραφή και τα έργα των Αγίων Πατέρων (των επιστη­μόνων της πίστεως) είναι δυνατόν να έχουν επιστημονικά λάθη, σε σχέση με τα συνεχώς ανανεούμενα πορίσματα των φυσικών επι­στημών. Θεολογικά λάθη όμως δεν έχουν. Ο θεούμενος-ο Άγι­ος, γνωρίζει τους λόγους των όν­των, την αιτία της ύπαρξης τους και την εξάρτηση τους από τον Θεό. Η διερεύνηση όμως, όπως είπαμε, της ουσίας και της λειτουρ­γίας τους είναι έργο των φυσικών επιστημών. Η Θεολογία, λοιπόν, μας γνωρίζει τον Θεόν και τον κό­σμο ως δημιούργημά Του και όχι τις φυσικές επιστήμες, που είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Ο Θεός στην Γραφή διδάσκει την αλήθεια για τον εαυτό Του και όχι την (επιστημονική γνώση) για την κτίση. Στην Γραφή μαθαίνουμε ποιος είναι ο Θεός, για να μπορέ­σει ο άνθρωπος να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Έτσι, στα επιστημονικά θέματα υπάρχει δυνατότη­τα αλλαγής γνώμης με βάση τα νέα πορίσματα. Στα σωτηριολογικά όμως θέματα ουδεμία αλλαγή είναι δυνατή, διότι η μέθοδος σω­τηρίας - θέωσης είναι διαιώνια αμετάβλητη.
Οι Πατέρες (Προφήτες , Από­στολοι και όλοι οι Άγιοι) όταν κα­τέχουν και την ανθρώπινη σοφία (π.χ. Μ. Βασίλειος), γνωρίζουν τις επιστημονικές θεωρίες της εποχής τους, τις οποίες όμως ερευνούν μέσα από το πρίσμα της Θεολογίας τους, αφού σκοπός τους δεν είναι η φυσική επιστημονική γνώση, αλλά η καθοδήγηση των πνευμα­τικών τους τέκνων προς την σωτη­ρία και η προστασία τους από γνώση, που είναι δυνατόν να εμποδίσει την πορεία τους προς την θεογνω­σία. Η διάθεση όμως στην περί­πτωση αυτή δεν είναι a priori πολε­μική και απορριπτική, αλλά απλώς ποιμαντική και προστατευτική.
3. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι φυσικές επιστήμες σε όλες τις εκφάνσεις και πραγματώσεις τους, συνιστούν αλληλοσυμπλη­ρούμενες όψεις στην θέαση της φυσικής πραγματικότητας. Η οπτική όμως της πατερικής Θεολο­γίας είναι διαφορετική, όπως απο­δεικνύει το πατερικό παράδειγμα.
Ο καθηγητής - επιστήμονας στην γνώση του ακτίστου είναι ο πνευματικός πατέρας («καθηγη­τής της ερήμου» ονομάζεται ορ­θόδοξα), που πρέπει να έχει την εμπειρία της θεώσεως. Με βάση αυτή την αρχή λειτουργεί η παρά­δοση της Ορθοδοξίας με κέντρο τις Οικουμενικές συνόδους. Το πλήρωμα των πιστών εμπιστεύεται την γνώση των θεουμένων, όπως οι επιστήμονες την γνώση και αξι­οπιστία των ειδικών του χώρου τους. Σ' αυτή την συνάφεια φαίνε­ται και η ορθόδοξη σημασία του δόγματος. Η διδασκαλία της πί­στεως (αυτό είναι το δόγμα ως εμπειρία των Αγίων) είναι το επι­στημονικό εγχειρίδιο του επιστήμονος της θεώσεως και λειτουρ­γεί ως οδηγός των άλλων προς την θέωση. Η Ορθόδοξη πίστη εί­ναι τόσο δογματική, όσο και η επι­στήμη. Δόγματα της επιστήμης: με την κοσμική κατανόησή τους είναι τα αξιώματα της. Με αυτή την έννοια, κατά τον Marc Bloch, και η επιστημονική έρευνα είναι «προ­κατειλημμένη», όχι μόνο η Θεολο­γία. Χωρίς όμως αυτή την εκατέρωθεν «προκατάλήψη» δεν είναι δυνατή η πρόοδος της διπλής αυτής επιστήμης.
4. Η αγιότητα, έτσι, δεν είναι εμπόδιο στην επιστημονική γνώση. Ακριβώς το αντίθετο. Άλλωστε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη (Σοφ. Σερ. 38, 6) ομολογείται: Ο Θεός «έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού». Τίποτε δεν αποκλείει ορθόδοξα, την δυ­νατότητα να είναι κάποιος κάτο­χος και των δύο επιστημονικών γνώσεων, όπως συμβαίνει στους μεγάλους Πατέρες και Μητέρες της Ορθοδοξίας. Αυτό ψάλλει η Ορθοδοξία στις 25 Νοεμβρίου για την μεγάλη μαθηματικό του 3ου αιώνα, Αγία Αικατερίνη: «Την εκ Θεού σοφίαν λαβούσα παιδιόθεν, η Μάρτυς, και την έξω σοφίαν καλως πάσαν μεμάθηκε». Αντίθε­τα, εκεί που υπάρχει θρησκειοποιημένη ή ιδεολογικοποιημένη πίστη (στα διάφορα θρησκεύματα του κόσμου), Θρησκεία και Επιστήμες χρησιμοποιούν το ίδιο όργανο, την διάνοια - λογική, και έτσι αναπό­τρεπτα θα έλθουν σε σύγκρουση, διότι τις θέσεις της θρησκείας δεν μπορεί να δεχθεί, από ένα σημείο και πέρα, η λογική, ενώ τα πορί­σματα της επιστήμης δεν μπορεί να τα δεχθεί η θρησκεία, όταν αυτά συγκρούονται με θέσεις της θρησκείας ή της θρησκειοποιημένης πίστης, που θεωρούνται επι­στημονικά. Το πρόβλημα δε για την θρησκεία ξεκινά από την απο­δοχή των ιερών βιβλίων (π.χ. Αγίας Γραφής ή Κορανίου) ως επιστημο­νικού συγγράμματος.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό, γιατί στην Ορθοδοξία, όταν είναι Ορ­θοδοξία, δεν μπορεί ποτέ να υπάρ­ξει περίπτωση Γαλιλαίου. Η αρνη­τική στάση των ορθοδόξων λογίων κατά του κοπερνικείου συστήμα­τος, τον 18ον αι., δεν ήταν απόρ­ροια πατερικότητας, αλλά δυτικών επιρροών (σχολαστικών τάσεων), βιβλικισμού ή αναμονής των εξελί­ξεων της επιστήμης (Ευγένιος Βούλγαρης). Αντίθετα η σύγκρου­ση Πίστεως και Επιστήμης είναι όχι μόνο δυνατή, αλλά και φυσιο­λογική, όταν τα πορίσματα της επι­στήμης κρίνονται με μεταφυσικά κριτήρια, ή η διδασκαλία της Πί­στεως προσεγγίζεται με βάση τις αρχές και τα πορίσματα των φυ­σικών επιστημών, δηλαδή με κρι­τήρια άλλου χώρου. Στην περίπτω­ση αυτή η μεν επιστήμη θεολογεί, (οπότε αυτοκαταργείται), η δε πίστη μεταβάλλεται σε φυσική επι­στήμη (οπότε αλλοτριώνεται). Αυ­τό συνέβη έντονα στην Δυτική Ευρώπη, όταν η ωρίμανση της Φυ­σικής και γενικά των θετικών Επι­στημών εγκατέλειψε το αριστοτε­λικό κοσμοείδωλο και την μεθοδολογία του, ενώ η Δυτική Εκκλησία επέμενε σ' αυτά. Προεκτάσεις του δυτικού προβληματισμού και συ­νεπώς και συγκρούσεις (μάλλον διενέξεις) είχαμε και στην δυτικά σκεπτόμενη Ανατολή.
5. Στην συνάντηση Θεολογίας και Επιστήμης έγιναν τραγικά λά­θη και από τις δυο πλευρές, που οδήγησαν στην εκατέρωθεν απολυτότητα και απομόνωση. Η Δυ­τική Εκκλησία επέμεινε στην κατά γράμμα ερμηνεία της Αγίας Γρα­φής, χωρίς αναφορά στην πατερική ερμηνεία της. Μετά την περί­πτωση του Γαλιλαίου, εξ άλλου, και από τις δυο πλευρές, η σύγκρουση εθεωρείτο δεδομένη. Θύμα της αντίληψης αυτής τον 20ον αιώνα ο πάστορας Lemaitre και η «περί Με­γάλης Εκρήξεως» θεωρία του, που αποκρούστηκε ως ανακάλυψη κλη­ρικού. Συχνά, εξ άλλου, στην σύγ­κρουση οδηγούσε η διαφορά στην χρησιμοποιούμενη εκατέρωθεν γλώσσα. Ο βιβλικισμός των εκκλησιαστικών ήλθε συχνά αντιμέτω­πος με τον λογικισμό (λογοκρατία) των φυσικών επιστημόνων. Η θε­μελίωση της νοησιαρχίας στην Ευρώπη αρχίζει με τον ιερό Αυγου­στίνο (“credo,ut intelligam”) και κο­ρυφώνεται με τον Καρτέσιο ("cogito, ergo sum"). Η προτεραιότητα δί­νεται στην διάνοια, ακόμη και στον χώρο της Πίστης. Ο Θεός, τελικά, νοείται ως γνωστικό «αντικείμε­νο», που «συλλαμβάνεται» με την δύναμη της διάνοιας, η οποία κα­ταξιώνεται σε κύριο συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης.
6. Είναι εν τούτοις γεγονός, ότι η επιστήμη στην Δυτική Ευρώπη προήλθε από την Θεολογία. Όχι μόνο από τους δυτικούς Πατέρες, αλλά και από τον Καρτέσιο, τον Λάϊμπνιτς, τον Νεύτωνα, που ήσαν και θεολόγοι. Η πίστη στον Θεό, συνεπάγεται την αναγνώριση λογικότητας στην δημιουργία, που έ­τσι προσφέρεται για έρευνα. Αρ­γότερα όμως το «παιδί» επαναστά­τησε κατά της μητέρας και οι δρό­μοι τους χώρισαν. Αυτό όμως δεν συνέβη στην πατερική παράδοση της Ανατολής, στην οποία όχι μό­νο συμπορεύθηκαν επιστήμη και Θεολογία, αλλά και η Θεολογία α­ποδείχθηκε ενισχυτική στην αλη­θινή πρόοδο της Επιστήμης. Αρ­κούν μερικά παραδείγματα από τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου (Εις την Εξαήμερον, ΡG, 29,3-208) και του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (Πε­ρί κατασκευής ανθρώπου, ΡG, 44,124-256).
Ο Μέγας Βασίλειος δέχεται αρχή του κόσμου και δημιουργό Θεό: «Ει ουν αρχήν έχει ο κόσμος και πεποίηται, ζήτει τις ο την αρ­χήν αυτήν δούς και τις ο ποιητής». Αλλά σ' αυτή την υπόθεση οδηγεί και η θεωρία του Big Bang.
Ό Άγιος Γρηγόριος Νύσσης (ΡG 44, 77D) προσδιορίζει την «αρχή»: «Τα πάντα ην εν πρώτη του Θεού περί την κτίσιν ορμή (κί­νηση), οιονεί σπερματικής τινός δυνάμεως προς την του παντός γένεσιν καταβληθείσης, ενεργεία δε τα καθ' έκαστον ούπω ήν». Θα μπορούσε ο Γρηγόριος να ονομασθεί προφήτης της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης, αφού η «σπερματική δύναμη» μπορεί να ταυτισθεί με την «υπερσυμπυκνωμένη μάζα» της σύγχρονης θεω­ρίας.
Ο Μέγας Βασίλειος (ΡG 29.36Β) δέχεται μία εξελικτική πορεία στην κτίση, παρουσιάζοντας την «πρώτη αρχή», «ωδίνουσαν μεν την πάντων γένεσιν, δια την εναποτεθείσαν αύτη παρά του δημι­ουργού δύναμιν», ανέμενε δε «τους καθήκοντας χρόνους(=κα­τάλληλους καιρούς), ίνα τω θείω κελεύσματι προαγάγη εαυτής εις φανερόν τα κινήματα».
Αυτό δε διότι κατά τον Άγιο Γρηγόριο (ΡG 44, 72Β)— «πάντων των όντων τας αφορμάς και τας αιτίας και τας δυνάμεις συλλή­βδην (ταυτόχρονα) ο Θεός εν ακαρεί (ακαριαία) κατεβάλλετο».
Το σύμπαν, εξ άλλου, κατά τον Μέγα Βασίλειο (ΡG 29,1164) έχει ζωή και πάλλει από κίνηση, ανα­πτυσσόμενο και διαμορφούμενο μέσα στον χρόνο. «Η της φύσεως ακολουθία εκ του πρώτου προστάγ­ματος την αρχήν δεξαμενή, προς πάντα τον εφεξής διεξέρχεται χρόνον, μέχρις άν προς την κοινήν συντέλειαν του παντός καταντήση».
Και ο Άγιος Γρηγόριος (ΡG 44, 148C) δέχεται μια εξελικτική πορεία στην φύση: «Καθάπερ διά βαθμών η φύσις, των της ζωής λέγω ιδιωμά­των, από των μικροτέρων επί το τέλειον ποιείται την άνοδον».
Ο Μέγας Βασίλειος δεν περιμέ­νει από τη Γραφή όλες τις απαντή­σεις, θεωρώντας αναγκαία την επιστημονική έρευνα: «...πολλά απεσιώπησεν (η Γραφή), τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν (διερεύνηση) εξ ολίγων αφορμήν παρεχομένη επιλογίζεσθαι (να συναγάγει)...» (ΕΠΕ 4, 72/4). Όσοι Πατέρες είχαν επιστη­μονική - σχολική - κατάρτιση α­σχολήθηκαν με τα φυσικά προβλή­ματα με βάση τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους. Μάλι­στα, δεν έχουν αντιφάσεις μεταξύ τους στα θεολογικά θέματα. Η ερμηνεία όμως της Γραφής είναι έργο των θεοπνεύστων ερμηνευ­τών και όχι των επιστημόνων. Οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ πατερικής Θεολογίας και επιστήμης δεν οδηγούν σε ρήξεις, διότι η Θε­ολογία αναμένει υπομονετικά την πρόοδο της επιστήμης για την κα­τανόηση των θεολογικών θέσεων. Δύο παραδείγματα: Η αρχή της απροσδιοριστίας (Heisemberg) βο­ήθησε στην προσέγγιση της Φυ­σικής με την Θεολογία, και τον «αποφατισμό» της (=αδυναμία ακρι­βούς προσδιορισμού). Ένας αμε­ρικανός αστρονόμος έχει δηλώσει, ότι οι φυσικοί επιστήμονες μοιάζουν με ορειβάτες, οι οποίοι μόλις φθάσουν στην κορυφή του βουνού, βλέπουν τους θεολόγους να τους περιμένουν αναπαυτικά στην πολυθρόνα τους!
Βέβαια και όταν βρίσκουμε συμπτώσεις σε καίρια φυσικά προβλή­ματα μεταξύ Θεολογίας και Επι­στήμης, σημαίνει ότι έχουμε ταύτι­ση προβληματισμών και όχι αναγ­καστικά και των πορισμάτων. Η μη σύγκρουση δεν σημαίνει πάντα και συμφωνία. Αφού όμως ο σκοπός κάθε πλευράς είναι άλλος, η Θεο­λογία δεν αντικρούει την επιστη­μονική θέση, για την ηλικία λ.χ. του ανθρώπου στη γη. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι η δημιουργία του από τον Θεό και ο σκοπός της.
7. Όσον αφορά, συνεπώς, την Ορθόδοξη Θεολογία, με προϋπό­θεση την πατερική παράδοση, βλέπει σήμερα την δυνατότητα συ­νεργασίας Θεολογίας και φυσικών επιστημών, ως προς τον εκσυγ­χρονισμό της Θεολογίας και τον εξηθικισμό της Επιστήμης. Είναι δε γεγονός, ότι το παλαιότερο συγκρουσιακό κλίμα έχει περιορι­σθεί στην εποχή μας, έκτος εάν παραμένουν οι εκατέρωθεν προ­καταλήψεις. Οι Θεολόγοι δέχονται την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και οι επιστήμονες δεν αναμειγνύουν τον Θεό στην ερευ­νά τους. Άλλωστε πίστη και επι­στήμη δέχονται παγκοσμίους νό­μους, και οι δυο δε ζητούν την αλήθεια, την φυσική ή την υπερ­φυσική. Ό Michael Polanyi (Personal knowledge, 1969, σ.266) δέχεται την πίστη ως την πηγή κάθε γνώσης, αφού «όλα τα βασικά πιστεύω μας στον επιστημονικό τομέα είναι αναπόδεικτα». Εξ άλλου, τα κοσμοείδωλα, ακόμη και τα επιστη­μονικά, συναρτώνται και με τα διά­φορα κοινωνικά μοντέλα, στον χώρο των οποίων παράγονται ή αναπαράγονται. Έτσι, διεισδύουν στην επιστήμη και υποκειμενικές ιδέες και προκαταλήψεις, υπό την επίδραση του κοινωνικού περιβάλ­λοντος. Υπάρχει Vorverstandnis και στην έρευνα. Καμιά κοσμοθεωρία, συνεπώς, δεν μπορεί να διεκδική­σει την αλήθεια στην πληρότητα της, όσο επιστημονική και αν είναι.
Η συνάντηση Θεολογίας και Επιστημών είναι αποτελεσματικό­τερη, όταν ο Θεολόγος διαλέγεται με αληθινούς ερευνητές (ελεύθε­ρους δηλαδή και όχι «διαπλεκόμενους»), ο δε επιστήμων έχει απέναντί του συνεχιστές του Μ.Βασιλείου και του Ευγένιου Βούλγαρη και όχι φονταμενταλιστές δυτικού ή ισλαμικού τύπου. Ένοιωσα αι­φνιδιασμό σε χώρα της Μ. Ανα­τολής, όταν Πρύτανης -Καθηγητής της Φυσικής αναζητούσε ερεί­σματα της επιστήμης του στο Κο­ράνιο. Την τάση για απολυτότητα στην επιστήμη μετριάζουν οι παρατηρούμενες ασυμφωνίες με­ταξύ των επιστημόνων, στην δε Θεολογία η γνώση του πατερικού παραδείγματος. Η Κβαντομηχα­νική διαψεύδει την αιτιότητα, αλ­λά ο Einstein διεφώνησε («O Θεός δεν ρίχνει ζάρια»). Από την άλλη πλευρά, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πληρώνει ακόμη το έγκλη­μα του σχολαστικισμού κατά του Γαλιλαίου (πρόσφατα απαγορεύ­θηκε στον νυν πάπα, ως πρώην αρχηγό της Ιεράς Εξέτασης, να επισκεφθεί το Πανεπιστήμιο του Γαλιλαίου «Sapienza». Ο Πρύτα­νης είπε: Δεν λογοκρίνουμε τον Παπα. Ας διδάξει όπου θέλει, αλλά όχι σ' αυτό το Ίδρυμα...).
Μετριοφροσύνη δημιουργεί στον επιστήμονα, το γεγονός ότι η επιστημονική γνώση έχει τα όρια της (πρβλ. Ε. Θεοδώρου, πρώην Πρύτανη του ΕΚΠΑ: Τα όρια της επιστημονικής γνώσεως, Αθήναι 1981). Ορθά λοιπόν η Επιστήμη δεν ασχολείται με το περί Θεού πρόβλημα, διότι θα μεταβαλλόταν σε μεταφυσική, αυτοαπορριπτόμενη. Δεν θα είναι πια θετική επιστή­μη. Η επιστήμη δεν μπορεί να απορρίψει το ενδεχόμενο της ύπαρξης Θεού ως δημιουργού και προνοητού του σύμπαντος, διότι δεν έχει τα κατάλληλα όργανα για να Τον συλλάβει. Γι' αυτό δεν μπο­ρεί να κατηγορεί την Θεολογία ως μυθολογία και δεισιδαιμονία. Αλλ' ούτε και η Θεολογία δικαιούται να κατηγορεί την Επιστήμη ως άθεη, δηλαδή με τα δικά της κριτήρια.
Για την δημιουργική όμως σύγ­κλιση και συνεργασία Πίστεως και Επιστήμης απαιτείται κοινή γλώσ­σα. Κατά τον Σεβασμιώτατο Μη­τροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (ακα­δημαϊκό), «πρέπει να φθάσουμε σε μια κοσμολογία κοινή και για τους επιστήμονες και για τους Θεολό­γους και πρέπει επίσης να συμφωνήσουμε στο τί συνιστά γνώση και αλήθεια». Σ' αυτή την κοινή γλώσ­σα έχουν φθάσει επιστήμονες, όπως ο Paul Davies (καθηγητής Θε­ωρητικής Φυσικής στο Newcastle), δηλώνοντας: «Η επιστήμη προ­σφέρει ασφαλέστερη oδό προς τον Θεό παρά η θρησκεία». Αλλά και o γνωστός φόν Μπράουν, όταν δήλωνε: «Γιατί να βρίσκονται (πί­στη και επιστήμη) σε αντίθεση; Η θρησκεία ασχολείται με τον Δημι­ουργό, η επιστήμη με την δημιουρ­γία». Πρόσφατα δε, διαβάσαμε με έκπληξη (στο «Κ» της Καθημε­ρινής της Κυριακής 3.2.08) σε συ­νέντευξη της μεγάλης ελληνίδας ανθρωπολόγου κ. Κατερίνας Χαρβάτη: «Η επιστήμη και η θρησκεία δεν έρχονται σε σύγκρουση, γιατί δίνουν απαντήσεις σε διαφορετικά ερωτήματα: Η επιστήμη άπαντα στο πως και η θρησκεία στο γιατί».
Αντίθετα ανοίγονται προοπτικές για συμπόρευση και συνεργασία. Η επιστήμη με την βοήθεια της πατερικής Θεολογίας: α) διακρίνει τα όρια της, β) δέχεται σημαντική ηθική καθοδήγηση, συνειδητοποι­ώντας τον φιλάνθρωπο και διακονικό χαρακτήρα της, γ) αναγνωρί­ζει την αξία του ανθρώπου, αφού η Θεολογία διδάσκει, ότι «το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον» (Μάρκ. 2,27), ή ότι ο άνθρωπος εί­ναι «ζώον θεούμενον» (Γρηγόριος Νύσσης) ή «θεός κεκελευσμένος», (=Έχει μέσα του την εντολή να γίνει θεός) (Μ. Βασίλειος).
Αλληλοσυμπλήρωση Πίστης και επιστήμης μπορεί να υπάρξει κυ­ρίως στο οικολογικό πρόβλημα, δεδομένου ότι Ορθόδοξοι Θεολό­γοι, όπως ο Οικουμενικός μας Πα­τριάρχης ή ο Σεβασμιώτατος Περ­γάμου Ιωάννης, αγωνιζόμενοι για την διάσωση της Φύσης, δεν παύ­ουν να αναγνωρίζουν ότι το νόημα της δημιουργίας αποκαλύπτεται δια της επιστήμης, η δε Θεολογία εύχεται και στηρίζει την Επιστήμη, που αγωνίζεται για την διάσωση της Κτίσης.
Ας μη οριοθετούμε, λοιπόν, ο ένας την Επιστήμη του άλλου και ας σεβόμεθα τα πορίσματα της εκατέρωθεν έρευνας, που διεξά­γεται με αυτοσεβασμό και ταπεί­νωση, διότι ο κόσμος μας χρειάζε­ται τις φυσικές επιστήμες, αλλά και την επιστήμη της θεώσεως, εφ' όσον «ουκ έπ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος» (Ματθ. 4,4).

Ορθόδοξος Τύπος, 13/2/2009
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτίμου καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου